Τι σημαίνει το contra στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης contra στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contra στο ισπανικά.
Η λέξη contra στο ισπανικά σημαίνει με, συγκριτικά με, σε σύγκριση με, σε, από, κατά, εναντίον, παρόλο, αντάρτης, εναντίον, κατά, αντι-, κατά, σε, μειονέκτημα, προς, -, ενάντια σε κτ, εναντίον, κατά, εις βάρος, σε βάρος, αντιπολεμικός, κατά των αμβλώσεων, κατά των εκτρώσεων, αντιοφικός ορός, πυροσβεστική, διακρίσεις υπέρ ατόμων χωρίς αναπηρίες, νόμος περί οργανωμένου εγκλήματος, Βασιλική Εταιρεία για την Πρόληψη της Βίας προς τα Ζώα, παραπονούμαι, παραπονιέμαι, κρατάω, κρατώ, παίρνω, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, μιλώ υποτιμητικά για κτ, αφύσικος, παλεύω με κτ/κπ, καταπολεμώ, επαναστατώ, αντι-, κατά, πλην, μείον, αντισεξιστικός, αντι-, αντι-, προστατεύω, προφυλάσσω, προσβάλλω, συγκρούομαι με κπ/κτ, που είναι ενάντια στο απαρχάιντ, κατά, που κάνει ηλικιακές διακρίσεις, αντιρρυπαντικός, κατά της φτώχειας, ενάντιος στον νόμο, παράνομος, που δεν έχει πολύ χρόνο, αντίθετος, εντελώς αντίθετος σε κτ, απολύτως αντίθετος σε κτ, ενάντια στο ρεύμα ποταμού, κόντρα στον άνεμο, με κόντρα τον άνεμο, κόντρα στον άνεμο, πλάτη με πλάτη, αντίθετα προς τη θέληση του, με αντίπαλο τον χρόνο, βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει, παράνομα, αθέμιτα, ενάντια στις πιθανότητες, ενάντια σε κάθε προσδοκία, ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στη ροή του νερού, κοντά στην προθεσμία, αντικαταβολή, αντίθετη άποψη, αντίθετη γνώμη, ασφάλεια κατά της πυρκαϊάς, αγώνας δρόμου, θεραπεία για τον καρκίνο, ασφάλεια ατυχήματος, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, αντιπυρική προστασία, κολάρο για ψύλλους, Δαβίδ εναντίον Γολιάθ, κόντρα άνεμος, εμβόλιο ιλαράς, ανήθικη συμπεριφορά, εμβόλιο για την πολιομυελίτιδα, εμβόλιο κατά της λύσσας, συναγερμός, εμβόλιο της γρίπης, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, φθορά ξένης περιουσίας, υγρομόνωση, ονειροπαγίδα, πυρασφάλεια, πληρωμή με αντικαταβολή, εμβόλιο ερυθράς, UV προστασία, πόλεμος κατά των ναρκωτικών, εμβόλιο γρίπης, μόνωση για τα ρεύματα, υπεύθυνος για την περίπτωση πυρκαγιάς, εμβόλιο BCG, φράχτης για τα κουνέλια, εγκλήματα κατά προσώπων, εναντίον, εντελώς σε, καταπάνω σε, ακριβώς πάνω σε, παλεύω με κτ, πάω κόντρα στο ρεύμα, βρίσκομαι σε αδιέξοδο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης contra
μεpreposición (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Mi equipo juega contra los campeones nacionales. Η ομάδα μου παίζει εναντίον της πρωταθλήτριας ομάδας της χώρας. |
συγκριτικά με, σε σύγκριση με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los edificios se veían pequeños contra las montañas detrás de ellos. Τα κτήρια φαίνονταν μικρά συγκριτικά με (or: σε σύγκριση με) τα βουνά που υψώνονταν πίσω τους. |
σεpreposición (επαφή) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Coloca la escalera contra la pared cuando no la estés usando. Να βάζεις τη σκάλα κόντρα στον τοίχο όταν δεν την χρησιμοποιείς. |
από
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) El ejercito existe para protegernos de una invasión. Ο στρατός υπάρχει για να μας παρέχει προστασία απένταντι σε εισβολές. |
κατά, εναντίον
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) De los 650 votos, solo tres estuvieron en contra de la moción. Από τις 650 ψήφους, μόνο τρεις ήταν ενάντια στην πρόταση. |
παρόλοpreposición (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Contra todos sus problemas, Mary persistió en sus estudios. Παρά τα προβλήματά της, η Μαίρη συνέχισε τις σπουδές της. |
αντάρτηςnombre común en cuanto al género (nicaragüense) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los contras estuvieron activos en Nicaragua durante los años 80. |
εναντίον, κατάadverbio (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
αντι-prefijo La evidencia contradice la coartada del sospechoso. |
κατάpreposición (με γενική) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Hoy empieza el juicio por el caso de la Corona contra Smith. Σήμερα ξεκινά η δίκη για την υπόθεση Κράουν εναντίον Σμιθ. |
σεpreposición (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Su auto chocó contra un árbol. Το αυτοκίνητό του χτύπησε σε ένα δέντρο. |
μειονέκτημα(informal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La principal contra del plan es su elevado coste. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του σχεδίου είναι το υψηλό του κόστος. |
προς(αναλογία) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) La propuesta fue derrotada por tres votos contra uno. Η πρόταση καταψηφίστηκε με εφτά ψήφους προς δύο. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ¡Deja de apoyarte sobre la pared! Σταμάτα να γέρνεις σ' αυτόν τον τοίχο. |
ενάντια σε κτ
Esa idea va en contra del saber popular acerca de cómo se cultivan los tomates. |
εναντίον, κατάlocución verbal (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Muchos estadounidenses están en contra de la guerra. Πολλοί Αμερικανοί τάσσονται ενάντια στον πόλεμο. |
εις βάρος, σε βάροςlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los errores de Marc contaron en su contra en el resultado final. Τα λάθη του Μαρκ μέτρησαν εις βάρος (or: σε βάρος) του στην τελική βαθμολογία. |
αντιπολεμικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατά των αμβλώσεων, κατά των εκτρώσεων
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αντιοφικός ορός(αντίδοτο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πυροσβεστική
Alguien llamó a los bomberos después de que encendiésemos una fogata.
Los bomberos tardaron cinco horas en apagar la casa en llamas. |
διακρίσεις υπέρ ατόμων χωρίς αναπηρίες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νόμος περί οργανωμένου εγκλήματος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Demandaron a la compañía bajo la RICO. |
Βασιλική Εταιρεία για την Πρόληψη της Βίας προς τα Ζώα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραπονούμαι, παραπονιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esta estación de radio tiene sobre todo programas de entrevistas con gente quejándose de sus manías. |
κρατάω, κρατώ, παίρνω(στην αγκαλιά, στα χέρια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La pequeña mecía al gatito en sus brazos. Το κοριτσάκι κρατούσε το γατάκι στην αγκαλιά του. |
ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μιλώ υποτιμητικά για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El político pasa mucho tiempo rebajando las políticas de su rival, pero casi no habla de las propias. Ο πολιτικός αφιερώνει πολύ χρόνο στο να μιλάει υποτιμητικά για την πολιτική του αντιπάλου του, αλλά όχι αρκετό στο να μιλάει για τη δική του. |
αφύσικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παλεύω με κτ/κπ
Irene ha combatido su adicción al alcohol durante años. |
καταπολεμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los médicos se están dando cuenta de que los medicamentos no son suficientes para combatir la sinusitis con éxito. Οι γιατροί συνειδητοποιούν ότι η φαρμακευτική αγωγή από μόνη της δεν φτάνει για να καταπολεμηθεί επιτυχώς η ιγμορίτιδα. |
επαναστατώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El gobierno finalmente llevó las medidas de austeridad demasiado lejos y la gente se sublevó. Τελικά η κυβέρνηση το παρατράβηξε με τα μέτρα λιτότητας κι ο λαός επαναστάτησε. |
αντι-prefijo Su contraataque resultó en que ganara el juego. Η αντίδρασή (or: απάντησή) του είχε ως αποτέλεσμα να είναι ο νικητής του παιχνιδιού. |
κατά, πλην, μείον(informal) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Cada opción tiene sus pros y sus contras. Κάθε επιλογή έχει τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά της. |
αντισεξιστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντι-prefijo «Contraponer» y «contrarrestar» contienen el prefijo «-contra». |
αντι-prefijo «Contrapartida» y «contrabarrera» contienen el prefijo «-contra». |
προστατεύω, προφυλάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los altos muros alrededor de la ciudad la protegían de los ataques. |
προσβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este libro ofende la moral de nuestra comunidad. |
συγκρούομαι με κπ/κτ
|
που είναι ενάντια στο απαρχάιντlocución adjetiva (voz inglesa) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατάlocución adverbial Nosotros estamos a favor de la guerra, pero ellos en contra. Είμαστε υπέρ του πολέμου, αλλά αυτοί είναι κατά. |
που κάνει ηλικιακές διακρίσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντιρρυπαντικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατά της φτώχειας(δράση, κίνημα) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ενάντιος στον νόμο, παράνομοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fumar marihuana va contra la ley. |
που δεν έχει πολύ χρόνοlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντίθετοςpreposición (με κτ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Entiendo tus razones para construir un edificio nuevo en la pradera, pero quiero que sepas que estoy totalmente en contra. |
εντελώς αντίθετος σε κτ, απολύτως αντίθετος σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Yo quería ir a la Escuela de Arte, pero mis padres se oponían a muerte. |
ενάντια στο ρεύμα ποταμού
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κόντρα στον άνεμοlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
με κόντρα τον άνεμο, κόντρα στον άνεμο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλάτη με πλάτηlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Párense espalda contra espalda para ver quién es más alto. Σταθείτε πλάτη με πλάτη για να μπορέσω να δω ποιος είναι ψηλότερος. |
αντίθετα προς τη θέληση τουlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Llevaron a Abby a la cabaña en el bosque contra su voluntad. |
με αντίπαλο τον χρόνοlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνειexpresión (figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Voy a terminar este maratón contra viento y marea. |
παράνομα, αθέμιταlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ενάντια στις πιθανότητες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Julie se cayó del tren en marcha. Sobrevivió contra todo pronóstico. |
ενάντια σε κάθε προσδοκίαlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En contra de lo que se esperaba, la película fue un rotundo fracaso. |
ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στη ροή του νερού(náutico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Colocó su kayak contra la corriente y empezó a remar río arriba. |
κοντά στην προθεσμίαlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντικαταβολή(AmL) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mayoría de las compañías de servicio por correo ya no hacen pago contra entrega. |
αντίθετη άποψη, αντίθετη γνώμη
Si no hay ninguna opinión en contra, procederemos. |
ασφάλεια κατά της πυρκαϊάς
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En el banco le exigieron la presentación del seguro contra incendio. |
αγώνας δρόμουnombre femenino (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Estamos en una carrera contra el reloj, ¡la fecha de entrega es hoy! |
θεραπεία για τον καρκίνοnombre masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ασφάλεια ατυχήματοςnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εγκλήματα κατά της ανθρωπότηταςlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) El genocidio es un crimen contra la humanidad. |
αντιπυρική προστασία(Protección Civil) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Apagar tu fogata es uno de los métodos de prevención contra incendios. |
κολάρο για ψύλλους
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Δαβίδ εναντίον Γολιάθ(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Juan se ganó la fama de ser un luchador contra la adversidad la primera vez que se presentó a las elecciones. |
κόντρα άνεμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Había mucho viento en contra así que avanzábamos lento. |
εμβόλιο ιλαράς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La edad recomendada para darse la vacuna contra el sarampión es de 12 meses. |
ανήθικη συμπεριφορά(delito) (ΗΠΑ,νομοθεσία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Te pueden negar el ingreso a los Estados Unidos si alguna vez fuiste acusado de cometer un atentado contra la moral. |
εμβόλιο για την πολιομυελίτιδα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El investigador médico americano, Jonas Salk, desarrolló la primera vacuna antipoliomielítica. |
εμβόλιο κατά της λύσσας
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Louis Pasteur desarrolló la vacuna contra la rabia. |
συναγερμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Alguien activó la alarma contra incendios a las tres de la mañana y tuvieron que evacuar a todo el hotel. |
εμβόλιο της γρίπης
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) No quería correr el riesgo de enfermarme así que me di la vacuna antifluenza la semana pasada. |
φθορά ξένης ιδιοκτησίας, φθορά ξένης περιουσίαςnombre masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υγρομόνωσηlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ονειροπαγίδα(literal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Κρέμασα μια ονειροπαγίδα πάνω απ’ το κρεβάτι μου, για να παγιδεύει τους εφιάλτες, προτού στοιχειώσουν τον ύπνο μου. |
πυρασφάλεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πληρωμή με αντικαταβολή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμβόλιο ερυθράς
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La vacuna contra la rubéola es obligatoria en muchos países americanos. |
UV προστασία
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πόλεμος κατά των ναρκωτικώνnombre femenino (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El gobierno da un paso más en su lucha contra la droga. |
εμβόλιο γρίπης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μόνωση για τα ρεύματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπεύθυνος για την περίπτωση πυρκαγιάς
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
εμβόλιο BCG
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φράχτης για τα κουνέλια
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
εγκλήματα κατά προσώπωνnombre masculino plural (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εναντίον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nos estamos manifestando en contra de la legislación anti-inmigración. |
εντελώς σε, καταπάνω σε, ακριβώς πάνω σε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Al girar choqué contra la puerta, y me rompí la nariz y dos dientes. |
παλεύω με κτ
Durante cuatro años luchó contra el cáncer. |
πάω κόντρα στο ρεύμα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βρίσκομαι σε αδιέξοδο(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contra στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του contra
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.