Τι σημαίνει το suivant στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης suivant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του suivant στο Γαλλικά.
Η λέξη suivant στο Γαλλικά σημαίνει επόμενος, επόμενος, σύμφωνα με, επόμενος, ακόλουθος, επόμενος, ακόλουθος, που επακολουθεί, που ακολουθεί, επόμενος, αυτός που έχει σειρά, επακόλουθος, ακόλουθος, σύμφωνα με, πιάνω κπ, ακολουθώ, έπομαι, παρακολουθώ, παρακολουθώ, προλαβαίνω, παίζω με χαρτί του ιδίου χρώματος με τον αντίπαλό μου, ακολουθώ, συνοδεύω, ακολουθώ, παρακολουθώ, κατεβαίνω, ελέγχω, εκτελώ, συμβαδίζω, ακολουθώ, συμφωνώ, δέχομαι, συναγωνίζομαι, ακολουθώ, συμβαίνω μετά, έρχομαι μετά, στηρίζω, παρακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ, ερευνώ, εξετάζω, ακολουθώ, συναγωνίζομαι, παρακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ, καταγράφω, παρακολουθώ, κάνω κόλ, κάνω κόλ, ακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ, συντονίζομαι με κτ, τα βλέπω, παίρνω, ακολουθώ, παρακολουθώ, καταλαβαίνω, επιβλέπω, εποπτεύω, παρακολουθώ στενά, μαθητεύω, ακολουθώ, συνοδεύω, ακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ τα ίχνη, ακολουθώ τα ίχνη, συνεχίζω, προχωρώ, καταδιώκω, έχω το νου μου για, προσέχω, συμφωνώ με κτ, επιστατώ, επιτηρώ, εποπτεύω, μένω σε, δεν αποκλίνω από, συμβαδίζω, με υπόδειξη του, spoiler alert, συσπάσεις μετά τον τοκετό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης suivant
επόμενοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ποιος έχει σειρά; |
επόμενος(dans le temps) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous allons prendre le prochain vol. Θα πάρουμε το επόμενο αεροπλάνο. |
σύμφωνα μεpréposition Faites le pain selon (or: conformément à) la recette. Φτιάξε ψωμί σύμφωνα με τη συνταγή. |
επόμενος, ακόλουθοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'émission suivante est présentée par notre sponsor. Το επόμενο (or: ακόλουθο) πρόγραμμα είναι μια ευγενική προσφορά του χορηγού μας. |
επόμενος, ακόλουθος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les présentations suivantes porteront sur les nouveaux progrès en médecine. |
που επακολουθεί, που ακολουθεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επόμενοςadjectif (αυτός που ακολουθεί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il a eu une jeunesse rebelle mais il s'est calmé les années suivantes. |
αυτός που έχει σειρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'officier de l'immigration a demandé au suivant de s'avancer. |
επακόλουθος, ακόλουθος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Μετά τις έντονες βροχοπτώσεις και τις επακόλουθες (or: ακόλουθες) πλημμύρες, ήταν ωραία που τα πράγματα επανήλθαν στο φυσιολογικό. |
σύμφωνα με
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Conformément à votre requête, j'ai inclus les informations nécessaires dans cette note. Σύμφωνα με το αίτημά σας έχω συμπεριλάβει τις απαραίτητες πληροφορίες σε αυτό το υπόμνημα. |
πιάνω κπ(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακολουθώ, έπομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le programme qui suit est destiné aux amateurs de voile. |
παρακολουθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρακολουθώverbe transitif (πρόοδο, εξέλιξη, πορεία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Écrivez ce que vous avez réussi chaque jour, car il est important de suivre ses progrès. Σημείωνε τι καταφέρνεις καθημερινά, γιατί είναι σημαντικό να παρακολουθείς την πρόοδό σου. |
προλαβαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il marchait si vite que je ne pouvais pas le suivre. Περπατούσε τόσο γρήγορα που μετά βίας μπορούσα να τον προλάβω. |
παίζω με χαρτί του ιδίου χρώματος με τον αντίπαλό μουverbe intransitif (Cartes) (χαρτοπαίγνια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu as ouvert à trèfle, mais je ne pouvais pas suivre, j'avais une coupe franche. |
ακολουθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon petit frère voulait toujours nous suivre. Ο μικρότερος αδερφός μου ήθελε πάντα να με ακολουθεί. |
συνοδεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακολουθώverbe transitif (être derrière) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il suivit sa femme dans la maison. Ακολούθησε τη γυναίκα του μέσα στο σπίτι. |
παρακολουθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ma fille m'envoie des e-mails régulièrement pour que je puisse suivre ses déplacements. Η κόρη μου μού στέλνει μηνύματα κάθε μέρα κι έτσι μπορώ να παρακολουθώ τις κινήσεις της. Θα έπρεπε να παρακολουθείς (or: να καταγράφεις) τα έξοδα σου, ώστε να γνωρίζεις πόσα χρήματα σου απομένουν. |
κατεβαίνωverbe transitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Suivez ce couloir jusqu'à la porte vitrée. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κατέβα την οδό Έλμ και μετά στρίψε αριστερά στη γωνία. |
ελέγχωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκτελώverbe transitif (des instructions) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμβαδίζω(une série,...) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'arrive jamais à suivre ses émissions de télévisions préférées. |
ακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμφωνώ, δέχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jeff voulait que Rita l'aide à faire une blague à Martin, mais celle-ci a refusé de le suivre (or: de jouer le jeu). Ο Τζεφ ήθελε να τον βοηθήσει η Ρίτα για να κάνει πλάκα στον Μάρτιν, αλλά εκείνη δεν δέχτηκε. |
συναγωνίζομαι(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le Real Madrid est tellement en forme que les autres équipes ont du mal à suivre. Η Ρεάλ Μαδρίτης βρίσκεται σε τόσο καλή φόρμα που οι άλλες ομάδες δυσκολεύονται να τη φτάσουν. |
ακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suivez la route jusqu'à la poste. Ακολούθησε τον δρόμο μέχρι να φτάσεις στο ταχυδρομείο. |
συμβαίνω μετά, έρχομαι μετά(dans le temps) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στηρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel est heureuse de suivre la suggestion de Harry. Η Ρέιτσελ θα στηρίξει με χαρά την πρόταση του Χάρυ. |
παρακολουθώ, ακολουθώverbe intransitif (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) De nos jours, la technologie évolue trop vite pour que je puisse suivre. Στις μέρες μας η τεχνολογία εξελίσσεται πολύ γρήγορα για να την ακολουθήσω. |
ακολουθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il suit son cœur, où qu'il le conduise. Ακολουθεί την καρδιά του, όπου τον οδηγεί. |
ερευνώ, εξετάζωverbe transitif (des informations) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police suit plusieurs pistes dans sa recherche du suspect. Η αστυνομία ερευνά αρκετά στοιχεία στην αναζήτηση του υπόπτου. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dans l'alphabet, la lettre B suit la lettre A. Στην αλφαβήτα το γράμμα Β ακολουθεί το γράμμα Α. |
συναγωνίζομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stella n'arrive pas à suivre ses camarades en maths. Η Στέλλα δεν καταφέρνει να φτάσει τους συμμαθητές της στα μαθηματικά. |
παρακολουθώ, ακολουθώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le cours est très intensif et certains élèves ont du mal à suivre. Το μάθημα είναι πολύ εντατικό και ορισμένοι μαθητές αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να το παρακολουθήσουν. |
ακολουθώverbe transitif (obéir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous devriez suivre ses conseils. Πρέπει να ακούς τις συμβουλές του. |
καταγράφωverbe transitif (des changements) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Utilisez ce tableau pour suivre votre perte de poids. Χρησιμοποίησε αυτόν τον πίνακα για να καταγράφεις την πρόοδό σου όσο θα χάνεις βάρος. |
παρακολουθώverbe transitif (progression, progrès) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'enseignant suivait la progression de l'élève. Η δασκάλα παρακολουθούσε την πρόοδο του μαθητή. |
κάνω κόλverbe transitif (Poker) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a suivi avec une main moyenne, mais il a fini par remporter la mise. |
κάνω κόλverbe transitif (Poker) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu veux suivre ou miser ? |
ακολουθώverbe transitif (passer après) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je passe en premier et vous pouvez me suivre. |
ακολουθώverbe transitif (venir après) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce qui suit est un exemple de ce qu'il ne faut pas faire. |
ακολουθώverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le conducteur a suivi la voiture de tête. |
συντονίζομαι με κτ(une trajectoire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cette roue arrière ne suit pas la trajectoire des trois autres. Ο οπίσθιος τροχός δεν συντονίζεται με τους υπόλοιπους τρεις. |
τα βλέπωverbe transitif (Poker) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je vais te suivre de dix et miser dix de plus. |
παίρνωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devrions simplement laisser les choses suivre leur cours. Ας αφήσουμε απλά τα γεγονότα να πάρουν το δρόμο τους. |
ακολουθώ(venir après) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dans l'alphabet cyrillique, le B suit le A. |
παρακολουθώverbe transitif (se tenir informé) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous suivez la politique ? |
καταλαβαίνωverbe transitif (comprendre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous suivez ce que je suis en train de vous dire ? |
επιβλέπω, εποπτεύωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle suit les élections en Argentine. |
παρακολουθώ στενά
L'espion suivit (or: fila) le responsable pour savoir avec qui il travaillait. Ο κατάσκοπος έγινε η σκιά του αξιωματούχου, για να ανακαλύψει με ποιον συνεργαζόταν. |
μαθητεύωverbe transitif (pour se former) (δίπλα σε κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ken a suivi le chef pendant deux ans avant de travailler seul. Ο Κεν ήταν μαθητής του σεφ για δύο χρόνια πριν δουλέψει μόνος του. |
ακολουθώ, συνοδεύωverbe transitif (pour apprendre) (για απόκτηση εμπειρίας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les stagiaires suivent différents employés pour apprendre leur métier. |
ακολουθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alina a scrupuleusement suivi le patron de son pull. |
ακολουθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert a suivi le cours des événements qui ont mené à la crise. |
ακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακολουθώ τα ίχνη(με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακολουθώ τα ίχνη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les indigènes peuvent pister un animal sur des kilomètres. |
συνεχίζω, προχωρώverbe intransitif (με κάτι, κάνοντας κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le jeune gymnaste a effectué une vrille et a enchaîné par une roue. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το κοριτσάκι έκανε ένα κατακόρυφο και συνέχισε με μια ανάποδη τούμπα για να εντυπωσιάσει τον μπαμπά του. |
καταδιώκω(για σύλληψη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο αστυνομικός καταδιώκει τον κλέφτη κατά μήκος του δρόμου. |
έχω το νου μου για(à un danger) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il est important de faire attention aux serpents dangereux dans les buissons. Είναι σημαντικό να έχεις το νου σου μήπως υπάρχουν επικίνδυνα φίδια στην ύπαιθρο. Έχε το νου σου μήπως δεις καμιά θέση πάρκινγκ. |
προσέχωverbe transitif (ce qui se passe) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Écoute un peu ce qui se passe ! Arrête de lire quand je te parle ! Πρόσεχε! Μην συνεχίζεις το διάβασμα όταν σου μιλάω! |
συμφωνώ με κτ(avec des propos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Συνήθως πάω πάσο σε ό,τι κι αν λέει για ν' αποφύγω τους καυγάδες. |
επιστατώ, επιτηρώ, εποπτεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μένω σε, δεν αποκλίνω από(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Εάν δεν αποκλίνω από αυτή τη δίαιτα θα μπορέσω να φορέσω το αγαπημένο μου παντελόνι μέχρι τα Χριστούγεννα. |
συμβαδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La vieille dame avait du mal à aller aussi vite que sa jeune petite-fille. Η γριά γυναίκα αγωνιζόταν για να καταφέρει να συμβαδίσει με τη νεαρή εγγονή της. |
με υπόδειξη τουadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
spoiler alert(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
συσπάσεις μετά τον τοκετό(courant) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του suivant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του suivant
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.