Τι σημαίνει το musique στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης musique στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του musique στο Γαλλικά.
Η λέξη musique στο Γαλλικά σημαίνει μουσική, μουσική, μελωδία, μαθήματα μουσικής, μουσικό θέμα, κιόσκι, μουσική ικανότητα, ζωντανή μουσική, συγκρότημα, σχήμα, όργανο, σκηνή, ηλεκτρονική μουσική, μουσική ασανσέρ, πανηγύρι, μουσικό χαλί, κλασική μουσική, μουσικό πανεπιστήμιο, <div>μουσική κάντρι, κάντρι μουσική</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό θηλυκό</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ.<i> καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου </i>κλπ.)</div>, μουσική ντίσκο, μουσική δωματίου, χορωδιακή μουσική, εκκλησιαστική μουσική, ορχηστρική μουσική, ηλεκτρονική μουσική, μουσική γκόσπελ, ορχηστρική μουσική, μουσικό κουτί, μουσικό σχολείο,κολλέγιο, μουσικό όργανο, μουσικό ταλέντο, λαϊκή μουσική, μουσικό σήμα, τραγουδιστής ποπ, μουσικός παραγωγός, παραδοσιακή μουσική, μάθημα μουσικής, μουσικός παραγωγός, κοσμική μουσική, μουσική του κόσμου, χαλαρωτική oρχηστρική μουσική, μουσική νότα, σόουλ μουσική, soul μουσική, μουσικό φεστιβάλ, δωμάτιο μουσικής, δημοφιλής μουσική, παίζω μουσική, παίζω μουσική, παίζω μουσική, για τον οποίο δεν γράφτηκε μουσική, μπλούγκρας, θρήνος, μουσικό χαλί, χορευτική μουσική, κλασική μουσική, βάζω μουσική, κάντρυ χορευτική μουσική, New Age, μουσική με δυνατό ρυθμό, θρας, κομμάτι, κλασικός, εναλλακτική μουσική, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης musique
μουσικήnom féminin (son) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tu entends la musique ? N'est-ce pas merveilleux ? Ακούς τη μουσική; Δεν είναι υπέροχη; |
μουσικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mon père aime la musique classique, mais j'aime davantage les compositeurs modernes. Στον πατέρα μου αρέσει η κλασική μουσική, αλλά εγώ προτιμώ τους πιο σύγχρονους συνθέτες. |
μελωδίαnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le son des machines de l'usine crée une musique singulière. Υπάρχει μια παράξενη μελωδία στους ήχους του εργοστασίου. |
μαθήματα μουσικήςnom féminin (cours) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μουσικό θέμα
Il a composé la musique du film. Ο συνθέτης έγραψε το μουσικό θέμα για την ταινία. |
κιόσκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La cérémonie aura lieu au belvédère au centre du village. |
μουσική ικανότητα
|
ζωντανή μουσική
Il y a quelque chose de spécial à écouter un concert plutôt que de de la musique uniquement enregistrée. |
συγκρότημα, σχήμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y aura trois groupes qui joueront au concert. Στη συναυλία θα εμφανιστούν τρία συγκροτήματα (or: σχήματα). |
όργανοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mark voulait apprendre à jouer d'un instrument alors il a pris des cours de violon. Ο Μαρκ ήθελε να μάθει ένα μουσικό όργανο και έτσι πλήρωσε για να κάνει μαθήματα βιολιού. |
σκηνήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηλεκτρονική μουσική
|
μουσική ασανσέρnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πανηγύριnom masculin (concert improvisé) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μουσικό χαλί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La musique d'ambiance d'un restaurant peut créer une ambiance particulière. |
κλασική μουσικήnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La section musique classique du magasin de disques a des CD de musique allant de Bach à Stravinsky. |
μουσικό πανεπιστήμιοnom masculin Helen est diplômée du conservatoire de musique. |
<div>μουσική κάντρι, κάντρι μουσική</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό θηλυκό</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ.<i> καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου </i>κλπ.)</div>
Garth Brooks dominait la musique country dans les années 90. Ο Γκαρθ Μπρουκς κυριάρχησε στη μουσική κάντρι τη δεκαετία του 1990. |
μουσική ντίσκο
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) John Travolta a dansé sur de la musique disco (or: du disco) dans la Fièvre du samedi soir. |
μουσική δωματίουnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χορωδιακή μουσικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκκλησιαστική μουσικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ορχηστρική μουσικήnom féminin |
ηλεκτρονική μουσικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μουσική γκόσπελ
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ορχηστρική μουσικήnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μουσικό κουτίnom féminin Quand j'étais petite, j'avais une boîte à musique avec une ballerine qui tournait au son de la musique. |
μουσικό σχολείο,κολλέγιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On peut envoyer ses enfants au conservatoire de musique dès leur plus jeune âge. |
μουσικό όργανοnom masculin On devrait encourager les enfants à apprendre à jouer d'au moins un instrument de musique. |
μουσικό ταλέντοnom masculin Το μουσικό ταλέντο του Τιμ ήταν προφανές από μικρή ηλικία· ήξερε να παίζει κιθάρα από πέντε χρονών. |
λαϊκή μουσική
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je préfère la musique pop à la musique classique. |
μουσικό σήμαnom féminin (pour une série, une émission TV) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La musique du générique de la série Friends a fait connaître The Rembrants. |
τραγουδιστής ποπ
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μουσικός παραγωγός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Je ne pense pas pouvoir réaliser mon rêve un jour de devenir producteur de musique. |
παραδοσιακή μουσικήnom féminin |
μάθημα μουσικήςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μουσικός παραγωγός
La chanteuse a finalement épousé son producteur. |
κοσμική μουσικήnom féminin (επίσημο) |
μουσική του κόσμουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) De plus en plus de festivals de musique du monde fleurissent durant l'été. |
χαλαρωτική oρχηστρική μουσικήnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μουσική νόταnom féminin (symbole) |
σόουλ μουσική, soul μουσικήnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μουσικό φεστιβάλnom masculin |
δωμάτιο μουσικήςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δημοφιλής μουσικήnom féminin |
παίζω μουσικήlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω μουσικήlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon voisin et moi jouons parfois de la musique ensemble ; il joue de la flûte et moi du piano. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο γείτονάς μου και εγώ μερικές φορές συναντιόμαστε και παίζουμε μουσική, αυτός φλάουτο και εγώ πιάνο. |
παίζω μουσικήlocution verbale (αναπαραγωγή) |
για τον οποίο δεν γράφτηκε μουσικήlocution adjectivale (film) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπλούγκρας(κάντρι μουσική Η.Π.Α.) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
θρήνοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μουσικό χαλίnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Giorgio a composé la musique de fond du film. |
χορευτική μουσικήnom féminin (anglicisme) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κλασική μουσικήnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Hayd, Mozart et Beethoven sont les compositeurs les plus connus de musique classique. |
βάζω μουσικήlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάντρυ χορευτική μουσικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
New Age(style musical) (ξενικό) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μουσική με δυνατό ρυθμόnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θρας
(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Tu ne pourrais pas m'emmener à un concert où ils jouent de la musique trash. |
κομμάτιnom masculin (Musique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ce morceau de Bach était très beau. Το κομμάτι του Μπαχ ήταν πολύ ωραίο. |
κλασικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εναλλακτική μουσικήnom féminin La musique alternative est le style préféré de Jasper. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbe transitif Le poème a été mis en musique. |
nom féminin (son produit) J'aime bien écouter de la musique quand je travaille. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του musique στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του musique
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.