Τι σημαίνει το mûr στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mûr στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mûr στο Γαλλικά.
Η λέξη mûr στο Γαλλικά σημαίνει τοίχος, τοίχος, τοίχος, τοίχος, ώριμος, ώριμος, ώριμος, ώριμος, ώριμος, μεστός, ανάχωμα, ανυπέρβλητο εμπόδιο, ώριμος, παλαιωμένος, οχυρωματικά έργα, ύψωση εμποδίων, τοίχος από τούβλα, χτίζω τείχος, επένδυση, διαχωριστικό τοιχίο, διαχωριστικό τοιχάκι, διακοσμητικός τοίχος πρόσοψης, στριμώχνω, αναγκασμένος να πάρει απόφαση, μεσήλικας, με το ζόρι, εξωτερικό τείχος κάστρου, μέση ηλικία, ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας, ώριμη γυναίκα, τοίχος αντιστήριξης, πέτρινος τοίχος, πέτρινο φράγμα, το Τείχος των Δακρύων, μεγάλη ηλικία, διατμητικό τοιχίο, το φράγμα του ήχου, τοίχος αναρρίχησης, σπάω το φράγμα του ήχου, σα να μιλάω σε τοίχο, αμφισβητώ, πέφτω σε τέλμα, το σκάω, ξερολιθιά, έτοιμος για κτ, διπλός τοίχος με διάκενο, αόρατος τοίχος, διαχωριστικός τοίχος, ανώριμος, τυφλός τοίχος, φέρων τοίχος, διαχωρίζω με τοίχο, χωρίζω με τοίχο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mûr
τοίχοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Qu'est-ce que tu veux mettre sur ce mur ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λέω να ρίξω αυτό το ντουβάρι και να ενώσω την κουζίνα με το καθιστικό. |
τοίχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) À New York, les murs sont souvent recouverts de graffitis. |
τοίχοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les murs du labyrinthe étaient trop hauts pour que la souris puisse voir au-dessus d'eux. |
τοίχοςnom masculin (figuré, obstacle) (μεταφορικά: εμπόδιο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le projet s'est heurté à un mur quand l'accident a interrompu la production. |
ώριμοςadjectif (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il était très mûr pour ses seize ans. Ήταν ώριμος για δεκαεξάχρονος. |
ώριμοςadjectif (fruit) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vous devez attendre que les prunes soient mûres avant de les cueillir. Πρέπει να περιμένεις μέχρι τα δαμάσκηνα να είναι γινωμένα για να τα κόψεις. |
ώριμος(fruit, légume) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il vaut mieux manger les fruits quand ils sont mûrs. Είναι καλύτερο να τρως ώριμα φρούτα. |
ώριμοςadjectif (maturité) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle a un esprit mûr dans un jeune corps. |
ώριμος(tout bien considéré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Après mûre réflexion, il prit la décision de rester. Πήρε την ώριμη απόφαση να μείνει στο σπίτι. |
μεστόςadjectif (fruit) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les figues étaient mûres et sucrées. |
ανάχωμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les manifestants ont érigé un mur de pneus et de sacs de sable pour se protéger de la police. |
ανυπέρβλητο εμπόδιοnom masculin (figuré) |
ώριμοςadjectif (âge) (ηλικία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) À ses cheveux gris et ses rides, on pouvait deviner que c'était une femme d'âge mur (or: d'un âge avancé). |
παλαιωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le cheddar bien fait est plus cher que l'ordinaire. Το παλαιωμένο τσένταρ είναι ακριβότερο από το συνηθισμένο είδος. |
οχυρωματικά έργα
|
ύψωση εμποδίων(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τοίχος από τούβλαnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Winston Churchill, qui était un maçon amateur, a construit un haut mur de briques autour de sa maison. |
χτίζω τείχοςverbe transitif Les Soviétiques ont entouré Berlin ouest d'un mur. |
επένδυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαχωριστικό τοιχίο, διαχωριστικό τοιχάκι(dans une maison) Οι γείτονες είναι στα μαχαίρια για το χώρισμα ανάμεσα στις ιδιοκτησίες τους. Η τεράστια βιβλιοθήκη εκτελεί χρέη διαχωριστικού ανάμεσα στο καθιστικό και στην τραπεζαρία. |
διακοσμητικός τοίχος πρόσοψηςnom masculin (construction moderne) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
στριμώχνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'arrive pas à croire que tu lui aies filé du fric ! Elle m'a forcé, je n'avais pas le choix. |
αναγκασμένος να πάρει απόφασηlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεσήλικαςlocution adjectivale (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Ceux qui aiment surtout acheter sur internet sont des hommes et des femmes d'âge mûr. |
με το ζόριlocution adverbiale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξωτερικό τείχος κάστρουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέση ηλικίαnom masculin Quand Ray est arrivé à l'âge mûr, il a réalisé qu'il devait faire quelque chose pour rester en forme. |
ώριμος άνδρας, ώριμος άντραςnom masculin (μεταφορικά) |
ώριμη γυναίκαnom féminin (μεταφορικά) |
τοίχος αντιστήριξηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Un mur de soutènement empêche la terre du talus de s'ébouler en cas de forte pluie. |
πέτρινος τοίχος, πέτρινο φράγμαnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tout au long de l'histoire, les Hommes ont construit des murs de pierre pour se protéger de l'ennemi. |
το Τείχος των Δακρύωνnom propre masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μεγάλη ηλικίαnom masculin |
διατμητικό τοιχίοnom masculin |
το φράγμα του ήχουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τοίχος αναρρίχησηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σπάω το φράγμα του ήχουlocution verbale |
σα να μιλάω σε τοίχοlocution verbale (figuré, familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Parler à Esther, c'est comme parler à un mur ; aucun des deux n'écoute. |
αμφισβητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πέφτω σε τέλμαlocution verbale (figuré) (άτομο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το σκάω(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rick avait l'habitude de sortir en douce par la fenêtre, une fois que ses parents étaient couchés. Ο Ρικ συνήθιζε να το σκάει από το παράθυρο όταν οι γονείς του πήγαιναν για ύπνο. |
ξερολιθιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έτοιμος για κτ(figuré) La fiscalité est mûre pour une réforme. |
διπλός τοίχος με διάκενοnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αόρατος τοίχοςnom masculin (Cinéma, figuré) (θέατρο) |
διαχωριστικός τοίχοςnom masculin |
ανώριμοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τυφλός τοίχοςnom masculin (Architecture) (μεταφορικά) |
φέρων τοίχοςnom masculin |
διαχωρίζω με τοίχο, χωρίζω με τοίχοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mûr στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του mûr
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.