Τι σημαίνει το conceder στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης conceder στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conceder στο ισπανικά.

Η λέξη conceder στο ισπανικά σημαίνει υποχωρώ, παραχωρώ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, πραγματοποιώ, ικανοποιώ, ορίζω συγκεκριμένη χρήση, ορίζω συγκεκριμένο σκοπό, παραχωρώ, αποδίδω, χορηγώ, επιτρέπω, παραχωρώ, ιδρύω με καταστατικό, απονέμω, αναθέτω κτ σε κπ, δίνω βαρύτητα, αφήνω κπ ελεύθερο με περιοριστικούς όρους, παραχωρώ, διατάζω, κάνω, έχω επανακρόαση, επιτρέπω κτ σε κπ, δίνω δικαίωμα ψήφου σε κπ, δίνω το δικαίωμα, αποφυλακίζω κπ υπό όρους, παραχωρώ πολιτικά δικαιώματα σε κπ, δίνω πολιτικά δικαιώματα σε κπ, απονέμω κτ σε κπ, παρασημοφορώ κπ με κτ, παραχωρώ κτ σε κπ, παραχωρώ, δίνω αναβολή σε κπ, παραχωρώ κπ/κτ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης conceder

υποχωρώ, παραχωρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si me concedes la palabra, seguro podré explicarte todo lo que necesitas.

πραγματοποιώ, ικανοποιώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El genio le concedió un deseo.
Το τζίνι του πραγματοποίησε (or: ικανοποίησε) μία ευχή.

ορίζω συγκεκριμένη χρήση, ορίζω συγκεκριμένο σκοπό

(χρηματικά ποσά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραχωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El candidato con el tiempo concedió la elección.

αποδίδω

(κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por la presente concedemos a la solicitante la ayuda que reclama.
Διά του παρόντος παραχωρούμε στην αιτούσα το βοήθημα που ζητά.

χορηγώ

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El juez puede conceder que se apele la sentencia.

επιτρέπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se le pueden conceder gastos de viaje.

παραχωρώ

(deporte, gol)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tras un esfuerzo valiente, el equipo de fútbol concedió el partido.

ιδρύω με καταστατικό

(estatutos, fueros, privilegios)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απονέμω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Cuándo otorgará la reina el galardón?
Πότε θα απονείμει η βασίλισσα το βραβείο;

αναθέτω κτ σε κπ

verbo transitivo

El gobierno adjudicó el contrato a la empresa pequeña.
Η κυβέρνηση ανέθεσε τη σύμβαση στη μικρή εταιρία.

δίνω βαρύτητα

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Me rehuso a conceder importancia a su falso testimonio.

αφήνω κπ ελεύθερο με περιοριστικούς όρους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραχωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El juez le concedió al demandante el derecho de ver los documentos.
Ο δικαστής παραχώρησε στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να δει τα έγγραφα.

διατάζω, κάνω, έχω επανακρόαση

locución verbal (legal)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επιτρέπω κτ σε κπ

δίνω δικαίωμα ψήφου σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω το δικαίωμα

(σε κπ για κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ser la jefa le da derecho a Linda a una oficina más grande.
Επειδή είναι το αφεντικό, η Λίντα δικαιούται το μεγαλύτερο γραφείο.

αποφυλακίζω κπ υπό όρους

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La junta le concederá la libertad provisional a Jim la semana próxima.
Το συμβούλιο θα αποφυλακίσει τον Τζιμ υπό όρους την επόμενη εβδομάδα.

παραχωρώ πολιτικά δικαιώματα σε κπ, δίνω πολιτικά δικαιώματα σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απονέμω κτ σε κπ

(τίτλο, βαθμό, αξίωμα κλπ)

El presidente confirió la medalla de honor al soldado.

παρασημοφορώ κπ με κτ

locución verbal (ejército)

παραχωρώ κτ σε κπ

locución verbal (deporte)

El equipo de béisbol de nuestra escuela secundaria jugó bien, pero concedió el campeonato a nuestros rivales.

παραχωρώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los británicos concedieron el mandato a Hong Kong a China en 1997.

δίνω αναβολή σε κπ

(από το στρατό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A Mark le dieron una prórroga porque estaba en la universidad.

παραχωρώ κπ/κτ σε κτ

Durante la guerra, destinaron la universidad al hospital, para que haya lugar para más pacientes.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conceder στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.