Τι σημαίνει το drôle στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης drôle στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του drôle στο Γαλλικά.
Η λέξη drôle στο Γαλλικά σημαίνει αστείος, αστείος, περίεργος, παράξενος, διασκεδαστικός, κωμικός, τρελό γέλιο, πολύ γέλιο, άπαιχτος, για γέλια, διασκεδαστικός, κωμικός, κωμικός, ευχάριστος, διασκεδαστικός, διασκεδαστικός, διασκέδαση, παράξενος, αλλόκοτος, ιδιόρρυθμος, χιουμοριστικός, πνευματώδης, αστείος, κωμικός, εύθυμος, κωμικός, αστείος, χαβαλές, εύθυμος, ξεκαρδιστικός, πνευματώδης, έξυπνος, ευφυής, που έχει πολύ γέλιο, που έχει πολλή πλάκα, δεν είναι μικρό πράγμα, δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν είναι αστείο, διασκεδαστικός τύπος, περίεργος/αλλόκοτος/εκκεντρικός τύπος, ανέκδοτο, ξεκαρδιστικός, δεν είναι αστείος, δεν έχει πλάκα, που δεν είναι ευχαριστημένος, παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα, φρούτο, αναστάτωση, σύγχυση, φρούτο, παράξενη εξωτερική εμφάνιση, αστεία ιστορία, αστείο, ετερογενής ομάδα, ανομοιογενής ομάδα, παράξενος, είμαι αταίριαστος, ευχάριστος, ιδιόρρυθμος τύπος, απίστευτος, αταίριαστο ζευγάρι, φρούτο, ξεκαρδιστικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης drôle
αστείος(προκαλεί γέλιο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je vais vous raconter une histoire drôle (or: amusante). Θα σου πω μία διασκεδαστική ιστορία. |
αστείος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il est si drôle (or: amusant). On n'a pas arrêté de rire. Είναι τόσο αστείος! Γελούσαμε όλη την ώρα. |
περίεργος, παράξενοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est bizarre (or: étrange) de les avoir rencontrés pendant les vacances. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν είναι κουλό που σε μια τόσο μεγάλη παραλία βρεθήκαμε να καθόμαστε δίπλα την καθηγήτριά μας; |
διασκεδαστικός, κωμικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pièce était vraiment drôle mais n'a pas reçu de bonnes critiques. |
τρελό γέλιο, πολύ γέλιο(καθομιλουμένη: έχω, βγάζω) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
άπαιχτος(αργκό: τέλειος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το πάρτυ χτες βράδυ ήταν άπαιχτο! |
για γέλια
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Regarde cette coiffure ! C'est vraiment drôle ! Κοίτα αυτό το χαζό κούρεμα. Είναι για γέλια! |
διασκεδαστικός, κωμικός(amusant) (αστείος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le regarder manger est une expérience vraiment comique. Το να τον βλέπεις να τρώει είναι πραγματικά μια διασκεδαστική εμπειρία. |
κωμικός(renvoie à la comédie) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les étudiants ont fait une analyse comique de la pièce. |
ευχάριστος(un peu familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτή η ταινία ήταν ευχάριστη. |
διασκεδαστικός(un peu familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) On a joué à un jeu sympa. Παίξαμε ένα διασκεδαστικό παιχνίδι. |
διασκεδαστικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette nouvelle comédie est amusante. Η νέα κωμική παράσταση είναι διασκεδαστική. |
διασκέδαση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κάναμε πολύ κέφι στο πάρτι. |
παράξενος, αλλόκοτος, ιδιόρρυθμοςadjectif (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Son nouvel ami étrange a les cheveux orange et les ongles bleus. Ο μυστήριος καινούργιος φίλος της έχει πορτοκαλί μαλλιά και μπλε νύχια στα χέρα. |
χιουμοριστικός, πνευματώδης, αστείος, κωμικός, εύθυμος(χαρακτήρας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle est stricte avec ses élèves, mais peut aussi être très drôle. |
κωμικός, αστείος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je vais m'atteler à écrire un roman comique. Πρόκειται να δοκιμάσω να γράψω ένα κωμικό μυθιστόρημα. |
χαβαλές(familier) (αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dan est un rigolo ; c'est toujours sympa d'être avec lui. Ο Νταν είναι χαβαλές, είναι πάντα διασκεδαστικό να τον έχεις κοντά σου. |
εύθυμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξεκαρδιστικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Richard n'arrête pas de faire des blagues, il est tellement drôle ! |
πνευματώδης, έξυπνος, ευφυής(personne surtout) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η Ντέιζι είπε ένα έξυπνο ανέκδοτο με το οποίο γέλασαν όλοι. |
που έχει πολύ γέλιο, που έχει πολλή πλάκα(personne, histoire) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cette blague est désopilante ; tu dois la raconter à Jenna. |
δεν είναι μικρό πράγμα, δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν είναι αστείο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διασκεδαστικός τύπος
|
περίεργος/αλλόκοτος/εκκεντρικός τύπος(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est un original. |
ανέκδοτο(un peu familier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il a raconté une blague sur un prêtre, un rabbin, et un imam. Είπε ένα ανέκδοτο με έναν παπά, έναν ραβίνο κι έναν ιμάμη. |
ξεκαρδιστικός(familier) (πολύ αστείος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le spectacle de cette humoriste était tordant (or: trop drôle) ! |
δεν είναι αστείος, δεν έχει πλάκαadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν είναι ευχαριστημένοςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Chose étonnante, je n'avais jamais mis les pieds dans une église avant aujourd'hui. |
φρούτο(figuré : personne bizarre) (μεταφορικά, καθομ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αναστάτωση, σύγχυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une fois découverts, nos mensonges nous ont vraiment mis dans un joli pétrin ! // Regarde ce que tu as fait ! Tu nous as mis dans un joli pétrin (or: drôle de pétrin) ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα ψέμματα που είπαμε μας έβαλαν σε μεγάλο μπέρδεμα όταν έμαθαν όλοι την αλήθεια. Τώρα το έκανες. Κοίτα σε τι μπέρδεμα μας έβαλες. |
φρούτο(familier) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ton oncle est un drôle d'oiseau, il faut bien le dire. |
παράξενη εξωτερική εμφάνισηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αστεία ιστορίαnom féminin (blague) |
αστείο(un peu familier) Un truc amusant m'est arrivé en route ce soir. Κάτι αστείο μου συνέβη καθώς ερχόμουν εδώ απόψε. |
ετερογενής ομάδα, ανομοιογενής ομάδα(familier) |
παράξενος(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είμαι αταίριαστος(personnes) |
ευχάριστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ιδιόρρυθμος τύποςnom masculin (figuré, un peu vieilli) Quel drôle d'oiseau ! C'est la seule personne que je connaisse qui utilise une fourchette pour manger sa soupe, au lieu d'une cuillère. |
απίστευτος(ανεπισημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) T'as un drôle de toupet de venir ici pour demander de l'argent. |
αταίριαστο ζευγάρι
Υπήρχε μεγάλη ασυμφωνία χαρακτήρων στον γάμο της Λιν με τον Κάιλ και δεν απορώ που χώρισαν. |
φρούτοnom masculin (figuré, familier) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quel drôle d'oiseau que ce garçon avec son chapeau ridicule ! |
ξεκαρδιστικός(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu as vu cette nouvelle comédie ? Elle est poilante (or: tordante) ! |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του drôle στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του drôle
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.