Τι σημαίνει το prêt στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης prêt στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prêt στο Γαλλικά.
Η λέξη prêt στο Γαλλικά σημαίνει έτοιμος, δανεικός, δάνειο, προετοιμασμένος, προθεσμιακό δάνειο, δανειακή συναλλαγή, χορήγηση δανείων, έτοιμος, τοκογλυφία, έτοιμος, ετοιμοπόλεμος, δανειοδότηση, πρόθυμος, καθ' όλα έτοιμος, έτοιμος, έτοιμος, έτοιμος για κτ, είμαι έτοιμος να, έτοιμος, πρετ α πορτέ, δάνειο-γέφυρα, θα, σύμφωνος, κατάλληλος για πτήση, φτερωμένος, πτερωμένος, χωρίς εφόδια, άπλερος, έτοιμος, τίθεμαι προς συζήτηση, ετοιμοπόλεμος, ψυχολογικά προετοιμασμένος, σε ετοιμότητα, έτοιμος να τραβήξει όπλο, ετοιμοπαράδοτος, για προσωρινή χρήση, ετοιμοπόλεμος, είμαι δεν είμαι έτοιμος, σε ετοιμότητα, σε επιφυλακή, δάνειο, ετοιμότητα, τοκογλυφία, ενεχυροδανεισμός, δάνειο χωρίς εγγυήσεις, μη εξασφαλισμένο δάνειο, δάνειο, ασφαλισμένο χαμηλότοκο δάνειο, διαδανεισμός μεταξύ βιβλιοθηκών, δανειολήπτης, δάνειο εξασφαλισμένο με την αγοραία αξία ακίνητης περιουσίας, ασφάλιση υποθήκης, ενυπόθηκος δανειστής, ενυπόθηκο δάνειο, δόση ενυπόθηκου δανείου, μη εξυπηρετούμενο δάνειο, ενυπόθηκο δάνειο υψηλού κινδύνου, στεγαστικό δάνειο μειωμένης πιστοληπτικής ικανότητας, δάνειο σταδιακής εξόφλησης, εκκρεμούσα οφειλή, είμαι απροετοίμαστος, δεν είμαι έτοιμος, είμαι έτοιμος να, παίρνω δάνειο, είμαι σε επιφυλακή, είμαι σε ετοιμότητα, είμαι πρόθυμος, είμαι σύμφωνος, έτοιμος, βιαστικός, plug-and-play, ανέτοιμος, προετοιμασμένος για κτ, κατενθουσιασμένος για κτ, έτοιμος για χρήση, διατεθειμένος να κάνω κτ, διαδάνειο, αναλαμβάνω δράση εναντίον κάποιου, προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, έτοιμος για χρήση, προετοιμασμένος για κτ, έτοιμος για κτ, έτοιμος να κάνω κτ, έτοιμος, απεγνωσμένος, εξερχόμενος, που έχει κιόλας φύγει, πρετ α πορτέ, έτοιμος για ψήσιμο, έτοιμος για κατανάλωση, αποπληρωμή δανείου εφάπαξ στη λήξη του, δόση, επιτόκιο ενυπόθηκου δανείου, είδος δανείου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης prêt
έτοιμοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je suis prêt, allons-y ! |
δανεικός
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Cette voiture ? Oh, ce n'est qu'un prêt, je dois la rendre demain. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα πάμε με το δανεικό, επειδή το δικό μου αυτοκίνητο είναι στο συνεργείο. |
δάνειο(finance : argent emprunté) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai besoin de faire un emprunt à la banque. Πρέπει να πάρω ένα δάνειο απ' την τράπεζα. |
προετοιμασμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La devise des scouts est « Toujours prêt ! » |
προθεσμιακό δάνειοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δανειακή συναλλαγήnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χορήγηση δανείωνnom masculin (crédit) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
έτοιμοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τοκογλυφίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έτοιμος, ετοιμοπόλεμοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le chat était prêt à bondir. Η γάτα είχε πάρει θέση και ήταν έτοιμη να επιτεθεί. |
δανειοδότησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La banque fait son argent en effectuant des prêts. |
πρόθυμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je suis prêt (or: disposé) à faire le repas ce soir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εγώ πάντως δεν είμαι διατεθειμένος να πληρώνω χρέη άλλων. |
καθ' όλα έτοιμοςadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
έτοιμοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ajoutez le mélange préparé aux autres ingrédients et faites chauffer. Προσθέστε το έτοιμο μείγμα στα υπόλοιπα υλικά και ζεστάνετέ το καλά. |
έτοιμοςadjectif (valise) (αποσκευές) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les sacs d'Archie sont faits et il est prêt à partir. Οι αποσκευές του Άρτσι είναι πακεταρισμένες και είναι έτοιμος να φύγει. |
έτοιμος για κτ
Je suis prêt (or: préparé) à tout. Είμαι έτοιμος για όλα. |
είμαι έτοιμος να(κάνω κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On dirait qu'il est prêt à (or: sur le point de) sauter. |
έτοιμοςlocution adjectivale (να κάνω κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es-tu prêt (or: disposé) à nous aider ? Είσαι έτοιμος να βοηθήσεις; |
πρετ α πορτέadjectif (για ρούχα) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
δάνειο-γέφυραnom masculin |
θα(futur de l'indicatif) (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Les personnes âgées se sacrifieront pour leurs petits-enfants s'il le faut. Οι ηλικιωμένοι είναι διατεθιμένοι να θυσιαστούν για τα εγγόνια τους αν χρειαστεί. |
σύμφωνος(personne) (δεν έχει αντίρρηση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Θα πάμε ταξίδι σήμερα το απόγευμα, αν είναι σύμφωνοι οι γονείς σου. |
κατάλληλος για πτήσηadjectif (αεροσκάφος) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
φτερωμένος, πτερωμένος(oiseau) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
χωρίς εφόδιαadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άπλεροςlocution adjectivale (oiseau) (πουλί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έτοιμος(άτομα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vous êtes tous fin prêts ? Alors allons-y ! Όλα έτοιμα; Πάμε λοιπόν! |
τίθεμαι προς συζήτηση(conditions,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu n'iras pas à la fête : ce n'est pas négociable ! |
ετοιμοπόλεμοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ψυχολογικά προετοιμασμένοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je suis prêt à affronter l'examen. |
σε ετοιμότηταlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έτοιμος να τραβήξει όπλο
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ετοιμοπαράδοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
για προσωρινή χρήσηlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai eu le nouveau film en prêt, donc je dois le rendre demain. |
ετοιμοπόλεμοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είμαι δεν είμαι έτοιμοςlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prêt ou pas prêt, c'est aujourd'hui que je dois passer mon examen final. |
σε ετοιμότητα, σε επιφυλακή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δάνειο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tom a obtenu un prêt immobilier et s'est acheté une maison. Ο Τομ πήρε ένα στεγαστικό δάνειο και αγόρασε ένα σπίτι. |
ετοιμότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η Πέτρα είχε πακετάρει τα πάντα προκαταβολικά και για αρκετές ώρες ήταν σε ετοιμότητα. |
τοκογλυφίαnom masculin (prêt trop cher) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ενεχυροδανεισμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δάνειο χωρίς εγγυήσεις, μη εξασφαλισμένο δάνειοnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Si tu as un bon crédit, il est facile d'obtenir un prêt non garanti. |
δάνειοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ασφαλισμένο χαμηλότοκο δάνειοnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαδανεισμός μεταξύ βιβλιοθηκώνnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δανειολήπτηςnom masculin et féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La banque XYZ est mon créancier hypothécaire. |
δάνειο εξασφαλισμένο με την αγοραία αξία ακίνητης περιουσίαςnom masculin (Finance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ασφάλιση υποθήκηςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενυπόθηκος δανειστήςnom masculin |
ενυπόθηκο δάνειοnom masculin |
δόση ενυπόθηκου δανείουnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μη εξυπηρετούμενο δάνειο(οικονομία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενυπόθηκο δάνειο υψηλού κινδύνου, στεγαστικό δάνειο μειωμένης πιστοληπτικής ικανότητας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Un prêt hypothécaire à risque consiste en un crédit accordé à une personne peu solvable. |
δάνειο σταδιακής εξόφλησης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκκρεμούσα οφειλήnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ils n'ont aucun prêt en cours. |
είμαι απροετοίμαστος, δεν είμαι έτοιμοςverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι έτοιμος να
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous étions prêts à partir mais nous avons dû attendre Anna qui cherchait son téléphone portable. |
παίρνω δάνειοverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
είμαι σε επιφυλακή, είμαι σε ετοιμότηταverbe pronominal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Je me tiens prêt à te rattraper si tu tombes. Θα είμαι σε ετοιμότητα για να σε πιάσω αν πέσεις. |
είμαι πρόθυμος, είμαι σύμφωνος
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis prêt à finir le rapport moi-même, mais il faut me laisser plus de temps. Είμαι πρόθυμη (or: σύμφωνη) να τελειώσω την αναφορά η ίδια, αλλά θα πρέπει να μου δώσεις περισσότερο χρόνο. |
έτοιμοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vous êtes tous fin prêts pour la soirée de lancement ? |
βιαστικός(figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
plug-and-play(anglicisme) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ανέτοιμοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προετοιμασμένος για κτ
La ville n'était pas prête à affronter une catastrophe de cette magnitude. Η πόλη δεν ήταν προετοιμασμένη για καταστροφή αυτού του μεγέθους. |
κατενθουσιασμένος για κτ(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Après une heure d'entraînement sur le court de tennis, Isabel se sentait gonflée à bloc pour le tournoi. Αφού έκανε μία ώρα προπόνηση, η Ιζαμπέλ ένιωθε κατενθουσιασμένη για το τουρνουά. |
έτοιμος για χρήσηadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cet ordinateur devrait être prêt à l'emploi. Αυτός ο υπολογιστής θα έπρεπε να είναι έτοιμος για χρήση. |
διατεθειμένος να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ben est prêt à repousser le jour de la fête. Ο Μπεν είναι διατεθειμένος
να αλλάξει την ημερομηνία του πάρτι. |
διαδάνειοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αναλαμβάνω δράση εναντίον κάποιου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En voyant l'expression de son visage, j'ai compris qu'il était prêt à en découdre et qu'il ne plaisantait pas. |
προετοιμάζομαι(για κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tout le monde se préparer (or: se tient prêt) pour les chutes de neige prévues cette nuit. Όλοι προετοιμάζονται για τα 30 εκατοστά χιόνι που προβλέπονται για απόψε. |
ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'essaie de me préparer pour mes examens de fin d'année lundi. Προσπαθώ να προετοιμαστώ για τις τελικές εξετάσεις της Δευτέρας. |
έτοιμος για χρήση
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
προετοιμασμένος για κτ
Je pensais que je m'attendais à tout, mais la véhémence de sa réponse m'a surpris. Νόμιζα πως ήμουν προετοιμασμένος για όλα, αλλά η σφοδρότητα της απάντησής του με εξέπληξε. |
έτοιμος για κτ
Le chat était prêt à s'enfuir à l'approche du chien. Η γάτα είχε πάρει θέση μάχης καθώς πλησίαζε ο σκύλος. |
έτοιμος να κάνω κτlocution adjectivale (volonté) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Helen était prête à aider Sally, du moment que Sally ne s'imaginait pas qu'elle ferait tout le travail. Η Έλεν ήταν έτοιμη να βοηθήσει τη Σάλλυ, αρκεί η Σάλλυ να μην περίμενε από εκείνη να κάνει όλη τη δουλειά. |
έτοιμος(να κάνω κτ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le chat était sur le point de sauter sur le comptoir quand je suis entré dans la pièce. Η γάτα ήταν έτοιμη να πηδήξει πάνω στον πάγκο όταν μπήκα στο δωμάτιο. |
απεγνωσμένοςlocution adjectivale (criminel) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La police traque ce tueur qui semble prêt à tout. Η αστυνομία κυνηγάει τον απεγνωσμένο δολοφόνο. |
εξερχόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Les trains au départ s'arrêtent à l'autre bout du quai. |
που έχει κιόλας φύγειlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'adore les courses de chevaux. Regarde ! Les chevaux sont prêts à partir. |
πρετ α πορτέ(magasin, collection) (για ρούχα, ξενικό) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
έτοιμος για ψήσιμοlocution adjectivale (φαγητό) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
έτοιμος για κατανάλωσηlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αποπληρωμή δανείου εφάπαξ στη λήξη τουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δόση(pour un logement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Chaque mois, Sarah devait payer son remboursement de prêt immobilier de 800 dollars. |
επιτόκιο ενυπόθηκου δανείουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
είδος δανείουnom masculin (Finance) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prêt στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του prêt
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.