Τι σημαίνει το ball στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ball στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ball στο Αγγλικά.

Η λέξη ball στο Αγγλικά σημαίνει μπάλα, μπάλα, μπάλα, μήλο, μήλο, βλήμα, κουβάρι, χορός, μπάλα, μπάλα, ball, μπολ, αρχίδι, αρχίδια, κάκαλα, πηδάω, γαμάω, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω μούσκεμα, το παιχνίδι έχει αλλάξει, μπάλα, ζυγός, το στεφάνι μου, ρουλεμάν, κουζινέτο, ρουλεμάν, κουζινέτο, το παιδί που μαζεύει τα μπαλάκια του τένις, το παιδί που μαζεύει τις μπάλες, ομάδα μπέιζμπολ, παιχνίδι που παίζεται με μπάλα, αγώνας μπέιζμπολ, αρμός, άρθρωση, αστραπή σε σχήμα μπάλας, σφαιρόμυλος, μπάλα από φωτιά, δυναμικός, δραστήριος, κουβάρι κλωστής, κουβάρι, βαλβίδα με σφαιρίδιο, σφαιροειδής άρθρωση, σφαιρική άρθρωση, τσούγδω, αυστηρός, φλοτέρ, στιλό διαρκείας, τζόκεΐ, μπάλα θαλάσσης, σε μειονεκτική θέση, καλλονή, πεντάμορφη, μπότσε, μπάλα του μπόουλινγκ, μπάλα του μπόουλινγκ, φιλανθρωπικός χορός, βαμβάκι σε μπάλες, μπαμπάκι σε μπάλες, μπάλα κροκέ, κρυστάλλινη σφαίρα, λευκή μπάλα, μπαλιά με φάλτσο, βολή με φάλτσο, <div>κάτι απροσδόκητο, κάτι αναπάντεχο</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, κάτι παραπλανητικό, μήλα, τα θαλασσώνω, επανεκκίνηση με χτύπημα για πάσα, η μπάλα με το νούμερο 8, 1/8 της ουγγιάς, μπαλιά του μπέιζμπολ που πηγαίνει ψηλά στον αέρα, μπάλα, μπάλα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ξεκινώ, αρχίζω, μπαλάκι του γκολφ, μπάλα στο έδαφος, γλεντώ, διασκεδάζω, μπάλα ταχυδακτυλουργού, τζάμπ μπολ, τζάμπολ, χορός μεταμφιεσμένων, χορός μεταμφιεσμένων, κεφτές, ανόητος, ιατρική μπάλα, ναφθαλίνη, σε εγρήγορση, παίζω με τη μπάλα, παίζω με τη μπάλα με κπ, συνεργάζομαι, συνεργάζομαι με κπ, μπάλα μπιλιάρδου, λαστιχένια μπάλα, κάνω σναπ, σαλιωμένο χαρτάκι, μπάλα την οποία έχει φτύσει και υγράνει ο αθλητής, μπαλάκι του τένις, όλο το πακέτο, ξαφνιάζω, τη φέρνω σε κπ, μπάλα κατεδάφισης, σφαίρα κατεδάφισης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ball

μπάλα

noun (small: tennis, baseball)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Throw me the ball.
Πέτα μου το μπαλάκι.

μπάλα

noun (large: basketball, football)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That soccer player controls the ball amazingly well.
Ο ποδοσφαιριστής κοντρολάρισε φανταστικά την μπάλα.

μπάλα

noun (sphere)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cone had two balls of ice cream in it.
Το χωνάκι είχε δύο μπάλες παγωτού.

μήλο

noun (part of foot at base of big toe) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He stood on the balls of his feet, ready to move.

μήλο

noun (base of thumb) (μεταφορικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The ball of my thumb hurts while I'm playing the violin.

βλήμα

noun (cannonball)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The naval frigate fired both ball and grapeshot at the sails of the enemy ship.

κουβάρι

noun (wool, etc. wound into ball)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He knitted the ball of wool into a cap and mittens.

χορός

noun (formal dance)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She bought a formal dress for the Christmas Ball.

μπάλα

noun (bowling, billiards: hard ball)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He hit the cue ball as hard as he could.

μπάλα

noun (game using a ball) (μόνο για ποδόσφαιρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Let's play ball - we should have started ten minutes ago!

ball, μπολ

noun (baseball: not swung at) (άστοχη ρίψη μπέιζμπολ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The pitch was too high and was called a ball by the umpire.

αρχίδι

plural noun (slang, vulgar (testicles) (όρχις, χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When he grabbed me I gave him a good kick in the balls and ran like hell.
Του έπιασε τα παπάρια και τα ζούληξε.

αρχίδια, κάκαλα

plural noun (vulgar, slang (courage, daring) (καθομιλουμένη χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I don't have the balls for skydiving.

πηδάω, γαμάω

transitive verb (US, vulgar, slang (have sex with) (καθομιλουμένη χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hot kisses made him want to ball her.

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω μούσκεμα

phrasal verb, transitive, separable (slang (do [sth] badly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've really balled up my computer this time; I'll have to call tech support.

το παιχνίδι έχει αλλάξει

noun (US, informal, figurative (changed situation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That puts matters in a different light. It's a brand new ball game now.

μπάλα

noun (ball chained to prisoner's leg) (στα πόδια κρατουμένου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζυγός

noun (figurative (restraint, obstacle) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

το στεφάνι μου

noun (slang (wife) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρουλεμάν, κουζινέτο

noun (metal bearing with ball)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
These ball bearings contain two rows of balls side by side.

ρουλεμάν, κουζινέτο

noun (metal ball in bearing)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The ball bearings rotate in the hub of the wheel.

το παιδί που μαζεύει τα μπαλάκια του τένις

noun (tennis: boy who recovers ball)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The ball boys dart out from the sidelines to take stray balls off the tennis court.

το παιδί που μαζεύει τις μπάλες

noun (baseball: catches foul balls)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ομάδα μπέιζμπολ

noun (professional baseball team)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Whether the player will remain with the ball club is uncertain.

παιχνίδι που παίζεται με μπάλα

noun (sport played with ball)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
No ball games are allowed in this park.

αγώνας μπέιζμπολ

noun (US, informal (baseball match)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
When my dad takes me to a ball game, he always buys me a hot dog.

αρμός

noun (structure: movable connection)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I need to replace my ball joints but finding replacement parts is difficult for a car that old.

άρθρωση

noun (bones: movable articulation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αστραπή σε σχήμα μπάλας

noun (ball-shaped lightning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σφαιρόμυλος

(grinding mill)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπάλα από φωτιά

noun (fireball)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We heard the explosion, then saw a great ball of fire shooting to the sky. The propane tanker exploded into a great ball of fire.
Ακούσαμε την έκρηξη και έπειτα είδαμε μια μεγάλη μπάλα από φωτιά να ανεβαίνει στον ουρανό. Το βυτιοφόρο προπανίου εξερράγη σε μια μεγάλη μπάλα από φωτιά.

δυναμικός, δραστήριος

noun (figurative (dynamic person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My aunt is always busy; she's a real ball of fire.

κουβάρι κλωστής

noun (thin fibre wound into a ball)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's hard to crochet when the kitten keeps playing with the ball of thread.

κουβάρι

noun (wool, etc., wound into a ball) (μαλλί, κτλ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My kitten loves to play with a ball of yarn.

βαλβίδα με σφαιρίδιο

noun (flow controlled by ball)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σφαιροειδής άρθρωση

noun (anatomy: type of joint)

σφαιρική άρθρωση

noun (joint connecting rods, pipes etc.)

τσούγδω

noun (figurative, informal (woman threatening to men) (αργκό, υβριστικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυστηρός

noun (figurative, informal (strict disciplinarian)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φλοτέρ

noun (water-level ball in a cistern)

στιλό διαρκείας

noun (pen with rolling ball bearing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would rather use a fountain pen than a ballpoint pen.
Προτιμώ να χρησιμοποιώ πένα παρά στιλό διαρκείας.

τζόκεΐ

noun (peaked sports hat)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The girl wore a baseball cap bearing the logo of her favorite team.

μπάλα θαλάσσης

noun (toy: inflatable ball)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The children were playing with a beach ball.

σε μειονεκτική θέση

expression (US, figurative (at a disadvantage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The university is behind the eight ball when it comes to attracting international students.

καλλονή, πεντάμορφη

noun (dated (most charming girl present) (η ομορφότερη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When she was younger she was the belle of the town.
Στα νιάτα της ήταν καλλονή (or: πεντάμορφη).

μπότσε

noun (ball sport)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The men were playing bocce in the park.

μπάλα του μπόουλινγκ

noun (large: for tenpins)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bowling ball was so heavy that I thought I would drop it on my toes.
Η μπάλα του μπόουλινγκ ήταν τόσο βαριά που νόμισα ότι θα την αφήσω να πέσει στα δάχτυλα των ποδιών μου.

μπάλα του μπόουλινγκ

noun (small: for lawn bowls)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φιλανθρωπικός χορός

noun (formal dance for charitable cause)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The police held a charity ball to raise money for the local orphanage.

βαμβάκι σε μπάλες, μπαμπάκι σε μπάλες

noun (fluffy fiber ball)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I use a cotton ball to apply nail polish remover.

μπάλα κροκέ

noun (sport: wooden ball used in croquet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Thelma used her mallet to send the croquet ball flying over the fence!

κρυστάλλινη σφαίρα

noun (glass ball used to predict future)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fortune-teller gazed into the crystal ball.

λευκή μπάλα

noun (snooker, pool: white ball) (μπιλιάρδο)

In pool, you hit the coloured balls with the white cue ball.

μπαλιά με φάλτσο, βολή με φάλτσο

noun (baseball: pitched ball that spins) (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div>κάτι απροσδόκητο, κάτι αναπάντεχο</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

noun (US, informal, figurative ([sth] unexpected)

κάτι παραπλανητικό

noun (US, informal, figurative ([sth] misleading)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μήλα

noun (US (American ball game) (παιχνίδι)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I always hated dodgeball, especially after the ball hit me in the face.
Ποτέ δεν μου άρεσε να παίζω μήλα, ειδικά από τότε που η μπάλα με χτύπησε στο πρόσωπο.

τα θαλασσώνω

verbal expression (figurative (fail to do one's part) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The company dropped the ball when the product was late in reaching some key markets.

επανεκκίνηση με χτύπημα για πάσα

noun (soccer: restart)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The referee restarted the game with a dropped-ball.

η μπάλα με το νούμερο 8

noun (ball in billiards, pool) (μπιλιάρδο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

1/8 της ουγγιάς

noun (informal (amount of an illegal drug) (ναρκωτικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μπαλιά του μπέιζμπολ που πηγαίνει ψηλά στον αέρα

noun (baseball batted high into the air)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπάλα

noun (sports: round ball)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He kicked the football into the goal.
Κλώτσησε την μπάλα στα δίχτυα.

μπάλα

noun (sports: oblong ball)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He threw the football to his friend.
Πέταξε την μπάλα στο φίλο του.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (baseball: ball out of bounds)

It appeared to be a home run, but the umpire ruled that it was a foul ball.

ξεκινώ, αρχίζω

verbal expression (figurative (initiate [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπαλάκι του γκολφ

noun (small white ball used in golf)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When he went golfing he hit the golf ball into the water.

μπάλα στο έδαφος

noun (baseball: rolling ball) (μπέιζμπολ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γλεντώ, διασκεδάζω

verbal expression (informal (enjoy oneself immensely) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Thank you for a wonderful party; we all had a ball!

μπάλα ταχυδακτυλουργού

noun (soft ball used for juggling)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The clown dropped the juggling ball.

τζάμπ μπολ, τζάμπολ

noun (in basketball) (σπορ, καλαθοσφαίριση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As the two players were struggling to gain possession of the ball, the referee called a jump ball.

χορός μεταμφιεσμένων

noun (dance where costumes are worn)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
We went to the masked ball as Pierrot and Pierrette.

χορός μεταμφιεσμένων

noun (masked dance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
For New Year's the Smiths held a masquerade ball at their country home.

κεφτές

noun (food: ground meat)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My favorite food as a child was spaghetti and meatballs.

ανόητος

noun (US, Can, informal (foolish person)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Don't be such a meatball; if you do that, you're going to get in trouble.

ιατρική μπάλα

noun (ball used in weight training) (γυμναστική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The physical therapist had her use a medicine ball to strengthen her abdomen.

ναφθαλίνη

noun (usually plural (pesticide for clothing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Before storing the box of clothing, we added mothballs to protect its contents.

σε εγρήγορση

adverb (figurative, informal (alert)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You need to be on the ball to spot the best bargains.

παίζω με τη μπάλα

(throw, catch a ball)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Shall we play ball in the park?
Θες να παίξουμε με τη μπάλα στο πάρκο;

παίζω με τη μπάλα με κπ

verbal expression (throw, catch a ball with [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My son often plays ball with the boy from next door.

συνεργάζομαι

(figurative (co-operate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The deal's off - John won't play ball.
Η συμφωνία είναι άκυρη. Ο Τζον δε συνεργάζεται.

συνεργάζομαι με κπ

verbal expression (figurative (co-operate with [sb])

The company needs smart people who can play ball with our software development team.

μπάλα μπιλιάρδου

noun (ball used in game of billiards)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pool ball rolled into the pocket.

λαστιχένια μπάλα

noun (bouncy ball made of rubber)

κάνω σναπ

verbal expression (American football: make the first pass) (αμερικάνικο φούτμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σαλιωμένο χαρτάκι

noun (paper chewed and spat) (παιχνίδι με φυσοκάλαμο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπάλα την οποία έχει φτύσει και υγράνει ο αθλητής

noun (baseball: ball dampened with spit) (μπέιζμπολ: παράβαση)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπαλάκι του τένις

noun (rubber ball used in tennis)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

όλο το πακέτο

noun (US, slang (everything) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Give me a shampoo, haircut, permanent, and facial; I want the whole ball of wax.

ξαφνιάζω

verbal expression (US, informal, figurative (do [sth] unexpected)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τη φέρνω σε κπ

verbal expression (US, informal, figurative (do [sth] misleading) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπάλα κατεδάφισης, σφαίρα κατεδάφισης

noun (demolition tool)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ball στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ball

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.