Τι σημαίνει το lot στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lot στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lot στο Αγγλικά.

Η λέξη lot στο Αγγλικά σημαίνει πολλοί, πολλοί, πολύ, συχνά, πολύς, πολλοί, πολύ, πολύ, οικόπεδο, παρτίδα, γραφτό, κόσμος, φάρα, πακέτο, στούντιο, κλήρος, πάρκινγκ, πολύ περισσότερος, πολύ περισσότερος, πολύ περισσότερος, πολύ περισσότερος, πολύ περισσότερο, πολύ ωραία, πολύ καλά, πάρα πολλοί, υπαίθρια έκθεση αυτοκινήτων, κάνω μεγάλο κόπο, έχω να κάνω με κτ, έχω πολλά να πω για κτ, έναν σωρό πράγματα, αριθμός παρτίδας, τυχαίο ποσό, αρκετός, τόσο πολύ, τόσο συχνά, τόσο πολλοί, είμαι από τους καλύτερους, ευχαριστώ πολύ, Αυτό λέει πολλά., όλα, έκταση για φύτεμα δέντρων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lot

πολλοί

noun (informal (large quantity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My French is good, but I still have a lot to learn.

πολλοί

expression (informal (many, much) (μετρήσιμες ποσότητες)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There were a lot of children in the swimming pool. They made a lot of noise.
Έκαναν πολύ θόρυβο.

πολύ

adverb (informal (greatly, a great deal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My baby cries a lot in the early evening.

συχνά

adverb (informal (often)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Teresa goes clubbing a lot.

πολύς

plural noun (informal (large quantity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Take as many sweets as you like. I've got lots.
Πάρε όσα γλυκά θέλεις. Έχω πολλά.

πολλοί

expression (informal (large quantity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There are lots of people in there.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εκεί μέσα.

πολύ

adverb (informal (greatly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I like him lots but I don't want to marry him.
Μου αρέσει πολύ αλλά δεν θέλω να τον παντρευτώ.

πολύ

adverb (informal (often)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I see my brother lots, even though he does annoy me at times.
Συναντάω συχνά τον αδερφό μου αλλά πότε πότε με εκνευρίζει.

οικόπεδο

noun (plot of land)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She owns a building lot in the middle of town.
Έχει ένα οικόπεδο στο κέντρο της πόλης.

παρτίδα

noun (share)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The tickets were divided into fifteen lots.
Τα εισιτήρια ήταν χωρισμένα σε δεκαπέντε παρτίδες.

γραφτό

noun (figurative (fate) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It was my lot to end up as a chicken farmer.
Ήταν η μοίρα μου να καταλήξω να εκτρέφω κότες.

κόσμος

noun (informal (group of people)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Look at that lot! There are at least twenty of them.
Κοίτα αυτόν τον κόσμο! Είναι τουλάχιστον είκοσι άτομα.

φάρα

noun (informal (type of person) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He's a bad lot, that one. I don't trust him.
Είναι κακός άνθρωπος αυτός. Δεν τον εμπιστεύομαι.

πακέτο

noun (group of items for sale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The lot includes stereos and CD players, and costs a thousand dollars.
Το πακέτο περιλαμβάνει στερεοφωνικά και CD player και κοστίζει χίλια δολάρια.

στούντιο

noun (cinema: studio) (κινηματογράφος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This is the lot where they filmed Star Wars.
Σε αυτό το στούντιο γύρισαν τον Πόλεμο των Άστρων.

κλήρος

plural noun (drawing sticks)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They drew lots to see who would go first.
Τράβηξαν κλήρο για να δουν ποιος θα πάει πρώτος.

πάρκινγκ

noun (vehicle parking area)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Those high-school kids like to hang out in the parking lot and drink beer.
Σε αυτά τα λυκειόπαιδα αρέσει να αράζουν στο πάρκινγκ και να πίνουν μπύρες.

πολύ περισσότερος

noun (greater amount)

A banker makes a lot more than a teacher.
Ένας τραπεζίτης βγάζει πολύ περισσότερα από έναν καθηγητή.

πολύ περισσότερος

noun (greater number)

A few hundred is a lot more than a couple dozen.
Μερικές εκατοντάδες είναι πολύ περισσότερο από δυο δωδεκάδες.

πολύ περισσότερος

adjective (in greater amount)

I need a lot more flour to make this dough.

πολύ περισσότερος

adjective (in greater number)

A lot more people are taking up cycling these days.

πολύ περισσότερο

adverb (to greater degree)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Your foot bends a lot more when you run.

πολύ ωραία, πολύ καλά

noun (informal ([sth] very entertaining) (διασκέδαση: πέρασα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Thank you for inviting me to your party. I had a lot of fun.

πάρα πολλοί

expression (informal (large quantity)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
There are an awful lot of violets growing among the rhubarb.

υπαίθρια έκθεση αυτοκινήτων

noun (car sales area)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That vehicle dealership has a huge car lot.

κάνω μεγάλο κόπο

verbal expression (make a special effort to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I went to a lot of trouble to prepare a special dinner.

έχω να κάνω με κτ

verbal expression (be due to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His success has a lot to do with his father's business connections.
Η επιτυχία του έχει να κάνει με τις επαγγελματικές διασυνδέσεις του πατέρα του.

έχω πολλά να πω για κτ

verbal expression (openly share one's opinions on)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As a working mother, she has a lot to say about childcare facilities and unpaid, unscheduled overtime.

έναν σωρό πράγματα

noun (articles bought together) (καθομ: διαφορετικά πράγματα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They bought a job lot for a very good price.

αριθμός παρτίδας

noun (digits used to identify a batch)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Make sure all your skeins of yarn have the same lot number; otherwise there may be color variations.

τυχαίο ποσό

noun (stock trading: non-standard amount) (χρηματιστήριο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There are a few odd lots on offer, but nothing substantial.

αρκετός

pronoun (much, many)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is quite a lot of rice left in the pot, and you are welcome to have more.
Έχει μείνει αρκετό ρύζι στην κατσαρόλα και μπορείς ελεύθερα να φας κι άλλο.

τόσο πολύ

adverb (to so great a degree)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τόσο συχνά

adverb (so frequently)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He does that such a lot--I wish he'd stop.

τόσο πολλοί

preposition (so many)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
There are such a lot of applicants this year, it will be hard to get in.

είμαι από τους καλύτερους

verbal expression (informal (be among the best)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευχαριστώ πολύ

interjection (informal (thank you)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thanks a lot for all your help.

Αυτό λέει πολλά.

interjection (informal, figurative (This indicates great size or achievement, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όλα

noun (informal (everything, all of it)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I had to buy the lot just to get the green hat. I went to fetch a biscuit but someone had eaten the lot!

έκταση για φύτεμα δέντρων

noun (US (area for planting trees) (με χρηστικό σκοπό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lot στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lot

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.