Τι σημαίνει το lowest στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lowest στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lowest στο Αγγλικά.

Η λέξη lowest στο Αγγλικά σημαίνει κατώτατος, κατώτατος, κατώτερος, χειρότερος, ο ιεραρχικά κατώτερος, ο πιο ευτελής, στο χαμηλότερο σημείο, χαμηλός, χαμηλός, χαμηλός, χαμηλός, σιγανός, λίγος, χαμηλός, πονηρός, ύπουλος, δόλιος, χαμηλά, χαμηλά, πεσμένος, χαμηλός, χαμηλός, χυδαίος, μικρός, μικρότερος, χαμηλά, χαμηλά, χαμηλά, σιγανά, χαμηλά, χαμηλά, χαμηλό, χαμηλό, μουγκάνισμα, μουγκανίζω, ελάχιστος κοινός παρονομαστής, ελάχιστος κοινός παρονομαστής, χαμηλότερος κοινός παρονομαστής, απλός άνθρωπος, ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο, κατώτατη κοινωνική τάξη, κατώτατο επίπεδο, πάτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lowest

κατώτατος

adjective (furthest down)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The explosion happened at the lowest level of the mine.
Η έκρηξη συνέβη στο κατώτατο επίπεδο του ορυχείου.

κατώτατος

adjective (amount, degree: least)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Clerical staff have the lowest salaries in the firm. This is our lowest price.
Το υπαλληλικό προσωπικό παίρνει τους πιο χαμηλούς μισθούς στην εταιρεία. Αυτή είναι η κατώτατη τιμή μας.

κατώτερος, χειρότερος

adjective (informal, figurative (most base)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lying to his daughter about something so important is the lowest thing he's done so far. People say that sarcasm is the lowest form of wit.
Το να πει ψέματα στην κόρη του για κάτι τόσο σημαντικό ήταν ό,τι χειρότερο είχε κάνει μέχρι τότε.

ο ιεραρχικά κατώτερος, ο πιο ευτελής

noun (thing or person that is furthest down)

She has done every job in restaurant, from the highest to the lowest. He made us laugh when we were at our lowest.
Πέρασε από όλα τα πόστα στο εστιατόριο, από τα ιεραρχικά ανώτερα έως τα ιεραρχικά κατώτερα. Μας έκανε να γελάσουμε, όταν ήμαστε πεσμένοι.

στο χαμηλότερο σημείο

noun (least amount or degree) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Her enthusiasm was at its lowest.

χαμηλός

adjective (not extending or placed high)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This room has low ceilings.
Αυτό το δωμάτιο έχει χαμηλά ταβάνια.

χαμηλός

adjective (below normal level)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The standard of entries in this year's competition is very low.
Το επίπεδο των συμμετοχών στο φετινό διαγωνισμό είναι πολύ χαμηλό.

χαμηλός

adjective (pitch, tone: dull or deep)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Do you hear that low hum?
Ακούς αυτό το χαμηλό βουητό;

χαμηλός, σιγανός

adjective (quiet)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She spoke into his ear in a very low voice.
Μίλησε στο αφτί του με πολύ χαμηλή (or: σιγανή) φωνή.

λίγος

adjective (supplies: running out)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Supplies of toilet paper are low.
Οι προμήθειες μας σε χαρτί υγείας είναι λιγοστές.

χαμηλός

adjective (price, etc.: modest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The shop is selling jeans at a very low price.
Το κατάστημα πουλάει τζιν σε πολύ χαμηλές τιμές.

πονηρός, ύπουλος, δόλιος

adjective (figurative (underhand, devious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Low tactics like cheating your customers will make you a lot of enemies.
Οι δόλιες (or: ύπουλες) τακτικές όπως η εξαπάτηση των πελατών σου θα σου δημιουργήσει πολλούς εχθρούς.

χαμηλά

adverb (not very high up)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The plane flew low over the houses.
Το αεροπλάνο πετούσε χαμηλά πάνω από τα σπίτια.

χαμηλά

adverb (down: to or in a low position)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He bent down low to kiss his child.
Έσκυψε χαμηλά για να φιλήσει το παιδί του.

πεσμένος

adjective (figurative (depressed) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I'm feeling low today after hearing the bad news.
Νιώθω πεσμένος σήμερα αφού άκουσα τα κακά νέα.

χαμηλός

adjective (figurative (humble, inferior) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was from a low caste.
Ήταν από χαμηλή κάστα.

χαμηλός

adjective (figurative (negative, unfavourable) (μεταφορικά: αρνητικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I have a low opinion of people like him.
Έχω χαμηλή εκτίμηση προς τα άτομα όπως αυτός.

χυδαίος

adjective (figurative (vulgar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I don't want you using low language like that around the children.
Δεν θέλω να χρησιμοποιείς τέτοια χυδαία γλώσσα μπροστά στα παιδιά.

μικρός, μικρότερος

adjective (gear: lower)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We put the car into low gear to climb the hill.
Βάλαμε μικρότερη ταχύτητα στο αμάξι, για να καταφέρει να ανέβει τον λόφο.

χαμηλά

adjective (sun: setting)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The sun was low and about to set.
Ο ήλιος ήταν χαμηλά και έτοιμος να δύσει.

χαμηλά

adjective (sun: starting to rise)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It was early morning, and the sun was still low.

χαμηλά, σιγανά

adverb (in a quiet voice)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He spoke low so nobody could hear.
Μίλησε χαμηλόφωνα (or: σιγανά) για να μην τον ακούσει κανείς.

χαμηλά

adverb (at a low pitch)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I hope you sing bass because you need to sing this song very low.
Ελπίζω να τραγουδάς μπάσα, γιατί αυτό το τραγούδι πρέπει να το πεις πολύ χαμηλά (or: σε πολύ χαμηλό τόνο).

χαμηλά

adverb (at a low price)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The rule with stocks is: buy low, sell high!
Ο κανόνας στο χρηματιστήριο είναι: αγόρασε χαμηλά και πούλα ψηλά!

χαμηλό

noun (minimum)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The stock hit a record low for the year.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η μετοχή της εταιρείας έπεσε σε ιστορικό χαμηλό μετά το σκάνδαλο.

χαμηλό

noun (weather: depression)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
There is a low centred over the Atlantic, causing storms.
Υπάρχει ένα χαμηλό (or: χαμηλό βαρομετρικό) πάνω από τον Ατλαντικό που προκαλεί καταιγίδες.

μουγκάνισμα

noun (moo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cow's low was a mournful sound in the middle of the night.
Το μουγκάνισμα της αγελάδας ακουγόταν θλιβερό μέσα στη νύχτα.

μουγκανίζω

intransitive verb (moo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cattle were lowing.

ελάχιστος κοινός παρονομαστής

noun (lowest shared multiple) (μαθηματικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The least common denominator of the two fractions 1/6 and 1/4 is 12.

ελάχιστος κοινός παρονομαστής

noun (least shared multiple)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χαμηλότερος κοινός παρονομαστής, απλός άνθρωπος

noun (figurative (people: least enlightened) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The movie was crude and superficial, appealing to the lowest common denominator.

ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο

noun (smallest number divisible into another)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κατώτατη κοινωνική τάξη

noun (poorest, most inferior)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The school was terrible, providing only the lowest level of education.

κατώτατο επίπεδο

noun (base)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάτος

noun (worst or most miserable situation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I reached my lowest point just after my wife left me.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lowest στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lowest

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.