Τι σημαίνει το língua στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης língua στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του língua στο πορτογαλικά.
Η λέξη língua στο πορτογαλικά σημαίνει γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, που μιλάει Αγγλικά, μου έχει δεθεί η γλώσσα κόμπος, γλωσσοδέτης, γλώσσα μεταφοράς, διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας, γλωσσοδέτης, φιλιππινέζικα, πριν την ανακάλυψη της γραφής, δηκτικός, που συζητιέται πολύ, που είναι στη δημοσιότητα, Κατάπιες τη γλώσσα σου;, το έχω στην άκρη της γλώσσας μου, γλώσσα, φίλμπερτ, filbert, νεκρή γλώσσα, κοινή γλώσσα, λίνγκουα φράνκα, ζωντανή/ομιλούμενη γλώσσα, νεκρή γλώσσα, μητρική γλώσσα, μητρική γλώσσα, μητρική γλώσσα, επίσημη/αναγνωρισμένη γλώσσα, φιλί με γλώσσα, επίσημη γλώσσα/διάλεκτος, μητρική γλώσσα, ξένη γλώσσα, διχαλωτή γλώσσα, Βρεταννική Νοηματική Γλώσσα, Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα, ξένη γλώσσα, διδασκαλία αγγλικής γλώσσας, δε μασάω τα λόγια μου, βγάζω τ'άπλυτα στην φόρα, βγάζω τη γλώσσα μου, αραβόφωνος, που έχει γλωσσοδέτη, που έχει αγκυλογλωσσία, δεύτερη γλώσσα, καραμούζα, δεν αποφεύγω να κάνω κτ, φιλιέμαι με γλώσσα, κάνω αποκαλύψεις, ξεφουρνίζω, καρφώνω, φιλάω κπ με γλώσσα, γλωσσοπίεστρο, ράχη, αγγίζω με τη γλώσσα, δίνω γλωσσόφιλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης língua
γλώσσα(francês, espanhol, inglês) (μέσο επικοινωνίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ela fala dois idiomas: francês e inglês. Μιλάει δυο γλώσσες: γαλλικά και αγγλικά. |
γλώσσαsubstantivo feminino (órgão) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rick mordeu o morango suculento e sentiu o sabor explodir em sua língua. Ο Ρικ δάγκωσε τη ζουμερή φράουλα και ένιωσε μια έκρηξη γεύσης στη γλώσσα του. |
γλώσσαsubstantivo feminino (linguística) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γλώσσαsubstantivo feminino (carne) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Patricia serviu língua no almoço. Η Πατρίτσια σέρβιρε γλώσσα για μεσημεριανό. |
γλώσσαsubstantivo feminino (figurado: idioma) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Muitas pessoas sofrem ao tentarem aprender uma outra língua. Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται όταν προσπαθούν να μάθουν μια άλλη γλώσσα. |
γλώσσαsubstantivo feminino (de tênis) (παπούτσι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jeremy colocou o sapato no pé, endireitou a língua e amarrou os cadarços. |
γλώσσαsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που μιλάει Αγγλικά
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μου έχει δεθεί η γλώσσα κόμπος(figurado) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γλωσσοδέτηςsubstantivo masculino (frase difícil de pronunciar) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Os trava-línguas podem ser uma maneira útil de melhorar sua pronúncia. |
γλώσσα μεταφοράς(linguagem para a qual algo é traduzido) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γλωσσοδέτηςsubstantivo masculino (informal, palavra de difícil pronúncia) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φιλιππινέζικα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
πριν την ανακάλυψη της γραφήςlocução adjetiva |
δηκτικός(figurado, pessoa: dura) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που συζητιέται πολύ, που είναι στη δημοσιότηταlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το νέο σκάνδαλο συζητιέται πολύ αυτές τις μέρες. |
Κατάπιες τη γλώσσα σου;expressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το έχω στην άκρη της γλώσσας μουexpressão (não conseguir se lembrar de algo) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γλώσσα(informal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Θα μου άρεσε να δουλέψω στην Ιταλία αλλά δε μιλάω τη γλώσσα. |
φίλμπερτ, filbert(tipo de pincel) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
νεκρή γλώσσαsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοινή γλώσσα, λίνγκουα φράνκα(língua comum) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η εσπεράντο σχεδιάστηκε με στόχο να γίνει κοινή γλώσσα, αλλά δεν πέτυχε ποτέ το σκοπό αυτό. Τα λατινικά ήταν η κοινή γλώσσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. |
ζωντανή/ομιλούμενη γλώσσα(língua que se fala atualmente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νεκρή γλώσσα(língua que não é mais falada) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το να προσπαθείς να καταλάβεις μια νεκρή γλώσσα είναι σα να σπας έναν κώδικα. Η Στήλη της Ροζέτας μας βοήθησε να αποκρυπτογραφήσουμε τη χαμένη γλώσσα των αρχαίων Αιγυπτίων. |
μητρική γλώσσα(língua nativa) A língua materna de Juan é o espanhol. Η μητρική γλώσσα του Χουάν είναι τα ισπανικά. |
μητρική γλώσσα(primeira língua) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μητρική γλώσσα(primeira língua) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επίσημη/αναγνωρισμένη γλώσσα(língua consagrada na lei de um país) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο Καναδάς έχει δυο επίσημες γλώσσες, τα Αγγλικά και τα Γαλλικά. |
φιλί με γλώσσαsubstantivo masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Τι φιλί ήταν; Με γλώσσα; |
επίσημη γλώσσα/διάλεκτος(dialeto oficial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μητρική γλώσσα(língua nativa) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξένη γλώσσα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διχαλωτή γλώσσαsubstantivo feminino (língua partida em dois) |
Βρεταννική Νοηματική Γλώσσα
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Αμερικανική Νοηματική Γλώσσαsubstantivo feminino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ξένη γλώσσα
|
διδασκαλία αγγλικής γλώσσας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δε μασάω τα λόγια μου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βγάζω τ'άπλυτα στην φόρα(revelar um segredo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Obrigada por abrir a boca sobre eu estar grávida. |
βγάζω τη γλώσσα μουexpressão verbal (mostrar a língua como gesto rude) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αραβόφωνοςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Muitas nações de língua árabe são muçulmanas. |
που έχει γλωσσοδέτη, που έχει αγκυλογλωσσίαlocução adjetiva (restrição física) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεύτερη γλώσσαsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καραμούζαsubstantivo feminino (figurado, festa, brinquedo) (χάρτινη, παιδική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δεν αποφεύγω να κάνω κτexpressão verbal (figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φιλιέμαι με γλώσσαverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το ζευγάρι διαφωνούσε για το αν είναι σωστό να φιλιέσαι με γλώσσα σε ένα γάμο. |
κάνω αποκαλύψεις(gíria) (για κτ, σχετικά με κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεφουρνίζω, καρφώνω(ser indiscreto) (αποκαλύπτω, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φιλάω κπ με γλώσσαverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γλωσσοπίεστροsubstantivo masculino (medicina) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ράχη(parte da língua) (γλώσσα, στόμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγγίζω με τη γλώσσαexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Após a luta, o jovem tocou os dentes com a língua, certificando-se de que todos ainda estavam lá. |
δίνω γλωσσόφιλοexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A professora pegou a Susana e o João beijando de língua atrás da arquibancada! |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του língua στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του língua
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.