Τι σημαίνει το droits στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης droits στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του droits στο Γαλλικά.
Η λέξη droits στο Γαλλικά σημαίνει ευθύς, ίσιος, δίκαιο, δεξιός, νομική, δικηγορία, δίκαιο, δικαίωμα, δεξιός, δεξής, ορθός, ίσιος, ακριβώς, δεξί, δίκαιος, ηθικός, στητός, ευθυτενής, όρθιος, ολόρθος, μονόκουμπος, δικαίωμα, νομική αξίωση, κατακόρυφα, νομολογία, δασμός, δεξιός, όρθιος, δικαίωμα, δικαίωμα, απαρέγκλιτος, τίμιος, έντιμος, δικαίωμα, δικαίωμα συμμετοχής, κατευθείαν, κατ'ευθείαν, τίμιος, ακέραιος, έντιμος, δεξιός, δεξιά, που δικαιούται κτ, δικαίωμα παρακράτησης, δικαίωμα διέλευσης, κουβέρ, παρασύρω, δικαίωμα εισόδου, πάτερ, putter, δεξιά πλευρά, που δεν πληροί τις προϋποθέσεις, δίκαιος,νόμιμος, που εκπίπτει από τον φόρο, με υποχρέωση καταβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, σε ορθή γωνία, ακριβώς μπροστά, σε ευθεία γραμμή, ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσια, ευθεία προς τα πάνω, ευθεία, με την πλάτη όρθια, στα δεξιά, ευυπόληπτα, πνευματικά δικαιώματα, δικαίωμα ψήφου, ντράιβ, φόρχαντ, ποτήρι, ευθεία διαδρομή, δικαίωμα επίσκεψης, πατρογονικό δικαίωμα, η ευθεία απέναντι από την κεντρική κερκίδα, επιπλέον χρέωση σε εστιατόριο για το άνοιγμα φιάλης κρασιού, η οποία αγοράστηκε από άλλο κατάστημα, πλευρά οχήματος προς το κράσπεδο, συνταγματικό δίκαιο, ποινικό δίκαιο, ελέω Θεού δικαίωμα, είσοδος, νομικό ζήτημα, δεν υπάρχει περιθώριο σφάλματος, το δεξί μου χέρι, εκκλησιαστικός κανόνας, εμπορικό δίκαιο, από θέσεως μέλος, δικαίωμα στην ασφάλεια, δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία, απαράγραπτο δικαίωμα, τυποκλοπία, παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων, δικαίωμα αρνησικυρίας/βέτο, Νομική, ναυτικό δίκαιο, ποινική νομοθεσία, ορθή γωνία, δικαιοδοσία, ορθή γωνία, δικαίωμα πρόσβασης, δικαίωμα χρήσης, δεξιά μεριά, δεξιά πλευρά, δικαίωμα ψήφου, το δεξί χέρι, όρθιο πιάνο, δικαίωμα αρνησικυρίας, γυναικεία ψήφος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης droits
ευθύς, ίσιοςadjectif (ligne,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Est-ce une ligne droite ou courbe ? Είναι ευθεία αυτή η γραμμή ή κάνει καμπύλη; |
δίκαιοnom masculin (νομική: τομέας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il est spécialisé dans le droit des affaires. Ειδικεύεται στο δίκαιο των συμβάσεων. |
δεξιός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Levez le bras droit et dites "Je le jure". ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Γράψτε το όνομα σας στη δεξιά στήλη και την ηλικία σας στην αριστερή. |
νομικήnom masculin (études) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a étudié le droit et est devenu avocat. Σπούδασε νομική (or: νομικά) και έγινε δικηγόρος. |
δικηγορίαnom masculin (νομικό επάγγελμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle exerce le droit et a beaucoup de clients. Ασκεί τη δικηγορία και έχει πολλούς πελάτες. |
δίκαιοnom masculin (το σύνολο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cela est contraire à la Common Law et au droit statutaire. Αυτό είναι ενάντια τόσο στο Καταστατικό όσο και στο Εθιμικό Δίκαιο. |
δικαίωμαnom masculin (souvent au pluriel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les femmes ont dû se battre pour obtenir le droit de vote. Οι γυναίκες έπρεπε να αγωνιστούν για το δικαίωμα να ψηφίζουν. |
δεξιός, δεξήςadjectif (Boxe) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il lui a porté un rapide coup droit. |
ορθόςadjectif (angle) (γωνία: 90 μοίρες) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ils forment un angle droit. |
ίσιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Est-ce que ce tableau sur le mur est droit ou bancal ? |
ακριβώςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le missile alla droit au but. |
δεξίadjectif (chaussure, gant,...) Cette boîte à chaussure contient deux pieds droits. Il doit y avoir une erreur ! Το κουτί των παπουτσιών είχε μέσα δύο δεξιά. Πρέπει να έγινε λάθος. |
δίκαιος, ηθικόςadjectif (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Notre pasteur est un homme droit. |
στητός, ευθυτενής, όρθιος, ολόρθοςadjectif (personne, dos,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Assieds-toi avec le dos bien droit. |
μονόκουμποςadjectif (vêtement, veston) (για πανωφόρια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δικαίωμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Toute personne accusée d'un crime a droit à un avocat. Καθένας που κατηγορείται για κάποιο έγκλημα έχει δικαίωμα νόμιμης εκπροσώπησης. |
νομική αξίωση
|
κατακόρυφαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le jeune homme se tenait droit sur une chaise. Ο νεαρός άντρας καθόταν στητά στην καρέκλα. |
νομολογίαnom masculin (système juridique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δασμός(finance) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il fallait payer un droit sur tous les appareils électroniques importés. Η χώρα είχε φόρο εισαγωγής για όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές. |
δεξιός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όρθιοςadjectif (piano) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lorsqu'il s'agit de pianos, les pianos droits prennent moins de place. |
δικαίωμαnom masculin (juridique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tous les villageois ont le droit de pêcher dans ces eaux. |
δικαίωμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
απαρέγκλιτοςadjectif (δεν παρεκκλίνει) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τίμιος, έντιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mary est une jeune femme droite (or: honnête) qui fait toujours ce qui est juste. Η Μαίρη είναι μια έντιμη νεαρή γυναίκα που κάνει πάντα το σωστό. |
δικαίωμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La loi spécifie que le propriétaire a le droit de vous expulser si vous ne payez pas votre loyer. |
δικαίωμα συμμετοχής
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Pour obtenir cette aide, vous devez remplir ces formulaires afin que nous puissions nous assurer de votre éligibilité. |
κατευθείαν, κατ'ευθείαν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La voiture s'est dirigée directement sur nous. Το αυτοκίνητο ήρθε κατευθείαν προς τα πάνω μας. |
τίμιος, ακέραιος, έντιμοςadjectif (ειλικρινής, ηθικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεξιόςnom masculin (Militaire) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Notre flanc droit vint encercler l'ennemi. |
δεξιάnom masculin (Base-ball) Il a frappé la balle au champ droit. |
που δικαιούται κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La demande d'aide du demandeur étranger a été rejetée puisqu'il n'était pas éligible. Η αίτηση του αλλοδαπού για κρατικά επιδόματα απορρίφθηκε, καθώς δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις. |
δικαίωμα παρακράτησης(Droit) (νομικό) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Deux banques bénéficient d'un privilège sur cette propriété. |
δικαίωμα διέλευσης(Droit) (νομικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κουβέρ(restaurant : frais additionnel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Στα ευρωπαϊκά εστιατόρια, συχνά υπάρχει κουβέρ για το ψωμί και το βούτυρο. |
παρασύρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δικαίωμα εισόδου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Les tickets garantissent votre admission pour la journée entière. Τα εισιτήρια θα σου δώσουν δικαίωμα εισόδου για ολόκληρη τη μέρα. |
πάτερ, putter(Golf, anglicisme) (μπαστούνι του γκολφ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
δεξιά πλευρά
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
που δεν πληροί τις προϋποθέσεις
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δίκαιος,νόμιμος(Droit, latinisme) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που εκπίπτει από τον φόρο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με υποχρέωση καταβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίαςlocution adjectivale (π.χ. δικαιώματα συγγραφέα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε ορθή γωνία(γεωμετρία) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ακριβώς μπροστά(ΗΠΑ,αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu ne peux pas manquer la cible : elle est droit devant. |
σε ευθεία γραμμήlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le chemin descendait tout droit jusqu'à la rivière. |
ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσιαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle regardait tout droit devant elle pour éviter de croiser son regard. |
ευθεία προς τα πάνω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dans le ciel nocturne d'août, si vous regardez directement au-dessus de vos têtes, vous pourrez voir la constellation d'Orion. Εάν κοιτάξεις ευθεία προς τα πάνω στον νυχτερινό αυγουστιάτικο ουρανό θα πρέπει να βλέπεις τον αστερισμό του Ωρίωνα. |
ευθείαlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vous continuez tout droit sur 500 mètres et la mairie est à gauche. |
με την πλάτη όρθια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La mère du garçon l'a trouvé bien droit dans son lit après un cauchemar. |
στα δεξιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En Angleterre et au Japon, on conduit du côté droit de la route. L'église est du côté droit de la route, tandis que le bar est à gauche. Τα βρετανικά και τα ιαπωνικά αυτοκίνητα έχουν το τιμόνι στα δεξιά. |
ευυπόληπτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Matt ne s'est jamais écarté du droit chemin dans sa vie. Il n'a même jamais eu le moindre PV de stationnement ! |
πνευματικά δικαιώματα
L'auteur détient les droits d'auteur, ce qui veut dire que nous avions besoin de sa permission pour faire le film. |
δικαίωμα ψήφουnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les femmes se sont battues pour le droit de vote au début du XXe siècle aux États-Unis. |
ντράιβ, φόρχαντnom masculin (τένις) |
ποτήριnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mark versa du soda dans un verre. |
ευθεία διαδρομή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δικαίωμα επίσκεψηςnom masculin (νομική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πατρογονικό δικαίωμαnom masculin (νομική) |
η ευθεία απέναντι από την κεντρική κερκίδαnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επιπλέον χρέωση σε εστιατόριο για το άνοιγμα φιάλης κρασιού, η οποία αγοράστηκε από άλλο κατάστημαnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πλευρά οχήματος προς το κράσπεδο(pays avec conduite à gauche) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
συνταγματικό δίκαιοnom masculin Ed pense que le gouvernement enfreint le droit constitutionnel e espionnant les Américains. |
ποινικό δίκαιοnom masculin (δίκαιο σχετικό με εγκλήματα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Della travaille pour un cabinet d'avocats spécialisé dans le droit pénal. |
ελέω Θεού δικαίωμαnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il agissait comme si la présidence lui appartenait par droit divin. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στο Βυζάντιο επικρατούσε η ελέω Θεού μοναρχία. |
είσοδοςnom masculin (κόστος εισόδου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a un droit d'entrée de 2,50 €. |
νομικό ζήτημαnom masculin L'interprétation d'un contrat écrit est un point de droit qui doit être déterminé par le tribunal. |
δεν υπάρχει περιθώριο σφάλματος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το δεξί μου χέριnom masculin (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκκλησιαστικός κανόναςnom masculin |
εμπορικό δίκαιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le cabinet d'avocats pour lequel je travaille est spécialisé dans le droit des affaires et le droit du commerce. |
από θέσεως μέλοςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δικαίωμα στην ασφάλεια
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
απαράγραπτο δικαίωμαnom masculin La liberté de parole devrait être un droit inaliénable mais, malheureusement, ce n'est pas le cas partout. |
τυποκλοπία, παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτωνnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δικαίωμα αρνησικυρίας/βέτοnom masculin (Polit) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Νομικήnom féminin (εκπαίδευση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a été diplômé de la faculté de droit avec mention. |
ναυτικό δίκαιοnom masculin (Droit) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Après sa licence, il décida de se spécialiser en droit maritime. |
ποινική νομοθεσίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ορθή γωνίαnom masculin |
δικαιοδοσίαnom masculin (Droit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le maire s'est octroyé le droit d'ester à sa guise. |
ορθή γωνίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le sol est en pente, il ne forme pas un angle droit avec le mur ! |
δικαίωμα πρόσβασηςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je suis le propriétaire, j'ai donc le droit d'entrée sur le terrain. |
δικαίωμα χρήσηςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les membres ont le droit d'utilisation de toutes les installations du club. |
δεξιά μεριά, δεξιά πλευράnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En France, nous roulons du côté droit de la route. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στην Αμερική οδηγούμε στη δεξιά πλευρά του δρόμου, όχι στην αριστερή. |
δικαίωμα ψήφουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il y a cent ans, les femmes n'avaient pas le droit de vote. |
το δεξί χέριnom masculin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mary a été mon bras droit sur ce dossier. Le bras droit du président s'est assuré que sa journée se déroule sans incident. Η Μαίρη ήταν το δεξί μου χέρι σε αυτή την εργασία. Το δεξί χέρι του προέδρου τον διαβεβαίωσε ότι η μέρα του θα κυλήσει ομαλά. |
όρθιο πιάνοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Chez lui, il devait utiliser le vieux piano droit de sa famille. |
δικαίωμα αρνησικυρίαςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γυναικεία ψήφοςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του droits στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του droits
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.