Τι σημαίνει το ordenado στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ordenado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ordenado στο ισπανικά.
Η λέξη ordenado στο ισπανικά σημαίνει οργανωμένος, οργανωμένος, χειροτονημένος, ταξινομημένος, τακτικός, τακτικός, οργανωμένος, ταξινομημένος, τακτικός, ομαλός, τακτικός, τακτοποιημένος, συγυρισμένος, συμμαζεμένος, εντάξει, επί παραγγελία, σε σειρά, σε τάξη, συστηματικός, τακτοποιημένος, που έχω ζητήσει, που έχω παραγγείλει, διατεταγμένος, διατάζω, ορίζω, χειροτονώ, αρμέγω, αρμέγω, διατάσσω, διατάζω, ταξινομώ, συνιστώ, περιποιημένος, συμμάζεμα, νοικοκύρεμα, εντέλλομαι, συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, ταξινομώ, αποκρυπτογραφώ, νοικοκυρεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, απομακρύνω τα άχρηστα, απομακρύνω τα άχρηστα αντικείμενα από κτ, τακτοποιώ, συμμαζεύω, τακτοποιώ, βάζω στην άκρη, τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζω, συντονίζω, συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, βάζω σε σειρά, ταξινομώ, διατάζω, κατατάσσω, ταξινομώ, κατατάσσω, ταξινομώ, προστάζω, δίνω εντολή, ταξινομώ, κατατάσσω, αναθέτω κτ σε κπ, τακτοποιώ, συγυρίζω, συμαζεύω, διατάζω, προστάζω, τακτοποιώ, ταξινομώ, κατατάσσω, αλλάζω θέση σε κτ, απλώνω, καθαρίζω, οργανώνω, τακτοποιώ, καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω, βάζω στη θέση του, συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, διατάζω, προστάζω, μαζεύω κτ από κτ, τοποθετώ, βάζω, προβλέπω, υπαγορεύω, βάζω κτ σε τάξη, χωρίζω, ταξινομώ, τακτοποιώ, διευθετώ, κατατάσσω, δίνω εντολή, καλά οργανωμένος, καλά ταξινομημένος, κρατάω σε τάξη, αλφαβητικός, τακτοποιημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ordenado
οργανωμένος(persona) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Es muy organizada, yo creo que sería una buena directora. Είναι πολύ οργανωμένη. Νομίζω πως θα γινόταν καλή μάνατζερ. |
οργανωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Nunca nada estuvo organizado en su estudio. Τίποτα δεν ήταν ποτέ οργανωμένο στο γραφείο του. |
χειροτονημένοςadjetivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ταξινομημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) El gráfico muestra los puntajes ordenados de todos los alumnos que tomaron el examen. |
τακτικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Una multitud ordenada aplaudió de manera educada a los músicos callejeros. |
τακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tania es muy ordenada; su casa está siempre impecable. |
οργανωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Laura miró los libros ordenados prolijamente en el estante. |
ταξινομημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Los libros de Jeremy estaban cuidadosamente ordenados. Τα βιβλία του Τζέρεμι ήταν προσεκτικά ταξινομημένα. |
τακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ομαλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El funcionamiento ordenado del reloj garantiza que dé las campanadas a su hora. |
τακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Una colocación organizada de los libros en las estanterías facilita que encuentres lo que buscas. |
τακτοποιημένος, συγυρισμένος, συμμαζεμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εντάξει
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
επί παραγγελία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La pintura fue un trabajo encargado por el rey. |
σε σειρά, σε τάξη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por favor, dejen organizadas las cartas. Σε παρακαλώ, βάλε τις κάρτες σε σειρά (or: σε τάξη). Θα μπορούσες να βάλεις αυτά τα αρχεία σε τάξη, σε παρακαλώ; |
συστηματικός(μεθοδικό άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τακτοποιημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
που έχω ζητήσει, που έχω παραγγείλει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La tienda llamó para decir que ya había llegado el CD que Angela había ordenado. Το κατάστημα τηλεφώνησε για να πει στην Άντζελα πως το CD που είχε παραγγείλει είχε φτάσει. |
διατεταγμένοςadjetivo (λόγιο) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
διατάζωverbo transitivo (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Te estoy ordenando que devuelvas el dinero y te disculpes. Σε προστάζω να δώσεις πίσω τα χρήματα και να ζητήσεις συγγνώμη. |
ορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El rey ordenó una nueva ley aumentando los impuestos. |
χειροτονώverbo transitivo (como sacerdote) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La iglesia ordenó un nuevo cura. |
αρμέγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El granjero ordeñaba las vacas cada mañana. Ο νεαρός αγρότης άρμεγε τις αγελάδες κάθε πρωί. |
αρμέγωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los trabajadores agrícolas labran, siembran, ordeñar y hacen otras labores. Οι αγρότες οργώνουν, σπέρνουν, αρμέγουν και κάνουν κι άλλες δουλειές. |
διατάσσω, διατάζωverbo transitivo (να γίνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El juez ordenó que se mantuviese lejos de la víctima. |
ταξινομώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ordenó los ficheros por fecha. |
συνιστώ(prescribir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El médico le ordenó una semana de reposo. |
περιποιημένοςverbo transitivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συμμάζεμα, νοικοκύρεμαverbo transitivo (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿Esta es tu idea de ordenar? ¡Está peor que antes! |
εντέλλομαι(algo a alguien) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El decreto ordenó que todos los hombres mayores de 16 se alistasen en el ejército. |
συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quiero ordenar antes de que lleguen los invitados. Θέλω να συμμαζέψω πριν φτάσουν οι καλεσμένοι. |
ταξινομώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Has terminado de ordenar esas cartas por orden alfabético? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πώς κατέταξες τελικά τα λεξικά σου, ανά γλώσσα ή ανά θέμα; |
αποκρυπτογραφώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
νοικοκυρεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνω τα άχρησταverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ordenar tu escritorio puede hacerte más productivo. |
απομακρύνω τα άχρηστα αντικείμενα από κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Stacey decidió ordenar su escritorio. |
τακτοποιώ, συμμαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) María le dijo a sus hijos de ordenaran los juguetes una vez que hubieran terminado de jugar con ellos. Η Μαρία είπε στα παιδιά να μαζέψουν τα παιχνίδια τους, όταν τελειώσουν το παιχνίδι. |
τακτοποιώ, βάζω στην άκρη
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi padre me pidió que ordenara mi ropa. Ο μπαμπάς μου μου είπε να τακτοποιήσω τα ρούχα μου. |
τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συντονίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me llevó tres horas ordenar la habitación. Μου πήρε τρεις ώρες να συγυρίσω αυτό το δωμάτιο. |
συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Ordena tu cuarto en este instante! Μάζεψε το δωμάτιό σου αυτή τη στιγμή! |
βάζω σε σειρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Denise ordenó y archivó los documentos. |
ταξινομώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor, ordene estos diarios por orden de fecha. |
διατάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El Presidente ordenó un ataque sobre el enemigo. Ο πρόεδρος διέταξε μια επίθεση κατά του εχθρού. |
κατατάσσω, ταξινομώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deberías ordenar los especímenes desde los más pequeños hasta los más grandes. |
κατατάσσω, ταξινομώverbo transitivo (por la talla) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El profesor los ordenó del más alto al más bajo. Ο δάσκαλος κατέταξε τους μαθητές κατά ύψος. |
προστάζωverbo transitivo (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tu madre te ordena que arregles tu cuarto, debes obedecerle. |
δίνω εντολή(σε κπ να κάνει κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El pueblo ordenó la reestructuración del gobierno. |
ταξινομώ, κατατάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy ordenó los archivos en orden alfabético. |
αναθέτω κτ σε κπverbo transitivo El carcelero le ordenó que limpiase las letrinas. |
τακτοποιώ, συγυρίζω, συμαζεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διατάζω, προστάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La reina ordenó que todos debían inclinarse ante ella. |
τακτοποιώ, ταξινομώ, κατατάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Colocó los libros en orden alfabético. Τακτοποίησε τα βιβλία με αλφαβητική σειρά. |
αλλάζω θέση σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Puedes cambiar los íconos en tu computadora de modo que te resulten más cómodos. El entrenador cambió a los jugadores para equilibrar los equipos. |
απλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Antes de empacar sus maletas, compuso con cuidado los trajes que quería llevar. Πριν φτιάξει τον σάκο του για το ταξίδι, έβγαλε προσεκτικά τα ρούχα που ήθελε να πάρει. |
καθαρίζω(lugar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jack limpió el establo y le dio de comer a los caballos. |
οργανώνω, τακτοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lucas está organizando sus libros. Ο Λούκα τακτοποιεί τα βιβλία του. |
καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Limpia tu cuarto y guarda toda tu ropa. Νοικοκύρεψε το δωμάτιό σου και τακτοποίησε τα ρούχα σου! |
βάζω στη θέση του
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El comandante alineó a las tropas antes de la batalla. |
συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rosa todavía estaba limpiando cuando llegaron los invitados. Η Ρόουζ ακόμα τακτοποιούσε όταν έφτασαν οι καλεσμένοι της. |
διατάζω, προστάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Qué te da autoridad para dictar aquí? |
μαζεύω κτ από κτ
El camarero limpió la mesa y se llevó los platos. Ο σερβιτόρος ήρθε και μάζεψε τα πιάτα απ' το τραπέζι. |
τοποθετώ, βάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Coloca los libros en orden cronológico. |
προβλέπω, υπαγορεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ley prescribe una pena de cárcel para este delito. |
βάζω κτ σε τάξη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Las páginas del manuscrito estaban todas desordenadas así que tuve que ponerlas en orden. |
χωρίζω, ταξινομώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Clasifiqué mis facturas en varios montones, uno para cada empresa. Χώρισα (or: ταξινόμησα) τους λογαριασμούς μου σε στοίβες ανά εταιρεία. |
τακτοποιώ, διευθετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi hijo necesita poner en orden la ropa en el clóset. Ο γιος μου πρέπει να τακτοποιήσει τα ρούχα στην ντουλάπα. |
κατατάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lydia pone a Johny Depp por sobre Brad Pitt. Η Λύντια βάζει τον Τζόνι Ντεπ σε υψηλότερη θέση από τον Μπραντ Πιτ. |
δίνω εντολή(σε κάποιον να κάνει κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Te encargo que cuides de la casa mientras estoy fuera. |
καλά οργανωμένος, καλά ταξινομημένοςlocución adjetiva |
κρατάω σε τάξηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es importante mantener tu taller ordenado para evitar accidentes. |
αλφαβητικόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τακτοποιημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ordenado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του ordenado
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.