Τι σημαίνει το donner στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης donner στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του donner στο Γαλλικά.
Η λέξη donner στο Γαλλικά σημαίνει δίνω, δίνω, παράγω, βγάζω, κάνω δωρεά, συνεισφέρω, προσφέρω, διαθέτω, παρέχω, δίνω, φέρνω, κατανέμω, διανέμω, δωρίζω, χαρίζω, συνεισφέρω στη συζήτηση, συνεισφέρω, δίνω κτ σε φιλανθρωπικό ίδρυμα, μου περισσεύει, κάνω δωρεά, δίνω, βγάζω, αφιερώνω, δίνω, κάνω freecycling, μοιράζω, τσοντάρω, βγάζω, δίνω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αναθέτω, υποβάλλω, δίνω, δίνω, δίνω, βλέπω σε κτ, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, χαρίζω, γεννάω, γεννώ, αυταρχικός, τάισμα, κορνάρω, ανταλλάσσω βρισιές, προκαλώ κόμπλεξ σε κπ, δημιουργώ κόμπλεξ σε κπ, ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ, κορνάρω, χτυπώ ελαφρά, χαστουκίζω, μαχαιρώνω, ταπεινώνω, θηλάζω, ενθαρρύνω, προκαλώ ναυτία, μεγαλοποιώ, παίζω με συγκοπές, αποαποικιοποιώ, υπερσιτίζω, ταΐζω με το ζόρι, σκουντώ, κάνω αναβαθμιστική ανακύκλωση, ζωντανεύω, απόρριψη, το να γράφω κπ, συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, πιέζομαι, φιλάω, χτυπώ, αγκαλιάζω, πλένω, δημιουργώ, έρχομαι σε αντίθεση με κτ, ανανεώνω, αρρωσταίνω, δέρνω, ταΐζω, χτυπώ ελαφρά, δώσε στον εαυτό σου, μελαγχολικός, παίρνω θέση, πηγαίνω, χτενίζω, ανταποδίδω, χτυπώ με ρόπαλο, ονομάζω, αδειοδοτώ, γεννάω, γεννώ, εκπαιδεύω, δίνω συμβουλή, εξετάζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, βοηθάω, βοηθώ, δίνω το OK, λέω OK, αγαπάω, αγαπώ, γεννάω, βαθμολογώ, βαθμολογώ, ξεκινώ, αρχίζω, κόβω κλήση, δίνω κλήση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης donner
δίνωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Donnez autant que vous le pouvez. |
δίνωverbe transitif (un spectacle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle donne un récital de piano ce soir. |
παράγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette terre produit une tonne de maïs à l'hectare. Αυτή η γη παράγει έναν τόνο καλαμπόκι ανά εκτάριο. |
βγάζω(un cri, un soupir) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a poussé un cri et s'est mis à courir vers elle. |
κάνω δωρεά(de l'argent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Μπες στην ιστοσελίδα του φιλανθρωπικού σωματείου αν θέλεις να κάνεις δωρεά. |
συνεισφέρω, προσφέρω(χρήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαθέτω, παρέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατανέμω, διανέμω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δωρίζω, χαρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνεισφέρω στη συζήτηση(figuré : son avis) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεισφέρωverbe intransitif (des idées) (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a donné un bon nombre de bonnes idées. Έδωσε αρκετές καλές ιδέες. |
δίνω κτ σε φιλανθρωπικό ίδρυμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si tu ne veux plus de ces jouets, donnons-les. Αν δε θέλεις αυτά τα παιχνίδια πια, ας τα δώσουμε. |
μου περισσεύειverbe transitif Est-ce que tu peux me donner un peu de sucre ? Σου περισσεύει λίγη ζάχαρη; |
κάνω δωρεά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίνωverbe transitif (le rythme) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le leader a donné le rythme dans la course cycliste. |
βγάζωverbe transitif (des fruits) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cet arbre donne des fruits à la fin de l'été. |
αφιερώνω(du temps) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons besoin de bénévoles qui puissent donner cinq heures de leur temps par semaine. |
δίνωverbe transitif (du sang) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il y a maintenant des dépistages approfondis pour les personnes qui donnent leur sang. |
κάνω freecycling
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μοιράζωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τσοντάρωverbe transitif (de l'argent) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si chacun met 5 dollars, on aura assez d'argent. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αν βάλουμε όλοι από 5 δολάρια, θα μαζευτούν αρκετά χρήματα. |
βγάζωverbe transitif (des fruits) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après plusieurs années de sécheresse, le pommier a finalement donné des fruits. Μετά από πολλά χρόνια ξηρασίας, η μηλιά παρήγαγε επιτέλους καρπούς. |
δίνωverbe transitif (l'exemple) (παράδειγμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu devrais donner (or: montrer) l'exemple à ton jeune frère. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbe transitif (un poste) |
αναθέτω(une tâche, un travail) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο καθηγητής της ιστορίας συχνά αναθέτει απίστευτα πολλές εργασίες για το σπίτι. |
υποβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jeune homme a présenté ses remerciements à la famille pour leur gentillesse. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peux-tu me donner (or: passer) le livre là-bas, s'il te plaît ? Θα μπορούσες να μου δώσεις εκείνο εκεί το βιβλίο, σε παρακαλώ; |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peux-tu me donner (or: passer) le livre là-bas, s'il te plaît ? Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο; |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peux-tu me donner quelque chose à manger ? Μπορείς να μου δώσεις κάτι να φάω; |
βλέπω σε κτ
Το παράθυρο του μπάνιου μας βλέπει στον κήπο του γείτονα. |
δίνω(payer) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je te donne cinq cents dollars pour ta voiture. Θα σου δώσω πεντακόσια δολάρια για εκείνο το αυτοκίνητο. |
δίνω(une place) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après trois entretiens, on lui a donné la place. Μετά από τρεις συνεντεύξεις, της έδωσαν τη δουλειά. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je leur ai confié les clés de la maison pour une semaine. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cela me donne beaucoup de plaisir de vous inviter ce soir (or: Cela me fait plaisir de vous inviter). |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a fait don de tous ses biens. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a donné des heures de retenue à toute la classe. |
δίνω(un médicament) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quelle dose d'aspirine dois-je lui donner ? |
χαρίζω(un enfant) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son mari lui donna deux fils trois ans après leur mariage. |
γεννάω, γεννώ(faire naître) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La truie a donné le jour à trois petits. |
αυταρχικός(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Annie est autoritaire et ordonne toujours à ses frères de faire ses tâches ménagères. |
τάισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στην αρχή τα μωρά χρειάζονται τάισμα κάθε λίγες ώρες. |
κορνάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Klaxonne s'il n'avance pas. |
ανταλλάσσω βρισιές(καθομιλουμένη) |
προκαλώ κόμπλεξ σε κπ, δημιουργώ κόμπλεξ σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si tu continues de mentionner son poids, tu vas la complexer. |
ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'étais tellement furieux contre le paparazzi que je lui ai collé mon poing dans la figure. |
κορνάρω(οχήματα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Qui est cette personne qui klaxonne derrière moi ? |
χτυπώ ελαφρά
Becky se mit à pleurer, et Clive lui tapota l'épaule d'une manière qui se voulait rassurante. Η Μπέκυ άρχισε να κλαίει και ο Κλάιβ την άγγιξε στον ώμο με έναν όπως ήλπιζε παρηγορητικό τρόπο. |
χαστουκίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Γουέντυ χαστούκισε τον Καρλ όταν έμαθε πως την απατούσε. |
μαχαιρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agresseur a poignardé sa victime (or: a donné un coup de couteau à sa victime) lorsqu'elle a refusé de lui donner son sac. Ο ληστής μαχαίρωσε το θύμα του όταν εκείνη αρνήθηκε να του δώσει την τσάντα της. |
ταπεινώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'équipe a été calmée par sa défaite. |
θηλάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενθαρρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκαλώ ναυτία
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Pendant ma grossesse, même l'odeur du pain grillé m'écœurait. |
μεγαλοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω με συγκοπές(Musique) (μουσική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποαποικιοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπερσιτίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ταΐζω με το ζόρι(un animal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η απεργία πείνας της έληξε όταν την τάισαν με το ζόρι. |
σκουντώ(ανάλογα με την περίπτωση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω αναβαθμιστική ανακύκλωση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζωντανεύω(une soirée, un événement) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απόρριψη(un projet) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
το να γράφω κπ(anglicisme, familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle a dit qu'elle n'avait jamais consenti à se marier avec l'homme. Είπε πως δε συμφώνησε (or: συγκατατέθηκε) ποτέ να παντρευτεί τον άντρα αυτόν. |
πιέζομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Πρέπει να ξέρεις πότε να συντηρείς την δύναμή σου και πότε να πιέζεσαι με όση ενέργεια έχεις. |
φιλάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle l'embrassa. Τον φίλησε. |
χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le boxeur a frappé son adversaire. Ο πυγμάχος κατέφερε ένα χτύπημα στον αντίπαλό του. |
αγκαλιάζω(un peu soutenu) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est à contrecœur qu'il étreignit son ancien ennemi. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πήρε στην αγκαλιά της το παιδί και το παρηγόρησε. |
πλένω(des bébés) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John baignait soigneusement le bébé dans l'évier. Ο Τζον έπλυνε το μωρό προσεκτικά μέσα στον νιπτήρα. |
δημιουργώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La délégation française avait élaboré une proposition, mais elle a été rejetée. Η γαλλική αντιπροσωπεία επινόησε μια πρόταση, αλλά απορρίφθηκε. |
έρχομαι σε αντίθεση με κτ
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) L'expression calme du visage de Ron dément ses mains nerveuses. |
ανανεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le nouveau gérant a redynamisé la société. |
αρρωσταίνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δέρνω(au visage) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Certaines personnes pensent qu'il ne faut jamais gifler les enfants. Μερικοί πιστεύουν πως δεν πρέπει ποτέ να δέρνεις τα παιδιά. |
ταΐζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Helen nourrit le chien le matin. Η Έλεν ταΐζει τον σκύλο κάθε πρωί. |
χτυπώ ελαφρά(un animal) Hazel caressa la tête du chien. Η Χέιζελ χτύπησε ελαφρά το κεφάλι του σκύλου. |
δώσε στον εαυτό σου(du temps) (χρόνος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prévoyez un quart d'heure pour compléter la seconde partie du test. |
μελαγχολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les jours de pluie, je suis déprimé. Οι βροχερές μέρες με κάνουν να νιώθω μελαγχολική. |
παίρνω θέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand les deux sœurs se disputaient, leur mère donnait intervenait toujours. |
πηγαίνω(emmener : une personne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais être en retard au spectacle à moins que tu m'y conduises. Θα αργήσω στην παράσταση εκτός αν με πας με το αυτοκίνητο. |
χτενίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après une journée à la mer, j'ai du mal à peigner mes cheveux. Μετά από μια μέρα στην παραλία, είναι δύσκολο να χτενίσω τα μαλλιά μου. |
ανταποδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mary a rendu les insultes de son petit ami en le giflant. |
χτυπώ με ρόπαλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La victime a été frappée avec un objet lourd. |
ονομάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils vont appeler leur bébé Michael. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ονομάτισε την κόρη της Λίλιαν, σαν την ηρωίδα του αγαπημένου της μυθιστορήματος. |
αδειοδοτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο δήμος έδωσε άδεια στον μικροπωλητή. |
γεννάω, γεννώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αυτό το δημοφιλές μυθιστόρημα έχει γεννήσει ένα φιλμ και ένα βιντεοπαιχνίδι. |
εκπαιδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a été éduquée en France. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το κράτος μορφώνει όλα τα παιδιά ως και την ηλικία των 16. |
δίνω συμβουλή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δεν έδωσα διαταγή. Συμβουλή έδωσα. |
εξετάζω(des connaissances) (στο σχολείο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur a évalué les élèves sur ce qu'ils avaient appris durant le trimestre. |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θα ξεκινήσουν τη νέα σεζόν μ' ένα μεγάλο πάρτι. |
βοηθάω, βοηθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous demandons à tous ceux qui le peuvent de bien vouloir aider. Ζητάμε να επικουρήσουν όλοι όσοι μπορούν. |
δίνω το OK, λέω OK(ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le patron a-t-il déjà approuvé le projet ? Το αφεντικό έχει δώσει το ΟΚ για την πρόταση; |
αγαπάω, αγαπώ(avoir une profonde affection) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle aime trop. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι άνθρωπος που αγαπάει πολύ. |
γεννάω(poule,...) (γεννάω αβγά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cette poule ne pond plus. Αυτή η κότα δε γεννάει πια. |
βαθμολογώ(Scolaire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur nota la performance par un A+. |
βαθμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur a noté sa dissertation "A". |
ξεκινώ, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont lancé l'expédition dans la jungle inexplorée. Ξεκίνησαν την αποστολή μέσα στην ανεξερεύνητη ζούγκλα. |
κόβω κλήση, δίνω κλήση(σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le policier m'a verbalisé pour excès de vitesse. Ο αστυνόμος μου έκοψε κλήση (or: έδωσε κλήση) για υπερβολική ταχύτητα |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του donner στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του donner
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.