Τι σημαίνει το well στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης well στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του well στο Αγγλικά.

Η λέξη well στο Αγγλικά σημαίνει σωστά, καλά, καλά, επαρκώς, λοιπόν, καλά, καλά, καλά, καλά, πολύ, καλά, πηγάδι, καλά, ιδιαίτερα, καλά, καλά, καλά, μάλιστα, Κοίτα να δεις!, λοιπόν, πετρελαιοπηγή, φρεάτιο, δοχείο, τρέχω, βγαίνω, ρέω, Τότε λοιπόν, Μάλιστα, Έλα!, εμείς θα, καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειά, παίζω καλά, φωταγωγός, ζει και βασιλεύει, υπάρχει ακόμα, Τέλος καλό, όλα καλά., αρτεσιανό πηγάδι, επίσης, και, είμαι καλός οιωνός, συμπεριφέρομαι καλά, συμπεριφέρομαι σωστά, τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, πηγαίνω καλά, πάω καλά, τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, πηγαίνω καλά, πάω καλά, τα πάω καλά, τα πάω καλά, καλά θα κάνω να, υγιεινή διατροφή, τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, τα πηγαίνω καλά με κπ, τα πάω καλά με κπ, καλυτερεύω, συνέρχομαι, περαστικά, κάρτα για καλή ανάρρωση, γίνομαι δεκτός με χαρά, ξεσηκώνω κπ, πάω καλά, επιτηδευμένα φιλικός, υπερβολικά φιλικός, βρε που να με πάρει!, ευτυχώς, κρατιέμαι καλά, ξέρω πολύ καλά, ξέρω πολύ καλά, ζω άνετα, φαίνομαι καλά, είμαι ωραίος, μπορεί, είναι πολύ πιθανό, έχω καλές προθέσεις, έχω καλή πρόθεση, γιατί να μην, θα μπορούσε, τεμπέλης, τεμπέλης, που δεν είναι καλά τεκμηριωμένος, σημειωτέον δε, δε βαριέσαι, πετρελαιοπηγή, αρκετά καλά, σχεδόν τελείως, αρκετά καλά, αρκετά καλά, αρκετά καλά, αρκετά καλά, αρκετά καλά, έχω καλές σχέσεις με κπ, μου αρέσει, καλόν ύπνο, καλόν ύπνο, λέω καλά λόγια για κπ, ναι μεν, αλλά, ναι μεν, αλλά, έχω καλή γνώμη για κπ, πολύ καλά, πολύ καλά, πηγάδι, μου πάει κτ, μου πάει κτ, είμαι ανθεκτικός, αντέχω στη χρήση, κρατιέμαι καλά, ισορροπημένος, που γνωρίζει καλά, που ξέρει πολύ καλά, μακριά από, ισορροπημένος, συνετός, που συμπεριφέρεται καλά, που έχει καλή συμπεριφορά, πολύ περισσότερο από κτ, που έχει καλές διασυνδέσεις, ξεκάθαρος, που μου αξίζει, που το έχω κρδίσει με την αξία μου, καλά αναπτυγμένος, αναπτυγμένος, ολοκληρωμένος, που διάκειται ευνοϊκά απέναντι σε κπ/κτ, συγχαρητήρια, καλοψημένος, πλούσιος, που έχει κτ σε αφθονία, προικισμένος, με μεγάλο στήθος, αρκετά καλά, αρκετά καλά, καθιερωμένος, παγιωμένος, καλοταϊσμένος, βάσιμος, εύλογος, περιποιημένος, βάσιμος, γνώστης, προικισμένος, Κοίτα να δεις!, τα πάω καλά με κπ, υπό έλεγχο, καλά ενημερωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης well

σωστά, καλά

adverb (properly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The job has been done well.
Η δουλειά έχει γίνει σωστά (or: καλά).

καλά

adverb (satisfactorily)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Things are going well lately; we have no unmet needs. The meeting went well, with no major difficulties.
Τα πράγματα πηγαίνουν καλά τελευταία, δεν έχουμε ανικανοποίητες ανάγκες. Η συνάντηση πήγε καλά, χωρίς σημαντικές δυσκολίες.

επαρκώς

adverb (adequately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We are well supplied with food.
Είμαστε επαρκώς εφοδιασμένοι με τρόφιμα.

λοιπόν

interjection (expressing impatience, inviting a response)

Well? What do you have to say?
Λοιπόν; Τι έχεις να πεις;

καλά

adverb (clearly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The professor explained the material well, and we all understood the theory.
Ο καθηγητής εξήγησε την ύλη καλά και όλοι καταλάβαμε τη θεωρία.

καλά

adverb (thoroughly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The instructions tell us to mix the ingredients well before adding eggs.
Οι οδηγίες λένε να ανακατέψουμε τα υλικά καλά πριν προσθέσουμε αυγά.

καλά

adverb (to a great extent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I understood him well, but still had a few questions.
Τον κατάλαβα καλά, αλλά και πάλι είχα μερικές ερωτήσεις.

καλά

adverb (person: with intimacy)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I know him well.
Τον ξέρω καλά.

πολύ

adverb (very)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He is well aware of his responsibilities.
Ξέρει πολύ καλά τις αρμοδιότητές του.

καλά

adjective (in good health)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I was sick yesterday, but I am well today.
Ήμουν άρρωστος χθες, αλλά σήμερα είμαι εντάξει.

πηγάδι

noun (natural water source)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This house gets its water from a well.
Αυτό το σπίτι παίρνει νερό από ένα πηγάδι.

καλά

adjective (good, fine)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
All is well in our town today.

ιδιαίτερα

adverb (certainly, without doubt)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Undoubtedly, he was well pleased to see her.
Αναμφίβολα χάρηκε ιδιαίτερα που την είδε.

καλά

adverb (in good humour, happily)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It was rather a cruel prank, but he took it well.
Ήταν αρκετά άσχημη φάρσα αλλά το πήρε καλά.

καλά

adverb (correct, the right thing)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You did well by telling the doctor the truth.

καλά

adverb (good financially)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We did well with that investment.

μάλιστα

interjection (indignation)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Well! I see you haven't had time to clean the house.

Κοίτα να δεις!

interjection (surprise)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Well! I never expected to run into you here!

λοιπόν

interjection (filler word, pause)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Well, I'll see what I can do.

πετρελαιοπηγή

noun (oil source)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They have thousands of wells in Saudi Arabia.
Υπάρχουν χιλιάδες πετρελαιοπηγές στη Σαουδική Αραβία.

φρεάτιο

noun (architecture: stairs, elevator)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They built the well in the centre of the building, and it has both stairs and a lift.

δοχείο

noun (container for liquid)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ink was kept in a well.

τρέχω, βγαίνω, ρέω

intransitive verb (liquid: surge) (για υγρά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Blood welled from the wound.

Τότε λοιπόν

interjection (informal (in that case)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Μάλιστα

interjection (informal (indicating that [sth] is self-evident)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Έλα!

interjection (informal (expressing surprise)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hey, what do you know! - we got here on time after all!

εμείς θα

contraction (abbr, colloquial (we will)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειά

noun (task that is performed well)

Congratulations on a job well done!

παίζω καλά

(actor: be convincing)

Little Johnny acted so well in the school play, I'm sure he'll grow up to win an Oscar.

φωταγωγός

noun (building: air passage)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In my apartment, half the windows look out onto the street and half into the air shaft.

ζει και βασιλεύει

adjective (person: still alive and healthy) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπάρχει ακόμα

adjective (figurative (industry, program: still active)

Τέλος καλό, όλα καλά.

expression (everything is resolved happily)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρτεσιανό πηγάδι

noun (well with natural outflow)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This artesian well has been flowing for over one hundred years.

επίσης

adverb (also)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
William invited not only Sue to the party, but her sister as well.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι περικοπές μισθών αφορούν το προσωπικό της αποθήκης καθώς και το τμήμα πωλήσεων.

και

conjunction (in addition to)

Our neighbor brought cake as well as juice for everyone.
Ο γείτονάς μας έφερε κέικ καθώς και χυμό για όλους.

είμαι καλός οιωνός

(be good sign)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Your tardiness does not augur well for your scholastic future.
Η αργοπορία σου δεν είναι καλός οιωνός για το ακαδημαϊκό σου μέλλον.

συμπεριφέρομαι καλά, συμπεριφέρομαι σωστά

(act properly)

τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, πηγαίνω καλά, πάω καλά

verbal expression (thrive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sarah and Jim are pleased to announce the arrival of their daughter Grace. Both mother and baby are doing well.
Η Σάρα και ο Τζιμ έχουν τη χαρά να ανακοινώσουν τον ερχομό της κόρης τους, Γκρέις. Τόσο η μητέρα όσο και το βρέφος τα πηγαίνουν καλά.

τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, πηγαίνω καλά, πάω καλά

verbal expression (recover)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A month after her car accident, Mary is doing well.
Ένα μήνα μετά το ατύχημά της η Μαίρη πάει καλά.

τα πάω καλά

(be successful)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's doing well in his new job.
Τα πάει καλά στη νέα του δουλειά.

τα πάω καλά

verbal expression (informal (be successful)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You've obviously done well for yourself.
Προφανώς τα πήγες καλά.

καλά θα κάνω να

verbal expression (be wise)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You would do well to heed her advice.
Καλά θα κάνεις να λάβεις σοβαρά υπόψη σου τη συμβουλή της.

υγιεινή διατροφή

noun (healthy diet)

τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά

verbal expression (informal (be friends)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rick and Steve get on well.
Ο Ρικ και ο Στηβ τα πηγαίνουν καλά.

τα πηγαίνω καλά με κπ, τα πάω καλά με κπ

verbal expression (informal (be friends) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I get on well with my sister.

καλυτερεύω, συνέρχομαι

verbal expression (recover from illness or injury)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm sorry to hear you're ill – let's hope you get well soon.
Λυπάμαι που είσαι άρρωστη. Ας ελπίσουμε ότι θα συνέλθεις σύντομα.

περαστικά

interjection (expressing wish for recovery)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
I heard you came down with the flu. Get well soon!
Άκουσα ότι έπαθες γρίπη. Περαστικά!

κάρτα για καλή ανάρρωση

noun (token for ill person)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γίνομαι δεκτός με χαρά

verbal expression (informal, figurative (news: be welcome)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
News of an increase in profits went down well with investors in the company.
Τα νέα της αύξησης των κερδών έγιναν δεκτά με χαρά από τους επενδυτές της εταιρείας.

ξεσηκώνω κπ

verbal expression (informal, figurative (performance: be enjoyed) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The band were very good and they went down well with the fans.
Το συγκρότημα ήταν πολύ καλό και ξεσήκωσε τους θαυμαστές του.

πάω καλά

expression (favorable outcome)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ruth's meeting with her boyfriend's parents went well.
Η συνάντηση της Ρουθ με τους γονείς του φίλου της πήγε καλά.

επιτηδευμένα φιλικός, υπερβολικά φιλικός

adjective (formal (over-familiar)

βρε που να με πάρει!

interjection (potentially offensive, slang (surprise, disbelief)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Well, I'll be damned; if it isn't my long-lost sister!

ευτυχώς

expression (informal (fortunate)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's just as well I retired before they changed all the duties of my job.

κρατιέμαι καλά

verbal expression (stay fit and healthy) (μεταφορικά)

Have you seen old Mr.Smith lately; he's keeping well! He doesn't look a day over 70.

ξέρω πολύ καλά

verbal expression (slang, potentially offensive (be aware)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't play coy with me, you know damn well what I'm talking about!

ξέρω πολύ καλά

verbal expression (be very much aware)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He knew full well that what he was doing was illegal, but it didn't stop him.

ζω άνετα

verbal expression (be comfortably well off)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We're not rich, but we live well.

φαίνομαι καλά

verbal expression (appear healthy)

είμαι ωραίος

verbal expression (informal (look well-dressed)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

μπορεί

auxiliary verb (even though)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
She may well be your best friend, but she doesn't have the right to speak to you like that.
Μπορεί να είναι η καλύτερή σου φίλη, αλλά δεν έχει δικαίωμα να σου μιλάει έτσι.

είναι πολύ πιθανό

verbal expression (might very possibly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They may well win the tournament.

έχω καλές προθέσεις, έχω καλή πρόθεση

verbal expression (have good intentions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Even though you meant well, what you said was hurtful.

γιατί να μην

verbal expression (have no reason not to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I might as well go with you.
Ας έρθω μαζί σου.

θα μπορούσε

verbal expression (would be the same)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It might as well be winter, with all this cold wet weather we're having.
Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι χειμώνας, με τόσο κρύο και υγρό καιρό.

τεμπέλης

noun (person: lazy, irresponsible)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τεμπέλης

adjective (lazy, irresponsible)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που δεν είναι καλά τεκμηριωμένος

adjective (not based on fact)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The evidence against John was not well founded, so he avoided prosecution. Your optimism about the stock market was clearly not well founded.

σημειωτέον δε

interjection (nota bene, please note)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please note well the deadlines for submitting your work.

δε βαριέσαι

interjection (expressing resignation)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

πετρελαιοπηγή

noun (petroleum mine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Their oil well turned out to be a gusher, producing over 1,200 barrels a day.

αρκετά καλά

adverb (informal (quite successfully)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I think that went pretty well. We worked pretty well together.
Δουλέψαμε αρκετά καλά μαζί.

σχεδόν τελείως

adverb (informal (almost completely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He pretty well won the game single-handedly.

αρκετά καλά

adverb (to a fairly high standard)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
James did quite well in his exam.

αρκετά καλά

adverb (fairly successfully)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The business performed quite well in its first year of trading.

αρκετά καλά

adverb (to quite a high standard)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αρκετά καλά

adverb (quite successfully)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αρκετά καλά

adverb (quite successfully)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Though I'm not an expert, I can cook reasonably well.

έχω καλές σχέσεις με κπ

verbal expression (get along with [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
For a teenager, she relates well to adults.

μου αρέσει

verbal expression (colloquial (be accepted)

This situation doesn't sit well with me.
Αυτή η κατάσταση δεν μου κάθεται καλά.

καλόν ύπνο

verbal expression (have a restful sleep)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I felt really good in my new house, so I slept well that night. The babies sleep well when it's raining.

καλόν ύπνο

interjection (informal (have a restful sleep)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λέω καλά λόγια για κπ

verbal expression (praise)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need your clients to speak well of you to their friends and acquaintances.

ναι μεν, αλλά

(informal (nevertheless, even so)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That's all very well, but it still doesn't explain why you didn't finish the work.

ναι μεν, αλλά

expression (informal (nevertheless, even so)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That's all well and good, and I enjoy talking to your granny, but isn't it about time we left for the movies ?

έχω καλή γνώμη για κπ

verbal expression (respect, admire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Amy's parents think well of her new boyfriend.

πολύ καλά

adverb (successfully)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He patched the hole in the wall very well: you'd never know it was there.
Μπάλωσε πολύ καλά την τρύπα στον τοίχο, δεν θα καταλάβαινες ποτέ ότι ήταν εκεί.

πολύ καλά

interjection (expressing consent)

Very well, then: you may go out tonight, but you must be home by midnight.
Πολύ καλά λοιπόν, μπορείς να βγεις απόψε, αλλά πρέπει να είσαι σπίτι μέχρι τα μεσάνυχτα.

πηγάδι

noun (hole dug to obtain water)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μου πάει κτ

(look good in)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mmm, she certainly wears that bikini well!

μου πάει κτ

(figurative (age, etc.: assume comfortably)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mr Jones is wearing his new authority well!

είμαι ανθεκτικός

(be enduring)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I buy practical, simple clothes that wear well and don't go out of style.

αντέχω στη χρήση

(not age too fast)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Car tires don't seem to wear as well as they used to.

κρατιέμαι καλά

(figurative (person: not look old) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Your father's wearing well, considering he's 93.

ισορροπημένος

adjective (figurative (emotionally stable)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
In spite of the problems she had growing up, she has turned out to be suprisingly well adjusted.

που γνωρίζει καλά, που ξέρει πολύ καλά

adjective (very conscious: of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μακριά από

preposition (at a distance from)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
After the argument they decided to stay well away from one other. Any nuclear energy plant should be located well away from urban centers.
Μετά τη διαφωνία αποφάσισαν να μείνουν μακριά ο ένας από τον άλλο. Τα πυρηνικά εργοστάσια θα έπρεπε να βρίσκονται μακριά από αστικά κέντρα.

ισορροπημένος

adjective (in good proportion)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
In order to stay healthy it is important to eat a well-balanced diet.

συνετός

adjective (figurative ([sb]: stable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που συμπεριφέρεται καλά, που έχει καλή συμπεριφορά

adjective (good, not naughty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's always nice to see well-behaved children. Your dog's so well behaved - it never seems to bark.

πολύ περισσότερο από κτ

preposition (far further than, past)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που έχει καλές διασυνδέσεις

adjective (having influential friends)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκάθαρος

adjective (clearly outlined, stated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μου αξίζει, που το έχω κρδίσει με την αξία μου

adjective (highly merited, earned)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After the long battle, the Vikings went home for some well-deserved mead.

καλά αναπτυγμένος

adjective (be elaborate or highly thought out)

The plot of your short story is well developed, but you need to flesh out the characters.

αναπτυγμένος, ολοκληρωμένος

adjective (be physically mature)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
My, she's a well-developed young lady! No wonder all the men are watching her.

που διάκειται ευνοϊκά απέναντι σε κπ/κτ

adjective (feeling favourable, sympathetic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συγχαρητήρια

interjection (congratulations)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
You got an A on the test? Well done!
Πήρες Α στο τεστ; Συγχαρητήρια!

καλοψημένος

adjective (meat: cooked right through)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I prefer my steak well done because I can't stand the sight of blood.
Προτιμώ την μπριζόλα μου καλοψημένη επειδή δεν αντέχω τη θέα του αίματος.

πλούσιος

adjective (wealthy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει κτ σε αφθονία

(having plenty of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The organization is well endowed with funds for building repairs.

προικισμένος

adjective (euphemism (man: having a large penis) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

με μεγάλο στήθος

adjective (euphemism (woman: having large breasts)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρκετά καλά

adverb (sufficiently)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The team played well enough to have deserved at least a draw.

αρκετά καλά

adverb (in a sufficiently good way)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I speak French well enough, but I couldn't pass for a native speaker.

καθιερωμένος, παγιωμένος

adjective (existing, proven from long ago)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καλοταϊσμένος

adjective (plump) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βάσιμος, εύλογος

adjective (based on good reasons)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περιποιημένος

adjective (smart, tidy)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

βάσιμος

adjective (evidence based)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γνώστης

adjective (knowledgeable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προικισμένος

adjective (slang (man: having a large penis) (μεταφορικά: μεγάλο πέος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Κοίτα να δεις!

interjection (expressing surprise) (έκπληξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You don't like my cooking? Well I never!

τα πάω καλά με κπ

verbal expression (UK, informal (have a good relationship with [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπό έλεγχο

adverb (figurative (under control)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I don't need any help: I've got matters well in hand.

καλά ενημερωμένος

adjective (knowledgeable)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του well στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του well

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.