Τι σημαίνει το peligro στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης peligro στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του peligro στο ισπανικά.

Η λέξη peligro στο ισπανικά σημαίνει κίνδυνος, κίνδυνος, κίνδυνος, επικινδυνότητα, κίνδυνος, ρίσκο, ανάγκη, προσοχή, σήμα κινδύνου, επικίνδυνος, μπελάς, επισφάλεια, διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακυβεύω το όνομα κάποιου, διακυβεύω την υπόληψη κάποιου, υπό εξαφάνιση, χαλαρός, άνετος, σε κίνδυνο, ασφαλής, εκτός κινδύνου, με ασφάλεια, σε κίνδυνο, σε κίνδυνο, στο χείλος του γκρεμού, που κινδυνεύει, σε κίνδυνο, εκτός κινδύνου, βιολογικός κίνδυνος, κρυφός κίνδυνος, σήμα κινδύνου, επικίνδυνη ζώνη, προειδοποιητικό σήμα, είδος υπό εξαφάνιση, υψηλός κίνδυνος, μεγάλος κίνδυνος, κίνδυνος πυρκαγιάς, κίνδυνος για την υγεία, αναζήτηση της έξαψης, κιτρινιάρηδες, σχιστομάτηδες, διακινδυνεύω, ρισκάρω, παίζω τη ζωή μου κορώνα - γράμματα, θέτω σε κίνδυνο, βάζω σε κίνδυνο, που απειλείται με κτ, με ασφάλεια, απειλούμαι με εξαφάνιση, θέτω σε κίνδυνο, που πεθαίνει, που σβήνει, απειλή, υποβαθμισμένος, εκτός κινδύνου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης peligro

κίνδυνος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El soldado ignoró el peligro palpable y cruzó la línea de fuego.
Αδιαφορώντας για τους κινδύνους, ο στρατιώτης έτρεξε διαμέσου του μετώπου.

κίνδυνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El hielo es un peligro importante en las rutas en esta época del año.
Ο πάγος είναι μεγάλος κίνδυνος στους δρόμους αυτή την εποχή.

κίνδυνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La ruta de trekking era difícil y llena de peligros.
Η διαδρομή της πεζοπορίας ήταν δύσκολη και γεμάτη κίνδυνους.

επικινδυνότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κίνδυνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ella siempre ignoró el peligro de caminar sola de noche.
Πάντοτε αδιαφορούσε για τους κινδύνους που διέτρεχε περπατώντας μόνη μες στη νύχτα.

ρίσκο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Siempre hay algo de peligro cuando empiezas un nuevo negocio.
Πάντα υπάρχει λίγο ρίσκο όταν προσπαθείς να στήσεις μια επιχείρηση.

ανάγκη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las naciones más ricas ayudaron al país cuando corría peligro.
Πλουσιότερα κράτη ήρθαν να ενισχύσουν τη χώρα τη στιγμή που το είχε ανάγκη.

προσοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El letrero en la parte trasera del camión decía «Peligro: carga ancha».

σήμα κινδύνου

interjección (ταμπέλα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
No vayas más allá del letrero de "¡Peligro!"
Μην προχωρήσεις πέρα από την ταμπέλα «κίνδυνος»!

επικίνδυνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ese coche es un peligro.

μπελάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El payaso de la clase es una amenaza y deberían expulsarlo.
Ο καραγκιόζης της τάξης είναι μπελάς και θα έπρεπε να αποβληθεί.

επισφάλεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen arriesgó su carrera para ayudar a un amigo.
Η Κάρεν έθεσε σε κίνδυνο την καριέρα της για να βοηθήσει έναν φίλο.

διακυβεύω το όνομα κάποιου, διακυβεύω την υπόληψη κάποιου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπό εξαφάνιση

(είδος)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
El rinoceronte negro está en peligro de extinción.
Ο μαύρος ρινόκερος είναι υπό εξαφάνιση.

χαλαρός, άνετος

locución adjetiva (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cuando pasas esas cuadras tan oscuras, ya estás fuera de peligro.

σε κίνδυνο

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El alpinista continuó el asenso, sin darse cuenta de que estaba en peligro.

ασφαλής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El zorro estaba a salvo después de nadar al otro lado del río.
Η αλεπού ήταν ασφαλής αφού διέσχισε το μεγάλο ποτάμι. Ήταν ασφαλείς αφού πέρασαν το άγριο ποτάμι.

εκτός κινδύνου

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aunque el paciente todavía seguía enfermo, ya estaba fuera de peligro.

με ασφάλεια

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Louis comprobó que el remolque estaba enganchado de forma segura al coche.
Ο Λούις βεβαιώθηκε ότι η ρυμούλκα είχε στερεωθεί καλά στο αυτοκίνητο.

σε κίνδυνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El futuro del centro comunitario está en riesgo debido a los recortes en el gasto gubernamental.
Το μέλλον του κοινοτικού κέντρου είναι σε κίνδυνο λόγω των περικοπών των εξόδων της τοπικής αυτοδιοίκησης.

σε κίνδυνο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los icebergs ponen en peligro la navegación.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η οδήγηση σε κατάσταση μέθης βάζει σε κίνδυνο τις ζωές των ανθρώπων.

στο χείλος του γκρεμού

locución adverbial (μεταφορικά)

που κινδυνεύει

locución preposicional

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si caminas por el medio de la carretera, te pones en peligro de que te atropelle un auto.

σε κίνδυνο

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εκτός κινδύνου

locución adjetiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

βιολογικός κίνδυνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κρυφός κίνδυνος

Bucear en pozos naturales conlleva el peligro oculto de chocar contra una roca.

σήμα κινδύνου

nombre femenino (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los nadadores ignoraron las claras señales de peligro.

επικίνδυνη ζώνη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προειδοποιητικό σήμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ignoró todas las señales de peligro y siguió adelante de todas formas.

είδος υπό εξαφάνιση

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los tigres son una especie en peligro de extinción.

υψηλός κίνδυνος, μεγάλος κίνδυνος

κίνδυνος πυρκαγιάς

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Las velas son un peligro de incendio.

κίνδυνος για την υγεία

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Los mosquitos son un riesgo para la salud porque transmiten enfermedades.

αναζήτηση της έξαψης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κιτρινιάρηδες, σχιστομάτηδες

(ofensivo) (υβρ, προσβλ: ασιατικής καταγωγής)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

διακινδυνεύω, ρισκάρω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El político puso su carrera en peligro al tener una aventura.
Ο πολιτικός ρίσκαρε την καριέρα του κάνοντας σχέση.

παίζω τη ζωή μου κορώνα - γράμματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando conduces tan rápido arriesgas tu vida.

θέτω σε κίνδυνο, βάζω σε κίνδυνο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No pongas en peligro al niño dejándolo solo todo el día.

που απειλείται με κτ

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El león asiático está en peligro de extinción.

με ασφάλεια

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A pesar de la niebla, Patricia llegó a casa sin problemas.
Παρά την ομίχλη, η Πατρίσια έφτασε στο σπίτι της με ασφάλεια.

απειλούμαι με εξαφάνιση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La pérdida de su hábitat ha puesto en peligro de extinción muchas especies de mariposas.

θέτω σε κίνδυνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El fallo ha puesto en peligro nuestros planes de desarrollar la propiedad.

που πεθαίνει, που σβήνει

(μεταφορικά, λόγιος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alison habla una lengua en peligro de extinción.
Η Άλισον μιλάει μια γλώσσα που σβήνει (or: υπό εξαφάνιση).

απειλή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El malhechor era considerado como una amenaza para la sociedad.

υποβαθμισμένος

(συνήθως περιοχή)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La ciudad en apuros vio cerrar esta semana otra fábrica.

εκτός κινδύνου

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του peligro στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του peligro

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.