Τι σημαίνει το weigh στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης weigh στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του weigh στο Αγγλικά.
Η λέξη weigh στο Αγγλικά σημαίνει ζυγίζω, ζυγίζω, ζυγίζω, βαραίνω, βαραίνω, ζυγίζω, σταθμίζω, επιβαρύνω, βαραίνω, βαραίνω, γονατίζω, ζυγίζομαι, παίρνω θέση, λέω τη γνώμη μου, συνεισφέρω στη συζήτηση, ζυγίζω, με ζυγίζουν, ζυγίζω, συγκρίνω, αντιπαραβάλλω, εκτιμώ, φέρω βάρος στη συνείδησή μου, αναλογίζομαι τις συνέπειες, σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά, ζύγισμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης weigh
ζυγίζωtransitive verb (measure weight of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adam weighed the flour for the bread. Ο Άνταμ ζύγισε το αλεύρι για το ψωμί. |
ζυγίζωtransitive verb (have a given weight) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) These apples weigh almost a pound. Αυτά τα μήλα ζυγίζουν σχεδόν μία λίβρα. |
ζυγίζωintransitive verb (have a weight) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mark weighs less than Rick. Ο Μαρκ είναι λιγότερα κιλά από τον Ρικ. |
βαραίνωintransitive verb (figurative (be heavy: on one's mind) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βαραίνωintransitive verb (be influential) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The witness's testimony weighed heavily with the jury. |
ζυγίζω, σταθμίζωtransitive verb (figurative (calculate: the difference) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Philip weighed the pros and cons of accepting the offer. |
επιβαρύνω, βαραίνωphrasal verb, transitive, separable (often passive (be heavy) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I was weighed down with all the shopping I did today. The weight of her rucksack weighed Sarah down. |
βαραίνω, γονατίζωphrasal verb, transitive, separable (figurative (be a burden) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) All this debt weighs me down, and I can't enjoy myself anymore. |
ζυγίζομαιphrasal verb, intransitive (dieter: be weighed officially) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I weigh in every Wednesday at my weight-loss club. |
παίρνω θέσηphrasal verb, intransitive (figurative (offer opinion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Whenever the two sisters had an argument, their mother would always weigh in. |
λέω τη γνώμη μου(figurative (offer an opinion about) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dave weighed in on the discussion about marketing, even though it wasn't really his field. |
συνεισφέρω στη συζήτηση(figurative (offer: opinion, support) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The senator weighed in with his opinion on the bill. |
ζυγίζωphrasal verb, transitive, separable (measure out a certain amount) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
με ζυγίζουνphrasal verb, intransitive (jockey: be weighed officially) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The jockeys are weighed out before the race. |
ζυγίζωphrasal verb, transitive, separable (compare) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In making my decision, I had to weigh up the advantages and disadvantages. Για να πάρω την απόφασή μου έπρεπε να ζυγίζω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα. |
συγκρίνω, αντιπαραβάλλω, εκτιμώphrasal verb, transitive, separable (assess, evaluate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The boxer weighed up his opponent. Ο μποξέρ εκτίμησε τον αντίπαλό του. |
φέρω βάρος στη συνείδησή μουverbal expression (cause feelings of guilt) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναλογίζομαι τις συνέπειεςverbal expression (compare possible outcomes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σταθμίζω τα υπέρ και τα κατάverbal expression (compare, contrast) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lucy weighed up the job she had been offered in New York against the one in Paris. Η Λούσι στάθμισε τα υπέρ και τα κατά της δουλειάς που της πρόσφεραν στη Νέα Υόρκη με τα αντίστοιχα της δουλειάς στο Παρίσι. |
ζύγισμαnoun (of athlete, dieter) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The jockeys lined up for the weigh-in. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του weigh στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του weigh
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.