Τι σημαίνει το línea στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης línea στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του línea στο ισπανικά.

Η λέξη línea στο ισπανικά σημαίνει γραμμή, γραμμή, σειρά, αράδα, γραμμή, γραμμή, στίχος, γραμμή, πορεία, γραμμή, γραμμή, γραμμή, ατάκα, σειρά, γραμμή, στίχος, ευθύβολη μπαλιά, λωρίδα, όριο, ρίγα, γραμμή, καλάμι, διάδρομος, σειρά, ανάγλυφη ρίγα, χαρακιά, γραμμή, ειρμός, γραμμή, ρίχνω με ευθεία βολή, παραταγμένος, συνοριακή γραμμή, αεροπορική εταιρεία, σκληροπυρηνικός, χρονική σειρά, χρονική αλληλουχία, διαχωριστική νησίδα, κατάβαση σκι σε ευθεία κατεύθυνση, επιθετικός, πολεμοχαρής, φιλοπόλεμος, σταυρώνω, διαγώνιος, κατιών, από την πλευρά της μητέρας, από την πλευρά του πατέρα, στη σειρά, σε ευθεία γραμμή, στη ζώνη του Ισημερινού, στον Ισημερινό, στο όριο της φτώχειας, σε ευθεία γραμμή, καταχωρίσεις έκτακτων εσόδων και δαπανών σε λογιστικούς υπολογισμούς, που φέρει την ευθύνη, ευθεία διαδρομή, τηλεφωνική γραμμή άμεσης σύνδεσης, επιβατικό αεροπλάνο, παραλία, ακτή, τροχοπεδιλισμός, όριο αλπικής ζώνης, γραμμή συνομιλίας, υπηρεσία συνομιλίας, όριο πλημμυρίδας, γραμμή, αεροπορικό ταξίδι, διαχωριστική γραμμή, διακεκομμένη γραμμή, άμεσος διάδοχος, τομέας, κλάδος, επιθετικός, προσβλητικός, γραμμή του πυρός, σειρά διαδοχής, οπτικό πεδίο, τομέας εργασίας, κλάδος εργασίας, γραμμή παραγωγής, όριο, σύνορο, απευθείας γραμμή επικοινωνίας, γραμμή γηπέδου, πρώτη γραμμή πυρός, γραμμή του φάουλ, περιοχή γύρω από τα δοκάρια, οριζόντια γραμμή, ορίζοντας, γραμμή Μαζινό, γραμμή Μέϊσον - Ντίξον, επεξεργασία εκτός δικτύου, offline επεξεργασία, σειρά διαδοχής, παράλληλη γραμμή, σιδηροδρομική γραμμή, γραμμή του σερβίς, γραμμή εκκίνησης, τηλεφωνική γραμμή, γραμμή μεταφοράς, υψόμετρο μέχρι το οποίο φυτρώνουν δέντρα, μικρή διαφορά, γραµµή τερµατισµού, γραμμή παραγωγής, ίσια γραμμή, ευθεία γραμμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης línea

γραμμή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dibujó una línea curva en el papel para mostrar la figura.
Σχεδίασε μια καμπύλη γραμμή στο χαρτί για να δείξει το σχήμα.

γραμμή, σειρά, αράδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El párrafo tiene diez líneas en el libro.
Η παράγραφος πιάνει δέκα γραμμές (or: σειρές) στο βιβλίο.

γραμμή

nombre femenino (de metro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El metro local tiene dos líneas: la Roja y la Verde.
Το μετρό της περιοχής έχει δύο γραμμές: την κόκκινη και την πράσινη.

γραμμή

nombre femenino (de autobús)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta línea de autobús va a muchos pueblos.
Το λεωφορείο αυτής της γραμμής πηγαίνει σε πολλές πόλεις.

στίχος

nombre femenino (canciones)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La canción tiene cuatro líneas y el coro dos.
Το κουπλέ έχει τέσσερις στίχους και το ρεφρέν δύο.

γραμμή

nombre femenino (teléfono)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La línea se cortó y la volví a llamar.
Κόπηκε η γραμμή και την ξαναπήρα τηλέφωνο.

πορεία

nombre femenino (ruta) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sigue la línea de las montañas y llegarás a la ciudad.
Ακολούθησε την πορεία των βουνών και θα βρεθείς στην πόλη.

γραμμή

nombre femenino (diseño)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El nuevo modelo de coche era admirado por su preciosa línea de curvas.
Θαύμασαν το καινούριο αυτοκίνητο για τις ωραίες καμπυλωτές γραμμές του.

γραμμή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tres líneas defensivas contra el enemigo no lo detuvieron.
Οι τρεις αμυντικές γραμμές κατά του εχθρού δεν ήταν αρκετές για να τον σταματήσουν.

γραμμή

nombre femenino (fútbol americano)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Juega en la línea de ataque, protegiendo al quaterback.
Παίζει στην επιθετική γραμμή και προστατεύει τον αμυντικό.

ατάκα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se seguía olvidando el diálogo que debía decir antes de su salida.
Ξεχνούσε συνεχώς την ατάκα που έπρεπε να πει πριν φύγει από τη σκηνή.

σειρά

nombre femenino (productos)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta compañía tiene una línea de móviles para clientes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η νέα σειρά προϊόντων αναμένεται να μας αποφέρει μεγάλα κέρδη.

γραμμή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los soldados más jóvenes a menudo acaban en primera línea en la guerra.
Οι πιο νέοι στρατιώτες συχνά καταλήγουν στην πρώτη γραμμή του πολέμου.

στίχος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ευθύβολη μπαλιά

(μπέιζμπολ)

λωρίδα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La línea amarilla en medio de la carretera no es un carril para motocicletas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτή η κόκκινη λωρίδα στο δάπεδο σημαίνει ότι απαγορεύεται η είσοδος στους μη έχοντες εργασία.

όριο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La línea entre el optimismo y el idealismo es una difícil de trazar.

ρίγα, γραμμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El vestido de Rachel era negro con una raya blanca en el centro.
Το φόρεμα της Ρέιτσελ ήταν μαύρο με μια λευκή κάθετη ρίγα στη μέση.

καλάμι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El pescador puso su caña en la orilla.
Ο ψαράς τοποθέτησε το καλάμι του στην όχθη του ποταμού.

διάδρομος

(bolera) (μπόουλινγκ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Paul y sus amigos alquilaron una de las pistas de la bolera.
Ο Πωλ νοίκιασε έναν διάδρομο στο μπόουλινγκ με τους φίλους του.

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανάγλυφη ρίγα

Alison acarició las rayas de la pana.

χαρακιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La cicatriz larga y delgada le acabó dejando a Harry una marca en la mejilla.

γραμμή

(γηπέδου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los límites están marcados con líneas de tiza blanca.

ειρμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Su línea de razonamiento es coherente con el de las autoridades religiosas.
Ο ειρμός των σκέψεών του συνάδει με τις απόψεις των θρησκευτικών αρχών.

γραμμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La línea de ensamblaje funciona veinticuatro horas al día los siete días de la semana.
Η γραμμή παραγωγής λειτουργεί όλη μέρα, κάθε μέρα.

ρίχνω με ευθεία βολή

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pegó un batazo de línea al centro del campo y consiguió llegar a la primera base.
Έριξε τη μπάλα με ευθεία βολή στο κέντρο και πήγε στην πρώτη βάση.

παραταγμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todos mis muñecos de acción están alineados en el estante de arriba.

συνοριακή γραμμή

Cruzaron la frontera a Canadá al atardecer.
Πέρασαν τη συνοριακή γραμμή για τον Καναδά γύρω στο ηλιοβασίλεμα.

αεροπορική εταιρεία

Algunas aerolíneas anunciaron hoy una subida de precios.

σκληροπυρηνικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Howard es republicano, pero no es intransigente.

χρονική σειρά, χρονική αλληλουχία

διαχωριστική νησίδα

El auto rojo dio un volantazo y terminó en la mediana, mirando hacia el otro lado.

κατάβαση σκι σε ευθεία κατεύθυνση

(voz inglesa) (γρήγορη κατάβαση σκι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιθετικός

(μτφ, στρατιωτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La actitud militarista del comandante causaba miedo entre los nuevos reclutas.

πολεμοχαρής, φιλοπόλεμος

(μτφ, πολιτική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un político militarista planea hacer campaña para ocupar un puesto local.

σταυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cruza una línea vertical con una horizontal para formar la letra "t".
Τμήστε την κάθετη γραμμή με μια οριζόντια, για να σχηματίσετε το γράμμα “t”.

διαγώνιος

nombre femenino

La pintura tiene diagonales negras de una esquina a la otra, y los triángulos formados por estas están pintados con colores brillantes.

κατιών

(απόγονος)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

από την πλευρά της μητέρας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από την πλευρά του πατέρα

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στη σειρά

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Puso los soldados de juguete todos en fila.
Τακτοποίησε όλα τα στρατιωτάκια στη σειρά.

σε ευθεία γραμμή

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στη ζώνη του Ισημερινού, στον Ισημερινό

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο όριο της φτώχειας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε ευθεία γραμμή

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vivo a 200 metros de aquí en línea recta.

καταχωρίσεις έκτακτων εσόδων και δαπανών σε λογιστικούς υπολογισμούς

expresión (finanzas)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που φέρει την ευθύνη

locución adjetiva (figurado, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευθεία διαδρομή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τηλεφωνική γραμμή άμεσης σύνδεσης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La empresa tiene una linea directa gratuita para que sus clientes llamen a cualquier hora del día.

επιβατικό αεροπλάνο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παραλία, ακτή

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τροχοπεδιλισμός

locución nominal masculina (επίσ: κίνηση πε πατίνια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

όριο αλπικής ζώνης

(υψόμετρο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γραμμή συνομιλίας, υπηρεσία συνομιλίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

όριο πλημμυρίδας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γραμμή

locución nominal femenina (που οριοθετεί το γήπεδο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αεροπορικό ταξίδι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Yo vine en un vuelo de línea, todos los demás contrataron un chárter que llega esta noche.

διαχωριστική γραμμή

(figurado)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La línea divisoria entre el genio y la locura es realmente delgada.

διακεκομμένη γραμμή

(γραμμή από τελείες σε έγγραφο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Firme en la línea de puntos.

άμεσος διάδοχος

El príncipe Carlos es el heredero natural de la corona británica.

τομέας, κλάδος

(επαγγελματική δραστηριότητα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La compañía va a eliminar las dos líneas de negocio que no son eficientes.
Στον κλάδο του, συνηθίζεται οι πληρωμές να γίνονται μόνο τοις μετρητοίς. Η εταιρεία θα καταργήσει δύο επιχειρηματικές μονάδες, οι οποίες δεν είναι αποδοτικές.

επιθετικός, προσβλητικός

nombre femenino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tengo una línea de crédito de mil dólares en esa tienda, así que hoy compraré un sillón.

γραμμή του πυρός

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Están enviando a ese soldado a la batalla, donde estará en la línea de fuego.

σειρά διαδοχής

locución nominal femenina

Casi siempre el primero en la línea de sucesión al trono es el mayor de los príncipes.
Συνήθως, ο μεγαλύτερος σε ηλικία πρίγκιπας είναι ο πρώτος στη σειρά διαδοχής για την άνοδο στο θρόνο. Ο αντιπρόεδρος βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας για το αξίωμα του προέδρου.

οπτικό πεδίο

El otro coche vino desde fuera de mi línea de visión y chocó contra el costado de nuestro coche.

τομέας εργασίας, κλάδος εργασίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Los oficiales de policía tienen que lidiar con el peligro regularmente en su línea de trabajo.

γραμμή παραγωγής

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Había trabajado toda su vida en la línea de ensamble.

όριο, σύνορο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απευθείας γραμμή επικοινωνίας

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γραμμή γηπέδου

(deporte)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρώτη γραμμή πυρός

locución nominal femenina (figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γραμμή του φάουλ

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La multitud estaba en silencio mientras el jugador se acercaba a la línea de tiros libres.

περιοχή γύρω από τα δοκάρια

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A veces es difícil saber si el balón ha cruzado la línea de meta.

οριζόντια γραμμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dibujó una línea horizontal de izquierda a derecho a lo largo del papel.

ορίζοντας

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los objetos que están el campo visual pero no en la línea de visión no se perciben con nitidez.

γραμμή Μαζινό

nombre propio femenino (historia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El fuerte Schoenenbourg en Alsacia, una de las fortificaciones de la Línea Maginot, está abierto a la visita del público.

γραμμή Μέϊσον - Ντίξον

nombre propio femenino (historia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Línea Mason Dixon es un límite de demarcación entre cuatro estados de Estados Unidos.

επεξεργασία εκτός δικτύου, offline επεξεργασία

locución adverbial

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Tenemos que hacer algo de procesamiento fuera de línea antes de subir la respuesta en línea.

σειρά διαδοχής

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En la línea de sucesión presidencial viene primero el vicepresidente y luego el vicepresidente primero del Senado.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η σειρά διαδοχής σήμαινε ότι ο Εδουάρδος ο 6ος θα γινόταν βασιλιάς όταν πέθαινε ο πατέρας του.

παράλληλη γραμμή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando dibujas dos líneas paralelas, una nunca debe cruzar a la otra.

σιδηροδρομική γραμμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γραμμή του σερβίς

(tenis) (τένις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El saque fue nulo porque el tenista estaba pisando la línea de servicio.

γραμμή εκκίνησης

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se esperan unos 1000 corredores en la línea de partida para el maratón.

τηλεφωνική γραμμή

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Según el operador, su línea telefónica se ha desconectado.

γραμμή μεταφοράς

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υψόμετρο μέχρι το οποίο φυτρώνουν δέντρα

locución nominal femenina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Escalamos todo el día hasta que estuvimos bien alto de la línea de los árboles.

μικρή διαφορά

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A veces hay una delgada línea entre la ironía ingeniosa y la simple maldad.

γραµµή τερµατισµού

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Solo doce corredores cruzaron la línea de meta.

γραμμή παραγωγής

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estamos haciendo cambios profundos en nuestras líneas de productos.

ίσια γραμμή, ευθεία γραμμή

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La distancia más corta entre dos puntos dados es la línea recta. No soy capaz de trazar una línea recta sin usar una regla.
Μπορώ να ζωγραφίσω μια ευθεία γραμμή χωρίς να χρησιμοποιήσω οδηγό. Η πιο σύντομη απόσταση μεταξύ δύο σημείων είναι μια ευθεία γραμμή.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του línea στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του línea

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.