Τι σημαίνει το continuer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης continuer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του continuer στο Γαλλικά.

Η λέξη continuer στο Γαλλικά σημαίνει συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, παρατείνω, Ας συνεχίσουμε!, συνεχίζω, συνεχίζομαι, συνεχίζω, συνεχίζω, -, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, προχωράω αργά αλλά σταθερά, διατηρώ, συνεχίζω, επιμένω, προχωρώ, συνεχίζω, επιμένω, συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζω, συνεχίζω να κάνω κτ, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζω, κινούμαι συνεχώς, από το καλό στο καλύτερο, είμαι ατελείωτος, δεν χάνω τις ελπίδες μου, συνεχίζω έτσι, συνεχίζω να υπάρχω, χειροτερεύω, επιδεινώνομαι, συνεχίζω ευθεία, προχωρώ ευθεία, κάνω κτ μετά, βιάζομαι, συνεχίζω ευθεία, συνεχίζω να περπατάω, οδηγώ χωρίς στάση, συνεχίζω να παίζω μοσυική, συνεχίζω να διαβάζω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μιλάω ακατάπαυστα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ, εμμένω, επιμένω, παρατείνω, φλυαρώ για κτ, μιλάω ακατάπαυστα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ, συνεχίζω, συνεχίζω, εξακολουθώ, αντέχω, γνέφω σε κπ να συνεχίσει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης continuer

συνεχίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle a continué comme si de rien n'était.
Συνέχισε σα να μην είχε συμβεί τίποτε.

συνεχίζω

(χωρίς διακοπή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a continué son travail sans faire de pause pour le déjeuner.
Συνέχισε τη δουλειά του χωρίς να σταματήσει για μεσημεριανό.

συνεχίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La prof nous a dit de continuer l'exercice qu'elle avait donné pendant qu'elle préparait un test.
Η δασκάλα μας είπε να συνεχίσουμε με την άσκηση που μας έβαλε, ενώ η ίδια ετοίμαζε ένα τεστ.

συνεχίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il a continué, sans même prendre de pause déjeuner.

συνεχίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεχίζω, παρατείνω

(prolonger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je me demande s'ils vont poursuivre (or: maintenir) le programme l'année prochaine.
Αναρωτιέμαι αν θα δώσουν παράταση στο πρόγραμμα για ένα ακόμη έτος.

Ας συνεχίσουμε!

verbe intransitif (changement de sujet)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Le spectacle doit continuer, on ne va pas laisser quelques gouttes de pluie nous arrêter !

συνεχίζω, συνεχίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bataille a continué et les attaques n'ont pas arrêté.

συνεχίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Allez, continue, tu es presque arrivé au sommet de la colline.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μην σταματάς, λίγο ακόμα και θα πετύχεις τον σκοπό σου.

συνεχίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ne regarde pas la télé. Continue plutôt tes devoirs !
Μη χαζεύεις τηλεόραση. Συνέχισε τα μαθήματά σου!

-

verbe transitif (continuité) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Continuez à faire ce que vous faisiez.
Συνέχισε αυτό που κάνεις.

συνεχίζω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bien que le chemin devenait très escarpé, les randonneurs ont décidé de continuer.

συνεχίζω

verbe intransitif (με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Malgré les conditions météorologiques qui empiraient, les explorateurs ont décidé de continuer leur voyage.

συνεχίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je me suis excusé de l'avoir interrompu et il a poursuivi son histoire.

προχωράω αργά αλλά σταθερά

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le projet est difficile mais je continue.

διατηρώ, συνεχίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous devons continuer la grève car nous pouvons gagner.
Πρέπει να διατηρήσουμε (or: συνεχίσουμε) την απεργία, γιατί μπορούμε να νικήσουμε.

επιμένω, προχωρώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεχίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιμένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεχίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pardon de vous avoir interrompu ; je vous en prie, poursuivez (or: continuez).
Συγγνώμη που σας διέκοψα· συνεχίστε παρακαλώ.

εξακολουθώ, συνεχίζω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνεχίζω να κάνω κτ

locution verbale

À la retraite, Jane a continué de travailler comme professeure remplaçante.

συνεχίζω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνεχίζω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a continué à travailler jusqu'à six heures.
Συνέχισε να εργάζεται μέχρι τις έξι η ώρα. Το γατάκι συνέχισε να παίζει με τα κρόσια του χαλιού.

συνεχίζω, εξακολουθώ

verbe transitif (πορεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Christophe Colomb a continué à naviguer vers l'est jusqu'à ce qu'il atteigne la terre.
Ο Κολόμβος συνέχισε (or: εξακολούθησε) να πλέει ανατολικά μέχρι που συνάντησε στεριά.

συνεχίζω

locution verbale (μια ενέργεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Continuez d'aller tout droit et vous trouverez le magasin.
Συνέχισε να πηγαίνεις ίσια και θα βρεις το κατάστημα.

κινούμαι συνεχώς

Certaines espèces de requins doivent bouger sans cesse pour survivre.

από το καλό στο καλύτερο

(καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Notre campagne marketing a continué à aller de l'avant.
Η εκστρατεία μάρκετινγκ που κάναμε πάει από το καλό στο καλύτερο.

είμαι ατελείωτος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Tout le monde pensait que la relation du couple durerait indéfiniment.

δεν χάνω τις ελπίδες μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous ne savons pas si ou quand elle rentrera à la maison. Tout ce que nous pouvons faire, c'est continuer d'espérer (or: garder espoir).

συνεχίζω έτσι

(επιδοκιμασίας)

Mon prof m'a dit de continuer comme ça après mon 20 à l'examen.

συνεχίζω να υπάρχω

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ακόμη και μετά το θάνατό μας, η αγάπη μας θα συνεχίσει να υπάρχει.

χειροτερεύω, επιδεινώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si nous continuons à utiliser des énergies fossiles, le réchauffement climatique va continuer d'empirer (or: ne va faire qu'empirer).

συνεχίζω ευθεία, προχωρώ ευθεία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Continuez tout droit jusqu'au feu puis tournez à droite.

κάνω κτ μετά

βιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεχίζω ευθεία

verbe intransitif (οδήγηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνεχίζω να περπατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a essayé de lui dire bonjour dans la rue, mais il a continué à marcher sans tourner la tête.
Προσπάθησε να τον χαιρετήσει στον δρόμο, αλλά αυτός συνέχισε να περπατάει χωρίς να πει ούτε γεια.

οδηγώ χωρίς στάση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεχίζω να παίζω μοσυική

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cela peut arriver à tout le monde de faire une fausse note, continuons à jouer.

συνεχίζω να διαβάζω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il s'arrêta quelques instants, puis continua à lire.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbe intransitif

μιλάω ακατάπαυστα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εμμένω, επιμένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pourquoi continues-tu à parler alors que je t'ai demandé de te taire ?
Γιατί επιμένεις να μιλάς αφού σου ζήτησα να είσαι ήσυχος;

παρατείνω

verbe transitif indirect

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Je me suis inscrit en Master parce que je voulais continuer à être étudiant encore un peu.
Γράφτηκα σε ένα μεταπτυχιακό επειδή ήθελα να παρατείνω τις σπουδές μου για όσο το δυνατόν περισσότερο διάστημα.

φλυαρώ για κτ

Je m'ennuie quand Mark ne cesse de parler de sa voiture.

μιλάω ακατάπαυστα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle n'a pas arrêté de parler des célébrités qu'elle avait rencontrées.

συνεχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rita continue de jardiner bien qu'elle ait plus de quatre-vingts ans.
Η Ρίτα συνεχίζει με την κηπουρική της, παρόλο που διανύει τα ογδόντα.

συνεχίζω, εξακολουθώ

locution verbale (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tu continues à te comporter de la sorte, tu finiras par avoir des problèmes.
Αν συνεχίσεις να συμπεριφέρεσαι έτσι θα καταλήξεις να έχεις προβλήματα.

αντέχω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Même si l'avenir semble plutôt sombre, nous devons continuons d'exister.

γνέφω σε κπ να συνεχίσει

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του continuer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του continuer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.