Τι σημαίνει το jugar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης jugar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jugar στο ισπανικά.
Η λέξη jugar στο ισπανικά σημαίνει παίζω, παίζω, παίζω, παίζω, χαζολογώ, χαζεύω, παίζω, παίζω, ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω, τζογάρω, τζογάρω, στοιχηματίζω, παιδιαρίζω, στοιχηματίζω, ποντάρω, κάνω πλάκα, στοιχηματίζω, παίζω, που παίζει, παίζω, στοιχηματίζω, παίζω μαζί με κάποιον, παίζω, διπλή ζωή, παίζω, παίζω με κτ, διπρόσωπος, η χρήση αμφιλεγόμενων μεθόδων που όμως δεν είναι αντίθετες προς τους κανόνες του παιχνιδιού, ποδοσφαιρικά ρούχα, let's play, κάνω πολλές σχέσεις, παίζω με τη φωτιά, παίζω τα χαρτιά μου, ο χρόνος μου είναι μετρημένος, ό,τι στοίχημα θες, παίζω ρόλο, συμμετέχω, παίζω σύμφωνα με τους κανόνες, παριστάνω τον Θεό, παίζω ρώσικη ρουλέτα, παίζω το ρόλο, φλερτάρω με την καταστροφή, παίζω βρόμικα, παίζω κυνηγητό, δημιουργώ άδικο πλεονέκτημα, ξεγελώ, χτυπάω κάτω από τη ζώνη, χτυπώ κάτω από τη ζώνη, κλέβω, παίζω δίκαια, παίζω με κτ, παίζω άσχημα, παίζω κακά, δοκιμάζω τα όριά μου, παίζω με τη μπάλα, πετάω τη μπάλα και μου τη φέρνει πίσω, παίζω σπιτάκια, πειράζω, παίζω εναντίον, παίζω με αντίπαλο, παριστάνω, προσποιούμαι, καμώνομαι, παίζω για, κάνω πουστιά, -, παίζω με τη μπάλα με κπ, φέρνω κπ/κτ σε μειονεκτική θέση, παίζω σύμφωνα με τους κανόνες, παίζω γκολφ, δεν κλέβω, φλερτάρω με κτ, στοιχηματίζω σε κτ, παίζω με κτ, παίζω με κτ, μαρκάρω στενά, παριστάνω ότι κάνω κτ, παίζω σύμφωνα με τους κανόνες, παίζω μπόουλινγκ, παίζω με κπ/κτ, παίζω με κπ/κτ, ασχολούμαι με κτ, συνεργάζομαι, προσποιούμαι ότι είμαι κπ/κτ, υποκρίνομαι ότι είμαι κπ/κτ, παίζω, πειράζω, παίζω με κπ, παίζω με κτ, βάζω κπ στον πάγκο, ρισκάρω, παραβγαίνω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κάνω κπ το παιχνιδάκι μου, παίζω τη γάτα και το ποντίκι με κπ, παίζω, παίζω ως λήπτης, είμαι λήπτης, απατώ, παίζω ένα συγκεκριμένο είδος χόκεϋ επί πάγου, παίζω αμυντικά, παίζω με κτ, πάω μια κόντρα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, παίζω με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης jugar
παίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los niños están jugando. Τα παιδιά παίζουν. |
παίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Es tu turno para jugar. Είναι σειρά σου να παίξεις. |
παίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nos gustaría jugar también. Θέλουμε και εμείς να παίξουμε. |
παίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χαζολογώ, χαζεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Como tenemos mucho trabajo que hacer, no hay tiempo para jugar. |
παίζω(informal, figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ojalá Derek dejara de jugar y tomara un decisión sobre sus intenciones. |
παίζωverbo intransitivo (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los chicos pasaron la tarde jugando. Τα παιδιά πέρασαν το απόγευμά τους παίζοντας. |
ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jugué todo mi dinero en el casino. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Διακινδύνεψε τη ζωή του στη θάλασσα, προσπαθώντας να σώσει τον άγνωστο. |
τζογάρωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vamos a jugar a Las Vegas una vez al año. |
τζογάρω, στοιχηματίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Raramente apuesto, pero no pude evitar hacer una apuesta por ese caballo. |
παιδιαρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
στοιχηματίζω, ποντάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mujer apostó los ahorros de toda su vida en el casino y perdió todo. |
κάνω πλάκα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No lo dije en serio, sólo bromeaba. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Έιμι απλά αστειευόταν με τους φίλους της, αλλά βρήκε τον μπελά της γι' αυτό στο σχολείο. |
στοιχηματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η απόδοση είναι 11/2 άρα αν στοιχηματίσεις 2 λίρες και το άλογό σου κερδίσει θα πάρεις 11 λίρες. |
παίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los niños jugueteaban en el patio. |
που παίζει(ανεπίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bajar la tasa de interés es una de las ideas que todavía está en juego. Η μείωση των επιτοκίων είναι ανάμεσα στις ιδέες που παίζουν ακόμα. |
παίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Quién quiere jugar al tenis? Ποιος θέλει να παίξει τένις; |
στοιχηματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gusta jugar a los caballos. |
παίζω μαζί με κάποιον
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nadie quiere jugar contra él porque nunca pierde. Κανείς δεν θέλει να τον παίξει γιατί δεν χάνει ποτέ. |
παίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vamos a jugar a la casita. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ας παίξουμε τις πριγκίπισσες! |
διπλή ζωή(μεταφορικά) |
παίζω(con algo) (μεταφορικά: με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El hombre estaba claramente nervioso; no hacía más que juguetear con los objetos de su mesa. Ο άντρας ήταν σαφέστατα νευρικός· συνέχεια έπαιζε με τα πράγματα στο γραφείο του. |
παίζω με κτ(μεταφορικά) Cuando su auto no quiso arrancar, supo que su hijo había estado toqueteando el motor. |
διπρόσωπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
η χρήση αμφιλεγόμενων μεθόδων που όμως δεν είναι αντίθετες προς τους κανόνες του παιχνιδιού(κυρ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ποδοσφαιρικά ρούχα
|
let's playexpresión (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κάνω πολλές σχέσεις(AR: coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Simon se ganó una reputación de jugar a varias puntas. |
παίζω με τη φωτιά(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los usuarios de computadora juegan con fuego si no mantienen actualizado su antivirus. |
παίζω τα χαρτιά μουlocución verbal (figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si juega bien sus cartas, podría terminar en Nueva York. Αν το παίξει σωστά, μπορεί να καταφέρει να πάει στη Νέα Υόρκη. |
ο χρόνος μου είναι μετρημένος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si continuas fumando, estarás viviendo tiempo prestado dentro de poco. |
ό,τι στοίχημα θεςlocución verbal (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puedes jugarte hasta el último chavo que volveré a casa a tiempo para la cena. |
παίζω ρόλο, συμμετέχωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Varios de los leales a Nixon jugaron un rol en el escándalo de Watergate. Αρκετοί υποστηρικτές του Νίξον έπαιξαν ρόλο στο σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ. |
παίζω σύμφωνα με τους κανόνες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jueguen respetando las reglas del juego que se definen debajo. |
παριστάνω τον Θεόlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω ρώσικη ρουλέταlocución verbal (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Conducir borracho es jugar a la ruleta rusa con la vida de otras personas. |
παίζω το ρόλοverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En la escena, el policía juega el papel de cómplice del robo. |
φλερτάρω με την καταστροφή(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Acostarte con la mejor amiga de tu esposa es jugar con fuego. |
παίζω βρόμικαlocución verbal (coloquial) (μεταφορικά, καθομ) Si sigue jugando sucio, lo van a descalificar del partido. |
παίζω κυνηγητόlocución verbal (CR) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡Chiquillos, juguemos la anda! |
δημιουργώ άδικο πλεονέκτημαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεγελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χτυπάω κάτω από τη ζώνη, χτυπώ κάτω από τη ζώνη(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κλέβω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No me gusta jugar a las cartas con Aaron porque hace trampa. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Άντα πάντα αντέγραφε (or: έκανε σκονάκι) στις ετήσιες εξετάσεις στο σχολείο. |
παίζω δίκαια
El trabajo de un árbitro es asegurarse de que ambos equipos jueguen limpio. |
παίζω με κτ
Lucy estaba jugando con su muñeca preferida. Η Λούσι έπαιζε με την αγαπημένη κούκλα της. |
παίζω άσχημα, παίζω κακά(carta, baza, juego) (σε σπορ) |
δοκιμάζω τα όριά μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los adolescentes jugaron a cobarde, gallina, manejando sus coches directamente uno contra el otro. |
παίζω με τη μπάλαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Jugamos a la pelota en el parque? Θες να παίξουμε με τη μπάλα στο πάρκο; |
πετάω τη μπάλα και μου τη φέρνει πίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Trata de jugar a lanzarle la pelota a tu perro todas las mañanas. |
παίζω σπιτάκιαlocución verbal (παιχνίδι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πειράζω(coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alguien ha metido mano en el proyector y ahora no anda. |
παίζω εναντίον, παίζω με αντίπαλο
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cada vez que juego contra Tom me gana. |
παριστάνω, προσποιούμαι, καμώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los niños están jugando a doctores y enfermeras. Τα παιδιά παριστάνουν τους γιατρούς και τις νοσοκόμες. |
παίζω για
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) David Beckham juega para su país. |
κάνω πουστιάlocución verbal (CL) (αργκό, χυδαίο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me jugó chueco no poniendo mi nombre en el informe. |
-locución verbal (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ya me he cansado de que Kevin juegue al golf; parece ser que es lo único que hace últimamente. Με έχει κουράσει ο Κέβιν και το γκολφ του· τελευταία μόνο με αυτό φαίνεται να ασχολείται. |
παίζω με τη μπάλα με κπlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φέρνω κπ/κτ σε μειονεκτική θέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίζω σύμφωνα με τους κανόνες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Al principio del juego, el referí recordó a los jugadores que debían respetar las reglas. |
παίζω γκολφlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mientras que Jerry juega al golf, su esposa juega al tenis. Όταν ο Τζέρυ παίζει γκολφ, η σύζυγός του παίζει τέννις. |
δεν κλέβω(μεταφορικά: σε παιχνίδι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Juega limpio! ¡Quítate ese as de la manga! |
φλερτάρω με κτ(μεταφορικά) Steve jugaba con la idea de dejar su trabajo y viajar alrededor del mundo. Ο Στίβ φλέρταρε με την ιδέα να αφήσει τη δουλειά του και να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. |
στοιχηματίζω σε κτ
Alan es adicto a la adrenalina que le da apostar en los dados. |
παίζω με κτ
El perro estaba jugando con un palo que encontró en el suelo. |
παίζω με κτ
Los niños estaban jugando con fósforos y accidentalmente prendieron fuego la casa. |
μαρκάρω στενά
Sal a la cancha y juégale con aspereza a su mejor jugador, pero no dejes que te cobren ninguna infracción. |
παριστάνω ότι κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Verónica jugó a darle de comer a sus muñecas. Η Βερόνικα παρίστανε ότι τάιζε τούρτα στις κούκλες της. |
παίζω σύμφωνα με τους κανόνεςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Es mejor jugar limpio si quieres llevarte bien con los del trabajo. |
παίζω μπόουλινγκ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nos gusta jugar a los bolos los miércoles por la noche. Μας αρέσει να παίζουμε μπόουλινγκ τα βράδια της Τετάρτης. |
παίζω με κπ/κτ(μεταφορικά) Alice dijo que amaba a Brian, pero solo estaba jugando con sus sentimientos. Η Άλις είπε ότι αγαπούσε τον Μπράιν, αλλά απλά έπαιζε με την αγάπη του. |
παίζω με κπ/κτ(μεταφορικά) |
ασχολούμαι με κτ
Le gusta jugar con botes. Του άρεσε να ασχολείται με σκάφη. |
συνεργάζομαιlocución verbal (figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Para superar esta crisis todos los departamentos tienen que jugar en equipo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η συμφωνία είναι άκυρη. Ο Τζον δε συνεργάζεται. |
προσποιούμαι ότι είμαι κπ/κτ, υποκρίνομαι ότι είμαι κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ella jugaba a ser una princesa. |
παίζω(μεταφορικά) Ian no estaba realmente comiendo; solo estaba jugando con la comida. Ο Ίαν δεν έτρωγε πραγματικά· απλά έπαιζε με το φαγητό του. |
πειράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡No juegues con esos papeles! Los acabo de ordenar. Μην πειράζεις αυτά χαρτιά, μόλις τα έβαλα στη σειρά. |
παίζω με κπ(μεταφορικά, καθομ) Si fuera tú yo no jugaría con ella. Tiene un temperamento muy desagradable. Δεν θα έπαιζα μαζί της στη θέση σου. Είναι πολύ οξύθυμη. |
παίζω με κτ(μτφ: αδιάφορα, αφηρημένα) ¡Haz el favor de dejar de jugar con tu pelo! Σε παρακαλώ σταμάτα να παίζεις με τα μαλλιά σου! |
βάζω κπ στον πάγκο
Una lastimadura en la rodilla no dejó jugar a la estrella del equipo. |
ρισκάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hughes acusó al Gobierno de permitir a los banqueros jugar con el futuro de la gente. Ο Χιου κατηγόρησε την κυβέρνηση πως άφησε τους τραπεζίτες να παίξουν με το μέλλον του κόσμου. |
παραβγαίνω(με κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los niños hicieron carreras uno contra el otro colina abajo. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
κάνω κπ το παιχνιδάκι μουlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίζω τη γάτα και το ποντίκι με κπlocución verbal (estrategia) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίζω(deporte) (αθλητισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El novato ansiaba jugar de titular en el gran juego. |
παίζω ως λήπτης, είμαι λήπτηςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jennifer juega de catcher hoy en el partido de softball. |
απατώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίζω ένα συγκεκριμένο είδος χόκεϋ επί πάγουlocución verbal (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παίζω αμυντικάlocución verbal (κρίκετ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίζω με κτ(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Qué cruel es, jugando con mis sentimientos de esa manera. Είναι πολύ σκληρός για να παίζει με τα αισθήματά μου με τέτοιο τρόπο. |
πάω μια κόντρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Te echo una carrera hasta la esquina! Παραβγαίνουμε μέχρι τη γωνία; |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
El comerciante intenta jugar al alzar en esta compañía. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>locución verbal |
παίζω με κτ(μεταφορικά) Ben se pasó la tarde divirtiéndose con su nueva cámara. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jugar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του jugar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.