Τι σημαίνει το bunch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bunch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bunch στο Αγγλικά.

Η λέξη bunch στο Αγγλικά σημαίνει τσαμπί, τσαμπί, μάτσο, μάτσο, παρέα, μαζεύομαι, μαζεύομαι, σουρώνω, κάμποσος, μπόλικος, πολλά, κάμποσοι, μπόλικοι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, ζαρώνω, μπουκέτο λουλούδια, γαρύφαλλο των ποιητών, Ευχαριστώ πολύ, Ευχαριστώ πάρα πολύ, Χίλια ευχαριστώ, Να 'σαι καλά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bunch

τσαμπί

noun (bananas, grapes: clump)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ian tore a banana off the bunch and began to peel it.
Ο Ίαν έκοψε μια μπανάνα από το τσαμπί και άρχισε να την ξεφλουδίζει.

τσαμπί

noun (bananas, grapes: clump)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Marcy had toast and a small bunch of grapes for breakfast.
Η Μάρσι έφαγε τοστ κι ένα μικρό τσαμπί σταφύλια για πρωινό.

μάτσο

noun (collection: of keys, etc.) (πχ λουλούδια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The smallest key on the bunch opens my jewelry box.
Το κουτί με τα κοσμήματά μου ανοίγει με το μικρότερο κλειδί στην αρμαθιά.

μάτσο

noun (collection: of keys, etc.) (πχ λουλούδια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The prison guard had a bunch of keys dangling from his belt.
Μια αρμαθιά κλειδιά κρεμόταν από τη ζώνη του φρουρού της φυλακής.

παρέα

noun (informal (group of people)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tell that bunch over there that the store is closing in ten minutes.
Πες σε εκείνη εκεί την παρέα ότι το μαγαζί κλείνει σε δέκα λεπτά.

μαζεύομαι

intransitive verb (clump together)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The leaves in the pond are bunching together.

μαζεύομαι, σουρώνω

intransitive verb (garment: gather into folds)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Your dress is bunching at the back.
Το φόρεμά σου σουρώνει (or: μαζεύεται) στο πίσω μέρος.

κάμποσος, μπόλικος

noun (US, figurative, slang (large amount of [sth]) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I've got a bunch of work to do today.

πολλά

noun (US, figurative, slang (a lot)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
I learned a bunch from that painting demonstration.

κάμποσοι, μπόλικοι

noun (US, figurative, informal (large number of [sth]) (καθομιλουμένη, μόνο πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Take as many beers as you like; I've got a bunch of them.
Πάρε όσες μπύρες θες, έχω κάμποσες.

μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι

phrasal verb, intransitive (form a clump)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The frightened goats bunched together in the pasture.

συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι

phrasal verb, intransitive (gather into tight group)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cyclists had bunched up as they approached a sharp bend in the road.

ζαρώνω

phrasal verb, intransitive (fabric: gather into folds)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The dress didn't fit Sophie because it bunched up at the back.

μπουκέτο λουλούδια

noun (floral bouquet)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He brought her a bunch of flowers on their first date.

γαρύφαλλο των ποιητών

noun (flowering plant)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ευχαριστώ πολύ, Ευχαριστώ πάρα πολύ, Χίλια ευχαριστώ, Να 'σαι καλά

interjection (mainly US, ironic, slang (thank you very much) (ειρωνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thanks a bunch for driving off and leaving me to stand in the rain.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bunch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bunch

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.