Τι σημαίνει το aceptar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης aceptar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aceptar στο ισπανικά.
Η λέξη aceptar στο ισπανικά σημαίνει δέχομαι, αποδέχομαι, δέχομαι, δέχομαι, δέχομαι, δέχομαι, αποδέχομαι, δέχομαι, παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψη, το χωνεύω, συμφωνώ με κτ, συμφωνώ να κάνω κτ, δέχομαι, αποδέχομαι, συμφωνώ με κτ, στηρίζω, δέχομαι, αποδέχομαι, παίρνω απόφαση, δέχομαι, συμφιλιώνομαι με κτ, παραδέχομαι, ορκίζομαι, δέχομαι, δέχομαι, δέχομαι, δέχομαι, αποδέχομαι, συναινώ σε κτ, συγκατατίθεμαι σε κτ, μου πάει κτ, αποδέχομαι, εγκρίνω, συμφωνώ, δέχομαι, καταπίνω, χωνεύω, δέχομαι κπ σε κτ, κάνω swipe right, κάνω δεξί swipe, συμφωνώ, δέχομαι, αναγνωρίζω, αποδέχομαι, λέω «ναι», παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται, απορρίπτω, επιδεκτικός κριτικής, απρόθυμος να δεχθεί, υφίσταμαι τις συνέπειες, συμφωνώ με τους όρους, συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, συμφωνούμε πως διαφωνούμε, αποδέχομαι τις συνέπειες, πιάνω δουλειά, δέχομαι συμβουλές, είμαι σε άρνηση, παραδέχομαι ότι, στηρίζω μια πρόταση, δέχομαι χωρίς αντιρρήσεις, δέχομαι χωρίς σχόλια, δωροδοκούμαι, χρηματίζομαι, δέχομαι υπεράριθμες κρατήσεις, παραλαμβάνω, επιβάλλω, που δεν αντιστέκεται, που αποδέχεται κπ/κτ, απρόθυμος να δεχθεί, αντιπαρατίθεμαι, αρνούμαι να αποδεχτώ, ρουφάω, πίνω, αρνούμαι να αποδεχτώ, αρνούμαι να απόδεχτώ, συναινώ, αποδέχομαι την προσφορά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης aceptar
δέχομαι, αποδέχομαιverbo transitivo (απαντώ θετικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él aceptó la invitación a la fiesta. Δέχτηκε (or: Αποδέχτηκε) την πρόσκληση για το πάρτι. |
δέχομαιverbo transitivo (ως πληρωμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aceptamos efectivo y tarjetas de crédito como pago de la mercancía. Δεχόμαστε μετρητά και πιστωτικές κάρτες σαν πληρωμή για το εμπόρευμα. |
δέχομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ejército perdedor aceptó los términos de la rendición. Ο ηττημένος στρατός δέχθηκε τους όρους παράδοσης. |
δέχομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No puedo aceptar tu excusa. No tiene sentido. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν μπορώ να δεχτώ τη δικαιολογία σου. Δεν είναι λογική. |
δέχομαιverbo transitivo (κάτι, ότι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No puede aceptar que ahora él esté casado con alguien más. Δεν μπορεί να δεχτεί το γεγονός ότι είναι παντρεμένος με κάποια άλλη πλέον. |
αποδέχομαι(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su padre nunca aceptó a su novio. Ο πατέρας της δεν αποδέχθηκε ποτέ τον φίλο της. |
δέχομαιverbo transitivo (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando el anfitrión te ofrece una comida, aceptarla es de buena educación. Όταν ο οικοδεσπότης σου σού προσφέρει ένα γεύμα, είναι ευγενικό να το δεχθείς. |
παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψηverbo transitivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No estaba preparada para aceptar mis ideas. |
το χωνεύω(μεταφορικά) |
συμφωνώ με κτverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Generalmente acepto lo que dice para evitar una discusión. Συνήθως πάω πάσο σε ό,τι κι αν λέει για ν' αποφύγω τους καυγάδες. |
συμφωνώ να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los padres de Olivia aceptaron que fuera a la fiesta. |
δέχομαι, αποδέχομαι(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμφωνώ με κτ
Está convencida de que todos aceptarán su plan una vez lo entiendan. |
στηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel está contenta de aceptar la sugerencia de Harry. Η Ρέιτσελ θα στηρίξει με χαρά την πρόταση του Χάρυ. |
δέχομαι(una oferta, un reto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aceptaron la oferta de la empresa de pagarles la formación complementaria. Δέχτηκαν την προσφορά της εταιρείας να πληρώσουν για επιπλέον εκπαίδευση. |
αποδέχομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fue muy difícil aceptar la trágica muerte de mis padres. |
παίρνω απόφαση(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δέχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) En realidad, yo no quería ir, pero acepté para que estuviera contenta. |
συμφιλιώνομαι με κτverbo transitivo Cuando Malcolm desaprobó su examen por décima vez, aceptó que nunca iba a poder conducir. Όταν ο Μάλκολμ απέτυχε στις εξετάσεις για δέκατη φορά, το πήρε απόφαση ότι δε θα κατάφερνε ποτέ να γίνει καλός στην οδήγηση. |
παραδέχομαι(una circunstancia adversa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El candidato aceptó la derrota. Ο υποψήφιος παραδέχθηκε την ήττα του. |
ορκίζομαι(matrimonio) (ότι θα κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La feliz pareja prometió amarse y honrarse mientras vivieran. |
δέχομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Aceptan tarjetas de crédito? Δέχεστε πιστωτικές κάρτες; |
δέχομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En esta universidad solamente aceptamos a los estudiantes más inteligentes. |
δέχομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Aceptaría trescientas libras esterlinas por la mesa? |
δέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sólo aceptamos nuevos miembros en primavera. |
αποδέχομαι(algo difícil) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συναινώ σε κτ, συγκατατίθεμαι σε κτ
El director finalmente consintió los reclamos de los estudiantes. |
μου πάει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El Sr. Jones asumió su nueva posición muy bien. |
αποδέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sus colegas acogieron sus propuestas. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν εγκολπώνομαι τις απόψεις σου, αλλά εξακολουθώ να τις σέβομαι. |
εγκρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pese a que llevó mucho tiempo, el comité finalmente aprobó la propuesta de subvención de Jessica. Αν και πήρε πολύ καιρό, η επιτροπή τελικά ενέκρινε την πρόταση για χορηγία της Τζέσικα. |
συμφωνώ, δέχομαι(λέω ναι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le pedí que viniera a la fiesta y accedió. Του ζήτησα να έρθει στο πάρτι και συμφώνησε (or: δέχτηκε). |
καταπίνω, χωνεύω(figurado) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pueden no gustarte estos cambios, pero me temo que tendrás que tragártelos. |
δέχομαι κπ σε κτ
Fue admitido como miembro en el club de golf. |
κάνω swipe right, κάνω δεξί swipe(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμφωνώ, δέχομαι(coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jeff quería que Rita lo ayudara a hacerle una broma a Martin, pero ella se negó a seguirle la corriente. Ο Τζεφ ήθελε να τον βοηθήσει η Ρίτα για να κάνει πλάκα στον Μάρτιν, αλλά εκείνη δεν δέχτηκε. |
αναγνωρίζωverbo transitivo (κάτι, ότι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El padre reconoció la paternidad del niño a causa del gran parecido físico. Ο πατέρας αναγνώρισε ότι το παιδί ήταν δικό του, βασιζόμενος στη μεγάλη εξωτερική ομοιότητα. |
αποδέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom se rindió ante el hecho de que nadie iba a ayudarlo a limpiar, se arremangó y empezó a trabajar. Αφού το πήρε απόφαση ότι κανείς άλλος δε θα τον βοηθούσε να καθαρίσει, ο Τιμ σήκωσε τα μανίκια και στρώθηκε στη δουλειά. |
λέω «ναι»(σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aunque las circunstancias sean duras, debes resignarte y seguir adelante. |
απορρίπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La directora desaprobó los cambios sugeridos en el departamento de recursos humanos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο πρόεδρος απέρριψε το νομοσχέδιο την τελευταία στιγμή και έτσι δεν πέρασε. |
επιδεκτικός κριτικήςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estoy dispuesto a aceptar críticas así que por favor sé honesto conmigo. |
απρόθυμος να δεχθείlocución preposicional (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υφίσταμαι τις συνέπειες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rompiste las reglas y ahora tienes que aceptar tu castigo. |
συμφωνώ με τους όρους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Las dos empresas aceptaron las condiciones y se firmó el contrato. |
συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, συμφωνούμε πως διαφωνούμεlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si no puedes ver las cosas como yo, tendremos que aceptar nuestras diferencias porque yo no voy a cambiar de opinión. |
αποδέχομαι τις συνέπειεςlocución verbal (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιάνω δουλειάlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estaba tan falta de dinero que aceptó un trabajo de camarera en un bareto de mala muerte. |
δέχομαι συμβουλέςlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es una muchacha muy independiente y no acepta consejo de nadie. |
είμαι σε άρνηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El niño está en estado de negación con la muerte de su madre; sigue esperando que aparezca por la puerta. |
παραδέχομαι ότι(έκανα κάτι) |
στηρίζω μια πρότασηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δέχομαι χωρίς αντιρρήσεις, δέχομαι χωρίς σχόλια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El excampeón aceptó la derrota sin quejarse. |
δωροδοκούμαι, χρηματίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δέχομαι υπεράριθμες κρατήσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La aerolínea reservó de más el vuelo y algunos pasajeros tuvieron que tomar el vuelo siguiente. |
παραλαμβάνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Μόλις παρέλαβα ένα μεγάλο μυστηριώδης πακέτο. |
επιβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El gobierno aceptó a la fuerza la ley, a pesar de las protestas de algunos miembros del partido. |
που δεν αντιστέκεται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El empleado se negó a aceptar su despido sin protestar, jurando que demandaría a su empleador. |
που αποδέχεται κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Esta comunidad es tolerante con las personas de todas las culturas y procedencias. |
απρόθυμος να δεχθείverbo pronominal (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Meses después, aún se negaba a aceptar que su hija no volvería. |
αντιπαρατίθεμαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si no aceptan dialogar difícilmente podrán superar el conflicto. |
αρνούμαι να αποδεχτώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se negaba a aceptar que su enfermedad era incurable. Αρνήθηκε να αποδεχτεί ότι η ασθένειά του ήταν ανίατη. |
ρουφάω, πίνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él la sigue halagando, y ella lo acepta con entusiasmo. |
αρνούμαι να αποδεχτώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se rehusaba a aceptar que su enfermedad era incurable. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αρνήθηκε να αποδεχτεί λουλούδια από άντρες που δε γνώριζε. |
αρνούμαι να απόδεχτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esas chicas altivas prohíben el ingreso a quienes no tengan padres ricos. Αυτές οι στρίγγλες αρνιόνταν να αποδεχτούν όποιον δεν είχε πλούσιους γονείς. |
συναινώ(επίσημο: στο να κάνω κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ross accedió a someterse al detector de mentiras. Ο Ρος δέχθηκε να κάνει τεστ αλήθειας. |
αποδέχομαι την προσφορά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Harás el trabajo por sólo veinte libras? Bien, acepto tu oferta. Θα αναλάβεις τη δουλειά μόνο για 20 δολάρια; Υπέροχα! Αποδέχομαι την προσφορά σου! |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aceptar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του aceptar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.