Τι σημαίνει το entrée στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης entrée στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του entrée στο Γαλλικά.

Η λέξη entrée στο Γαλλικά σημαίνει μπαίνω, χτυπάω, χτυπώ, μπαίνω, εισβάλλω, καταχωρώ, εισάγω, εισέρχομαι, μέσα, με παίρνει ο αέρας, καταχωρώ, καταχωρίζω, εμπίπτω, πάω μέσα, μπαίνω μέσα, χτυπάω, χτυπώ, περνάω, ορεκτικό, είσοδος, δικαίωμα εισόδου, ορεκτικό, ορεκτικό, αποδοχή, χολ, χωλ, κεφαλή λήμματος, είσοδος, είσοδος, προθάλαμος, είσοδος, πρώτο πιάτο, είσοδος, στόμιο, είσοδος, καταχώρηση, εγγραφή, καταχώριση, εγγραφή, είσοδος, είσοδος, λήμμα, χωλ, χολ, καταχώρηση, εγγραφή, μπροστινό μέρος, είσοδος, εισαγωγή, φουαγιέ, δικαίωμα εισόδου, είσοδος, βαλβίδα εισόδου, συμμετοχή, είσοδος, είσοδος, είσοδος, είσοδος, καταχώρηση, καταγραφή, προθάλαμος, μπαίνω, καταχωρώ, καταχωρίζω, μπαίνω, καταπάτηση, επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή, αναπτύσσω, αναλύω, επεξηγώ, οργισμένος, εξοργισμένος, ελκυστικότητα, μπαίνω με τη βία, έρχομαι σε επαφή με, ξεκινάω πόλεμο, θέτω σε ισχύ, βρίσκω,αποκτώ, μπαίνω με το ζόρι, έρχομαι σε επαφή με κπ, αναλαμβάνω την εξουσία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης entrée

μπαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Entrez, c'est ouvert.
Εισέλθετε παρακαλώ. Η πόρτα είναι ανοιχτή.

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le commerçant a entré les prix dans la caisse.

μπαίνω, εισβάλλω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mais ne vous gênez pas, entrez, faites comme chez vous !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι καλύτερο να χτυπήσουμε πρώτα αντί να μπούμε έτσι απλά.

καταχωρώ

(des nombres,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εισάγω

verbe transitif (dans base de données)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Entrez le code en utilisant le clavier numérique.

εισέρχομαι

verbe intransitif (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vous pouvez entrer, mais s'il vous plaît, tapez à la porte pour vous annoncer !
Μπορείς να μπεις μέσα, αλλά σε παρακαλώ χτύπα την πόρτα πρώτα για να ανακοινώσεις την παρουσία σου.

μέσα

verbe intransitif

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il a ouvert la porte et ils sont tous entrés.

με παίρνει ο αέρας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταχωρώ, καταχωρίζω

(στοιχεία σε φόρμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il inscrit son nom sur la première ligne du formulaire.
Καταχώρησε (or: καταχώρισε) το όνομά του στην πρώτη γραμμή της αίτησης.

εμπίπτω

(être inclus)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Leur demande tombe dans le champ de notre projet.
Το αίτημά τους εμπίπτει στον σκοπό του έργου μας.

πάω μέσα, μπαίνω μέσα

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il fait chaud dehors, tu veux rentrer (à l'intérieur) ?
Έχει ζέστη έξω. Θα ήθελες να μπούμε μέσα;

χτυπάω, χτυπώ

verbe transitif (στην ταμειακή μηχανή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bien qu'un prix de 9,95 $ soit affiché, le vendeur a saisi 19,95 $ par erreur.
Παρόλο που η τιμή ήταν ξεκάθαρα 9.95 δολάρια ο ταμίας χτύπησε κατά λάθος 19.95.

περνάω

verbe transitif (Informatique) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a entré les données dans un tableur.
Πέρασε (or: Πληκτρολόγησε) τα δεδομένα σε ένα υπολογιστικό φύλλο.

ορεκτικό

(premier plat d'un repas) (κυρίως στην Ελλάδα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Voulez-vous commander une entrée avant le plat principal ?
Θα θέλατε να παραγγείλετε κάποιο ορεκτικό πριν το κυρίως πιάτο;

είσοδος

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le bâtiment disposait d'une grande entrée commune à tous les appartements.
Το κτίριο είχε μια μεγάλη είσοδο την οποία μοιράζονταν όλα τα διαμερίσματα.

δικαίωμα εισόδου

nom féminin (κατά λέξη: δίνω)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Le propriétaire de l'imposante demeure laissait le public y accéder le week-end.
Ο ιδιοκτήτης του μεγαλοπρεπούς σπιτιού επέτρεψε στο κοινό την είσοδο τα σαββατοκύριακα.

ορεκτικό

Le serveur a servi les entrées aux clients.
Ο σερβιτόρος σέρβιρε στους πελάτες τα ορεκτικά τους.

ορεκτικό

nom féminin (Cuisine) (πιάτο πριν από το κύριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'entrée se composait d'une petite assiette de cœurs d'artichauts.

αποδοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χολ, χωλ

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κεφαλή λήμματος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

είσοδος

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είσοδος

nom féminin (κόστος εισόδου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les visiteurs doivent payer l'entrée de 2,50 €.

προθάλαμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ton entrée est plus grande que tout mon appartement !

είσοδος

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Où est l'entrée du centre commercial ?

πρώτο πιάτο

(γεύμα)

Nous avons mangé des crevettes en sauce comme entrée au dîner.

είσοδος

(bâtiment, salle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'entrée arrière du bar était fermée.
Η είσοδος από το πίσω μέρος του μπαρ ήταν κλειδωμένη.

στόμιο

nom féminin (d'une grotte,...)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'entrée de la grotte était étroite mais l'intérieur était gigantesque.
Το στόμιο της σπηλιάς ήταν μικρό, αλλά το εσωτερικό της ήταν τεράστιο.

είσοδος

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tom était toujours enjoué et son entrée illumina la pièce.
Ο Τομ ήταν πάντα ευδιάθετος και η είσοδός του ελάφρυνε την ατμόσφαιρα στο δωμάτιο.

καταχώρηση, εγγραφή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La troisième entrée a été soumise par Frank.

καταχώριση, εγγραφή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je remarque deux entrées pour M. Smith dans la base de données. Nous devons en supprimer une.
Βλέπω πως υπάρχουν δύο καταχωρίσεις στη βάση δεδομένων για τον Κύριο Σμιθ, πρέπει να σβήσουμε μία απ' αυτές.

είσοδος

nom féminin (au cinéma)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Combien coûte l'entrée pour la séance de 8:00 ?
Πόσο κοστίζει τον εισιτήριο για την παράσταση των οκτώ;

είσοδος

nom féminin (dans une pièce)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'entrée de la star aux habits extravagants attira l'attention de tous.

λήμμα

nom féminin (dans un dictionnaire) (σε λεξικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χωλ, χολ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Jane parlait avec sa voisine dans l'entrée, mais ne l'a pas invitée à entrer.
Η Τζέιν άφησε την γειτόνισσά της να μπει στο χολ για να τα πουν, αλλά δεν την κάλεσε να περάσει μέσα.

καταχώρηση, εγγραφή

nom féminin (base de données)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La base de données comporte 130 entrées.

μπροστινό μέρος

nom féminin

La boîte aux lettres se trouve presque toujours à l'entrée d'une propriété.

είσοδος

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pippa attendait le retour de Mark près de l'entrée.

εισαγωγή

nom féminin (de marchandises)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'entrée de produits au pays était limitée par les nouvelles lois.

φουαγιέ

(d'un hôtel, d'une maison,...)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Kate attendit ses amies dans le vestibule de l'hôtel.

δικαίωμα εισόδου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Les tickets garantissent votre admission pour la journée entière.
Τα εισιτήρια θα σου δώσουν δικαίωμα εισόδου για ολόκληρη τη μέρα.

είσοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βαλβίδα εισόδου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Le plombier a réparé la valve brisée du chauffe-eau.

συμμετοχή

(magazine, journal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les membres du jury ont vraiment aimé ta contribution et ont décidé de e décerner le premier prix.

είσοδος

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les touristes sont entrés dans le château par l'entrée principale.
Οι τουρίστες μπήκαν στο κάστρο μέσω της κυρίας εισόδου.

είσοδος

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tina a fait le tour de l'immeuble à la recherche de l'entrée.
Η Τίνα περπάτησε γύρω από όλο το κτίριο ψάχνοντας για την είσοδο.

είσοδος

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'entrée en scène de l'acteur marquait une nouvelle phase de l'intrigue. Il était 18 h 00 et la femme de Tom était censée rentrer du travail. Du coup, Tom ne quittait plus la porte du regard, attendant son arrivée.
Η είσοδος του ηθοποιού στη σκηνή σηματοδοτούσε με νέα φάση της πλοκής.

είσοδος

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pete s'est frayé un passage à travers l'entrée (or: la porte) étroite pour entrer dans la tente.

καταχώρηση, καταγραφή

(ένα περιστατικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο καπετάνιος έκανε μια καταχώρηση στο ημερολόγιό του.

προθάλαμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Aaron a attendu son ami dans le hall d'entrée de l'hôtel.
Ο Άαρον περίμενε τον φίλο του στο λόμπι του ξενοδοχείου.

μπαίνω

(πηγαίνω μέσα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il entra dans la maison.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το αεροσκάφος εισήλθε στον ελληνικό εναέριο χώρο στις πέντε ακριβώς.

καταχωρώ, καταχωρίζω

(dans base de données)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'analyste entra des données dans la base de données.
Ο αναλυτής καταχώρησε τα στοιχεία στη βάση δεδομένων.

μπαίνω

verbe intransitif (Théâtre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La comédienne entre côté cour au début du second acte.
Η ηθοποιός μπαίνει από τα δεξιά της σκηνής στην αρχή της δεύτερης πράξης.

καταπάτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
N'hésitez à nous contacter si vous avez des questions.

αναπτύσσω, αναλύω, επεξηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ton idée m'a l'air intéressante. Peux-tu développer ?
Η ιδέα σου ακούγεται ενδιαφέρουσα. Θα μπορούσες να την αναπτύξεις (or: αναλύσεις);

οργισμένος, εξοργισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La professeure a été folle de rage en découvrant que plusieurs élèves trichaient à l'examen.

ελκυστικότητα

(d'une maison)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπαίνω με τη βία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'armée est entrée de force dans la ville.

έρχομαι σε επαφή με

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vous pouvez entrer en contact avec nous à l'adresse indiquée ci-dessus.

ξεκινάω πόλεμο

locution verbale (pays)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La Grande-Bretagne est entrée en guerre contre l'Allemagne en 1914.

θέτω σε ισχύ

(une loi)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρίσκω,αποκτώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand j'ai reçu mon héritage, je suis entrée en possession de plusieurs pièces rares.
Όταν πήρα την κληρονομιά μου, απέκτησα αρκετά σπάνια νομίσματα.

μπαίνω με το ζόρι

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle a cherché à le laisser dehors mais il est entré en forçant.

έρχομαι σε επαφή με κπ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peut-être qu'un jour les extra-terrestres entreront en contact avec nous.

αναλαμβάνω την εξουσία

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le président est entré en fonction pendant la crise financière.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του entrée στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του entrée

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.