Τι σημαίνει το suites στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης suites στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του suites στο Γαλλικά.

Η λέξη suites στο Γαλλικά σημαίνει σουίτα, σουίτα, ακολουθία, συνοδεία, σουίτα, συνέχεια, συν., συνέχιση, πρόοδος, follow up, κέντα χρώμα, μετά, κατόπιν, έπειτα, σειρά, ακολουθία, κουστωδία, συνοδεία, συνέχιση, συνέχεια, σειρά, διάρκεια, σειρά, αλληλουχία, σειρά, ακολουθία, σειρά, ακολουθία, σουίτα, αμέσως, σύντομα, σύντομα, διαδοχικά, τώρα, ακριβώς τώρα, υπακολουθία, ασύνδετος, ασυνάρτητος, μετά από, έπειτα, μετά, έπειτα, μετά, ακολουθώ, επικείμενος, επαπειλούμενος, ισχυρογνώμων, στη συνέχεια, εν συνεχεία, αμέσως, δύο φορές, σε σειρά, στιγμιαία, αδιάκοπα, απανωτά, στη σειρά, συνεχόμενα, άμεσα, αμέσως, αμέσως μετά, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, μελλοντικά, στο μέλλον, επιστρέφω αμέσως, αμέσως, άμεσα, και ούτω καθεξής, ως επακόλουθο, ως συνέπεια, αμέσως, σε συνέχεια του, αμέσως μετά, επακόλουθο, τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστά, με την μία, αμέσως, σχετικά με, αναφορικά με, στο μέλλον, μετά από, ύστερα από, Έφτασε!, sequel, σίκουελ, νυφική σουίτα, γαμήλια σουίτα, λογική σειρά, μικρή σουίτα, ακολουθία σονέτων, αλληλουχία γεγονότων, σειρά γεγονότων, στον απόηχο, στο κατόπι, μετά από, αμέσως μετά, μόλις, ακυρώνω, τερματίζω, διακόπτω, επιστρέφω αμέσως, εδώ και τώρα, συνοδός, οπότε, βασίζομαι σε, sequel, σίκουελ, επόμενος στη σειρά διαδοχής, ως επακόλουθο, ως συνέπεια, κάνω κάτι σε συνέχεια κάτι άλλου, προκύπτω από κτ, συνέχεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης suites

σουίτα

nom féminin (chambre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pour leur voyage d'anniversaire, Elizabeth et Patrick ont réservé une suite au lieu d'une chambre.
Για το ταξίδι της επετείου τους η Ελισάβετ και ο Πάτρικ έκλεισαν μια σουίτα αντί για ένα απλό δωμάτιο.

σουίτα

nom féminin (Musique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le compositeur a écrit une suite pour orchestre.

ακολουθία, συνοδεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σουίτα

nom féminin (dans un hôtel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνέχεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συν.

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Au bas de la page, on peut lire « suite p. 14 ».

συνέχιση

nom féminin (après interruption)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Revenez pour la suite de la conférence après le déjeuner.

πρόοδος

nom féminin (Mathématiques)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Écrivez une équation qui produira une suite numérique.
Γράψε μια εξίσωση που θα παραγάγει αυτή την αριθμητική πρόοδο.

follow up

(επαγγελματικό)

κέντα χρώμα

nom féminin (Cartes)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il avait une suite à carreau.

μετά, κατόπιν, έπειτα

nom féminin (γενικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
À la suite de l'orage, Ils durent dégager les branches qui étaient tombées.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στον απόηχο της απρόσμενης νίκης της ομάδας Χ κανείς δεν κάνει προβλέψεις για τον νικητή του τελικού.

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'accident s'est passé tellement rapidement qu'après, Jane avait a eu du mal à se rappeler l'ordre exact des événements (or: la suite exacte des événements).
Το ατύχημα συνέβη τόσο γρήγορα που μετά η Τζέιν δυσκολευόταν να θυμηθεί την ακριβή σειρά των γεγονότων.

ακολουθία, κουστωδία, συνοδεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνέχιση, συνέχεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le professeur de danse a montré une série de pas à ses élèves.
Ο δάσκαλος χορού έδειξε στην τάξη του μια σειρά βημάτων.

διάρκεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σειρά

nom féminin (de personnes) (ανθρώπων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Une kyrielle de personnes ont demandé des informations sur l'annonce que nous avions mise.
Μια σειρά ανθρώπων έχουν ζητήσει πληροφορίες για την αγγελία που αναρτήσαμε.

αλληλουχία

nom féminin (d'événements) (γεγονότων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La police a reconstitué la série d'événements de cette nuit-là.
Η αστυνομία έχει αναπαραστήσει την αλληλουχία των γεγονότων εκείνη τη νύχτα.

σειρά, ακολουθία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Une série (or: suite) de tests vont examiner les fonctions cérébrales du patient.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με μια σειρά από τεστ θα εξεταστεί η δύναμη της μνήμης του ασθενούς.

σειρά, ακολουθία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Une série (or: suite) de procès a fini par mettre en faillite l'entreprise.
Μια σειρά μηνύσεων τελικά οδήγησε την εταιρεία σε χρεοκοπία.

σουίτα

nom féminin (Informatique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αμέσως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il est entré dans le pub et a immédiatement demandé à boire.
Παρήγγειλε ένα ποτό αμέσως μόλις μπήκε στην παμπ.

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Πρέπει να κάνω ένα γρήγορο τηλεφώνημα. Θα είμαι μαζί σας σύντομα.

διαδοχικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τώρα, ακριβώς τώρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fais tes devoirs maintenant (or: tout de suite) !
Θα κάνεις τα μαθήματά σου τώρα!

υπακολουθία

nom féminin (Mathématiques)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ασύνδετος, ασυνάρτητος

(incohérent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le discours de l'homme éméché était décousu et il mangeait ses mots.

μετά από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έπειτα, μετά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Après, nous irons à la plage.
Στη συνέχεια θα πάμε στην παραλία.

έπειτα, μετά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La journaliste a débuté sa carrière au journal local et a ensuite travaillé pour plusieurs journaux nationaux.
Η δημοσιογράφος ξεκίνησε την καριέρα της στην τοπική εφημερίδα και μετά (or: έπειτα) εργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες εθνικής κυκλοφορίας.

ακολουθώ

(venir après)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dans l'alphabet cyrillique, le B suit le A.

επικείμενος, επαπειλούμενος

(TV)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ισχυρογνώμων

(homme, femme)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στη συνέχεια, εν συνεχεία

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il va examiner les faits et décider ensuite (or: par la suite) ce qu'il convient de faire.
Θα επανεξετάσει τα γεγονότα και εν συνεχεία θα αποφασίσει τι να κάνει.

αμέσως

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'ai tout de suite su qu'il mentait.
Το κατάλαβα με τη μία ότι λέει ψέματα.

δύο φορές

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai dû refaire le travail deux fois car je l'avais mal fait la première fois. Le restaurant ne servirait jamais le même repas deux fois de suite.

σε σειρά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quatre restaurants de cette chaîne ont été fermés à la suite.

στιγμιαία

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le téléphone sonna et il y répondit sur-le-champ.

αδιάκοπα, απανωτά, στη σειρά, συνεχόμενα

locution adverbiale (avec une quantité précise)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle a regardé la télévision pendant trois heures de suite.

άμεσα, αμέσως, αμέσως μετά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je vais envoyer ce colis tout de suite pour m'assurer qu'il arrive à temps.

αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μελλοντικά, στο μέλλον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nous avons prévu d'avoir des enfants plus tard, peut-être dans cinq ou six ans.

επιστρέφω αμέσως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Attendez-moi, je reviens tout de suite.

αμέσως, άμεσα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je fais ça tout de suite.

και ούτω καθεξής

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
D'abord, nous préchauffons le four, ensuite, nous mesurons les ingrédients, mélangeons les œufs avec le sucre, et ainsi de suite.

ως επακόλουθο, ως συνέπεια

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αμέσως

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Μπορεί να έχασες το λεωφορείο αλλά θα έρθει αμέσως και άλλο.

σε συνέχεια του

(correspondance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pour faire suite à (or: En réponse à) votre demande, je peux vous confirmer qu'il reste des tickets disponibles.
Σε συνέχεια του ερωτήματός σας, μπορώ να επιβεβαιώσω ότι υπάρχουν ακόμα διαθέσιμα εισιτήρια.

αμέσως μετά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Το ασθενοφόρο ήρθε αμέσως μετά την αστυνομία.

επακόλουθο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Suite à la tempête, de nombreuses personnes se sont retrouvées sans abri.
Ως επακόλουθο του τυφώνα πολλοί έμειναν άστεγοι.

τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai rencontré ta mère dans un bar et on connaît la suite.

με την μία, αμέσως

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχετικά με, αναφορικά με

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je vous écris au sujet du comportement de votre fils en classe.
Σας γράφω σχετικά με τη συμπεριφορά του γιου σας στην τάξη.

στο μέλλον

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μετά από, ύστερα από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Έφτασε!

interjection

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
– Je vais prendre la salade. – Je vous apporte ça tout de suite !

sequel, σίκουελ

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
« Terminator 2 » est la suite de « The Terminator ».
«Ο Εξολοθρευτής 2» είναι συνέχεια του «Εξολοθρευτή».

νυφική σουίτα, γαμήλια σουίτα

nom féminin

Comme la suite nuptiale était réservée, nous avons séjourné dans l'appartement-terrasse.
Η νυφική σουίτα ήταν κλεισμένη, γι' αυτό μείναμε στο δωμάτιο του ρετιρέ.

λογική σειρά

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μικρή σουίτα

nom féminin (dans un hôtel)

ακολουθία σονέτων

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αλληλουχία γεγονότων, σειρά γεγονότων

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στον απόηχο, στο κατόπι, μετά από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À la suite du match, les fans ont envahi le terrain. À la suite du succès des Beatles, un grand nombre de groupes anglais ont sorti des disques aux États-Unis.
Μετά από το παιχνίδι, οι οπαδοί έτρεξαν στο γήπεδο. Στον απόηχο της επιτυχίας των Μπιτλς, πολλά βρετανικά συγκροτήματα κυκλοφόρησαν δίσκους στην Αμερική.

αμέσως μετά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
On est partis juste après le petit déjeuner. Juste après le mariage, le couple s'est envolé pour la Jamaïque pour leur lune de miel.
Ξεκινήσαμε για το ταξίδι αμέσως μετά το πρωινό.

μόλις

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ακυρώνω, τερματίζω, διακόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand nous avons vu le prix des marchandises, nous n'avons pas poursuivi la commande.
Όταν ανακαλύψαμε πόσο ακριβά ήταν τα προϊόντα ακυρώσαμε την παραγγελία.

επιστρέφω αμέσως

locution verbale

Je reviens tout de suite : je dois aller à l'épicerie chercher des œufs.

εδώ και τώρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oublie les solutions à long terme : je veux savoir ce qui peut être fait pour ce problème ici et maintenant.

συνοδός

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

οπότε

locution conjonction

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βασίζομαι σε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

sequel, σίκουελ

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
« De l'autre côté du miroir » est la suite de « Alice au pays des merveilles ».
Το «Μέσα από τον Καθρέφτη» είναι η συνέχεια του «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων».

επόμενος στη σειρά διαδοχής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ως επακόλουθο, ως συνέπεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À la suite de l'ouragan, beaucoup de personnes ont dû vivre dans des logements provisoires le temps que leurs maisons soient reconstruites.
Ως επακόλουθο του κυκλώνα, πολλοί άνθρωποι έπρεπε να μείνουν σε προσωρινά καταλύματα ενώ φτιάχνονταν τα σπίτια τους.

κάνω κάτι σε συνέχεια κάτι άλλου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
John fit un suivi de son entretien en envoyant une lettre de remerciement.
Σε συνέχεια της συνέντευξής του, ο Τζον έστειλε μια ευχαριστήρια κάρτα.

προκύπτω από κτ

Des complications ont fait suite à l'opération.
Από την εγχείρηση προέκυψαν αρκετές επιπλοκές.

συνέχεια

(του ταξιδιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η Νικόλ θα πετάξει στο Λονδίνο και μετά θα πάρει το τρένο για τη συνέχεια του ταξιδιού της για το Λίβερπουλ.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του suites στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.