Τι σημαίνει το jugador στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης jugador στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jugador στο ισπανικά.
Η λέξη jugador στο ισπανικά σημαίνει παίκτης, παίκτρια, παίκτης, παίκτρια, τζογαδόρος, παίζω, τζογαδόρος, παίχτης, παίκτης, παίκτης, ποδοσφαιριστής, νέο απόκτημα, τζογαδόρος, ποδοσφαιριστής, ποδοσφαιρίστρια, παίκτης μπέιζμπολ, παίκτης βόλεϊ, παίκτρια βόλεϊ, παίκτης γκολφ, παίκτρια γκολφ, παίκτης του κρίκετ, παίκτρια του κρίκετ, παίκτης του μπέιζμπολ, παίκτης βάσης, αμυντικός, που παίζει ζάρια, παιδί που παίζει μπέιζμπολ στην αλάνα, παίκτης σκραμπλ, μπασκετμπολίστας, εθισμένος στα τυχερά παιχνίδια, παίκτης χόκεί, αθλητής πινγκ-πονγκ, παίκτης τένις, παίκτες που αντικαθιστούν τους δεύτερους αναπληρωματικούς, playmaker, σκακιστής, σκακίστρια, μεγάλος τζογαδόρος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, παίκτης του μπόουλινγκ, παίκτρια του μπόουλινγκ, παίκτης κέρλινγκ, παίκτρια κέρλινγκ, που μπορεί να ξεφεύγει, ανίκανος, επιθετικός παίκτης, επιθετικός παίκτης, αμυντικός παίκτης ράγκμπι, παίκτης χωρίς συμβόλαιο, παίκτης αμερικανικού ποδοσφαίρου, σέρβερ, ρίπτης, ρίπτρια, επιθετικός, διεθνής, πολυτιμότερος παίκτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης jugador
παίκτης, παίκτριαnombre masculino, nombre femenino (αθλητικά) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Hay cinco jugadores en la cancha siempre. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στο γήπεδο είναι πέντε παίκτες τη φορά. |
παίκτης, παίκτριαnombre masculino, nombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Hay jugadores en el hipódromo que apuestan en todas las carreras. |
τζογαδόρος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Terry es un apostador y pasa todo su tiempo libre en las carreras. |
παίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Era un especulador de bolsa y un inversor serio. Έπαιζε στο χρηματιστήριο, επένδυε μεγάλα ποσά. |
τζογαδόροςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Es un jugador, ha perdido todo su sueldo en el casino. |
παίχτης, παίκτηςnombre masculino (deportes) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un jugador de la defensa sube para intentar marcar. Ένας παίκτης της άμυνας προωθείται για να προσπαθήσει να σκοράρει. |
παίκτηςnombre masculino, nombre femenino (τυχερά παιχνίδια) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ποδοσφαιριστήςnombre masculino, nombre femenino (de fútbol americano) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Algunos jugadores profesionales cobran sumas de dinero ridículas. |
νέο απόκτημα(deporte) El equipo recibió al nuevo jugador. |
τζογαδόρος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ποδοσφαιριστής, ποδοσφαιρίστρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) El futbolista era millonario cuando se retiró a los 35. |
παίκτης μπέιζμπολ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El deportista del que hablas es un beisbolista retirado. |
παίκτης βόλεϊ, παίκτρια βόλεϊ
|
παίκτης γκολφ, παίκτρια γκολφ(profesional) Sean espera convertirse en un golfista profesional cuando sea mayor. |
παίκτης του κρίκετ, παίκτρια του κρίκετlocución nominal masculina |
παίκτης του μπέιζμπολ
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
παίκτης βάσης(béisbol) (1ης, 2ης βάσης κ.λπ) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αμυντικός(béisbol) (αθλητισμός) |
που παίζει ζάρια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παιδί που παίζει μπέιζμπολ στην αλάνα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παίκτης σκραμπλ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μπασκετμπολίστας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) ¡Es un muy buen jugador de baloncesto! |
εθισμένος στα τυχερά παιχνίδια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Marcos, un jugador compulsivo, perdió toda su herencia en las carreras. |
παίκτης χόκεί
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los hermanos eran ambos jugadores de hockey: el hermano jugaba al hockey sobre hielo, y la hermana jugaba hockey sobre césped. |
αθλητής πινγκ-πονγκ
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παίκτης τένις
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los dos jugadores de tenis dedicaron la tarde a mejorar su técnica. |
παίκτες που αντικαθιστούν τους δεύτερους αναπληρωματικούς(αμερικανικό ποδόσφαιρο) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
playmaker
(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σκακιστής, σκακίστρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
μεγάλος τζογαδόρος
|
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
El arquero no aceptó los términos de renovación de su contrato, es un jugador libre. Está en condiciones de llevar a cabo negociaciones con otros clubes, |
παίκτης του μπόουλινγκ, παίκτρια του μπόουλινγκ
|
παίκτης κέρλινγκ, παίκτρια κέρλινγκ
|
που μπορεί να ξεφεύγει(hockey) (παίκτης χόκεϋ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανίκανος(σε σπορ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιθετικός παίκτης, επιθετικός παίκτης(αμερικάνικο ποδόσφαιρο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αμυντικός παίκτης ράγκμπι(που παίζει κέντρο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
παίκτης χωρίς συμβόλαιο(αθλητικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Su contrato con los Yankees expiró, así que ahora es un jugador independiente. |
παίκτης αμερικανικού ποδοσφαίρου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σέρβερ(tenis) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) La jugadora con el saque agarró firmemente la raqueta, lanzó la pelota al aire y la golpeó con fuerza. |
ρίπτης, ρίπτρια(críquet) (κρίκετ) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
επιθετικός
|
διεθνήςlocución nominal con flexión de género (deporte) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Su hermano es un famoso jugador de rugby internacional. |
πολυτιμότερος παίκτης(deportes) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jugador στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του jugador
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.