Τι σημαίνει το pression στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pression στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pression στο Γαλλικά.
Η λέξη pression στο Γαλλικά σημαίνει πίεση, πίεση, πίεση, πίεση, βαρομετρικό, σούστα, ένταση, πίεση, βαρελίσια μπύρα, πίεση, βαρελίσιος, μπίρα, σκούντημα, ζούληγμα, ζούπηγμα, βαρέλι, βαρελίσιος, πίεση, πίεση, λουρί, πίεση, βαρελίσιος, βαρελίσια μπίρα, εξαναγκασμός, καταναγκασμός, πίεση, πιέζω, πιέζω, πιέζω, πίεση επιστροφής, λόμπυ, λόμπι, πιέζω υπερβολικά, πιεσμένος, βαρέλι, υπό πίεση, ντίζα, βαρομετρική πίεση, ατμοσφαιρική πίεση, περιοχή χαμηλής πίεσης, ατμοσφαιρική πίεση, υπερβολική πίεση, υπόταση, δείκτης πίεσης, παλμός, σφυγμός, ρυθμιστής πίεσης, ζώνη υψηλών ατμοσφαιρικών πιέσεων, κοινωνική πίεση, πιεσόμετρο, κοινωνική πίεση, πίεση λαδιού, καθαρισμός με νερό υπό πίεση, διαχείριση άγχους, διαχείριση στρες, πίεση χρόνου, πίεση νερού, χύτευση με πίεση, πίεση ελαστικών, χυτοπρεσαριστός, λυγίζω υπό την πίεση, δουλεύω υπό πίεση, εργάζομαι υπό πίεση, ασκώ πίεση, πιέζω, πιέζω, προωθώ, ασκώ πίεση, ατμοσφαιρική πίεση, υπερβολική πίεση, αποσυμφορώ, αποσυμπιέζομαι, πιέζω, ασκώ πίεση, πιέζω, χυτεύω, εκθέτω σε υπερβολική πίεση, υποβάλλω σε υπερβολική πίεση, πιέζω, επιβάλλω κτ σε κπ, πιέζω, πιέζω, πιέζω, πιέζω, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, πιέζω, πιέζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pression
πίεσηnom féminin (force) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pression exercée par les gravats du bâtiment effondré était trop forte pour qu'Alf les repousse. Η πίεση από τα μπάζα του γκρεμισμένου κτιρίου ήταν πολύ μεγάλη για να τα απομακρύνει ο Άλφ. |
πίεσηnom féminin (eau, air,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La maison avait une pression d'eau très faible, ce qui rendait difficile le fait de prendre une douche. Το νερό στο σπίτι είχε πολύ χαμηλή πίεση, και ήταν δύσκολο να κάνεις ντους. |
πίεσηnom féminin (stress) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Wes est sous forte pression. Ο Γουές βρίσκεται σε μεγάλη πίεση. |
πίεσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pression au travail et à la maison était trop fort alors elle a pris des vacances. Η πίεση από τη δουλειά και το νοικοκυριό της τη ζόριζε και έτσι αποφάσισε να πάει διακοπές. |
βαρομετρικόnom féminin (Météorologie) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a une zone de fortes pressions au-dessus du pays. Πάνω από την πολιτεία υπάρχει μια περιοχή με υψηλό βαρομετρικό. |
σούστα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ένταση, πίεσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pression de trop d'heures de travail l'affectait beaucoup. Η ένταση (or: πίεση) από τις τόσες ώρες δουλειάς τον έχει επηρεάσει έντονα. |
βαρελίσια μπύραnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Je voudrais une pression et des frites, s'il vous plaît. Θα πάρω μια μισόλιτρη βαρελίσια μπύρα και μια πατάτες παρακαλώ. |
πίεσηnom féminin (stress) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βαρελίσιοςadjectif invariable (bière) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπίραnom féminin (familier, courant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a commandé quatre pressions pour ses amis et lui. Παρήγγειλε τέσσερις ακόμα μπίρες για τον εαυτό του και τους φίλους του. |
σκούντημαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il a senti la pression de son doigt sur son dos et s'est redressé. |
ζούληγμα, ζούπηγμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Leon a senti la pression de la main de Glenn sur son épaule. Ο Λέον ένιωσε το σφίξιμο από το χέρι του Γκλεν στον ώμο του. |
βαρέλιnom féminin (bière) (μεταφορικά: μπίρα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le bar sert des pressions ainsi que des bouteilles. Το μπαρ σερβίρει βαρελίσια μπίρα καθώς και εμφιαλωμένη. |
βαρελίσιοςadjectif invariable (μπίρα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est une bière pression, pas une bière en bouteille. Αυτή η μπίρα είναι βαρελίσια. Δεν είναι από μπουκάλι. |
πίεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le métal ne pouvait pas soutenir la pression et a fini par céder. |
πίεσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pression occasionnée par la rapidité des transactions rendait le travail de trader très stressant. |
λουρίnom féminin (μεταφορικά: σφίγγω) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vinny G. a augmenté la pression en mettant l'épouse du type en danger. |
πίεσηnom féminin (force physique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les fondations de l'immeuble lâchèrent sous la pression. Τα θεμέλια του κτιρίου κατέρρευσαν από την πίεση. |
βαρελίσιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βαρελίσια μπίρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce bar ne sert pas de bière à la pression, rien que des bouteilles. |
εξαναγκασμός, καταναγκασμόςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πίεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le sénateur utilisa la persuasion pour influencer ses collègues. Ο γερουσιαστής χρησιμοποιούσε πίεση για να επηρεάζει τους ομότιμούς του. |
πιέζω(κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιέζω(κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le vendeur a fait pression sur le client pour qu'il achète. |
πιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πίεση επιστροφήςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
λόμπυ, λόμπι(anglicisme) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le lobby de l'industrie pétrolière a beaucoup de pouvoir au sein du gouvernement des États-Unis. Το πετρελαϊκό λόμπυ έχει μεγάλη εξουσία στην κυβέρνηση των ΗΠΑ. |
πιέζω υπερβολικά(μεταφορικά) |
πιεσμένοςlocution adjectivale (personne) (μτφ: από δουλειά, άγχος) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
βαρέλιlocution adverbiale (ουσιαστικό σε θέση επιρρήματος: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίρρημα, π.χ. με πείραξε κομματάκι η στάση σου κλπ.) Le pub a dix sortes de bières à la pression. |
υπό πίεσηlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il a été mis sous pression pour prendre sa décision et il a donc finalement dit oui. |
ντίζαnom féminin (είδος βίδας για στερέωση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βαρομετρική πίεσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les ouragans ont une faible pression atmosphérique. |
ατμοσφαιρική πίεσηnom féminin |
περιοχή χαμηλής πίεσηςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ατμοσφαιρική πίεσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπερβολική πίεση(physique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπότασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δείκτης πίεσηςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παλμός, σφυγμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il y a plusieurs points de pression très sensibles sur le corps humain. |
ρυθμιστής πίεσηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ζώνη υψηλών ατμοσφαιρικών πιέσεωνnom féminin (Météorologie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une crête de haute pression traverse le pays, nous devrions donc avoir du beau temps dans les prochains jours. |
κοινωνική πίεσηnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιεσόμετροnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κοινωνική πίεση(négatif) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Οι έφηβοι το βρίσκουν δύσκολο να αντισταθούν στην κοινωνική πίεση. |
πίεση λαδιούnom féminin (Automobile) (κινητήρας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθαρισμός με νερό υπό πίεσηnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαχείριση άγχους, διαχείριση στρεςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πίεση χρόνουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πίεση νερούnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χύτευση με πίεσηnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πίεση ελαστικώνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χυτοπρεσαριστόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ces voitures moulées sous pression sont très populaires auprès des collectionneurs. |
λυγίζω υπό την πίεσηlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δουλεύω υπό πίεση, εργάζομαι υπό πίεσηlocution verbale (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ασκώ πίεση, πιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Appuyez sur la coupure pour arrêter l'hémorragie. |
πιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προωθώ, ασκώ πίεση
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ατμοσφαιρική πίεσηnom féminin |
υπερβολική πίεσηnom féminin |
αποσυμφορώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποσυμπιέζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πιέζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ασκώ πίεση, πιέζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le maire a fait pression sur la police pour abandonner l'affaire. |
χυτεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'usine moule sous pression les pièces en aluminium. |
εκθέτω σε υπερβολική πίεση, υποβάλλω σε υπερβολική πίεσηlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Appuyez sur la coupure pour arrêter le sang de couler. |
επιβάλλω κτ σε κπ(figuré) |
πιέζω(μεταφορικά: απειλώντας ή εκφοβίζοντας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιέζω(figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce que l'armée appelle "faire pression sur les prisonniers", d'autres pourraient bien l'appeler "torture". |
πιέζω(κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Τζέφρυ πίεσε τη γυναίκα του να γίνει μητέρα ενώ δεν ήταν έτοιμη. |
πιέζω(κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναγκάζω κπ να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιέζωlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιέζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ben a fait pression sur ses parents pour avoir de l'argent pour aller au cinéma. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pression στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του pression
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.