Τι σημαίνει το juicio στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης juicio στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του juicio στο ισπανικά.
Η λέξη juicio στο ισπανικά σημαίνει δίκη, σύνεση, μυαλό, κρίση, δίκη, δίκη, γνώμη, άποψη, κρίση, εκτίμηση, ωριμότητα, λογικότητα, κρίση, άποψη, γνώμη, γνώση, εκτίμηση, κρίση, γνώμη, φέρνω κπ για ανάκριση, προδικαστικός, που έχει σώας τας φρένας, που είναι στα συγκαλά σου, που έχει τα μυαλά στο κεφάλι του, μη έχων σώας τας φρένας, λογικός, υπό αμφισβήτηση, που δεν έχει σώας τας φρένας, που έχει σώας τας φρένας, κατά τη γνώμη μου, μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι να 'ρθει το τέλος του κόσμου, φρονιμίτης, ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία, δίωξη, κακοδικία, λανθασμένη κρίση, εσφαλμένη κρίση, μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία, λάθος κρίση, λάθος εκτίμηση, μυαλό, δίκη παρωδία, διαύγεια πνεύματος, υποκειμενική κρίση, καθαρή σκέψη, κοινή λογική, Ημέρα της Κρίσης, παρωδία δίκης, αμφιλεγόμενο θέμα, κακή κρίση, ένορκη δήλωση, συνοπτική κρίση, νόμιμη οδός, δίωξη για καταφρόνηση δικαστικής αρχής, δίωξη για καταφρόνηση δικαστηρίου, αρχική ακρόαση, πρώτη ακρόαση, δίκη από σώμα ενόρκων, δικάζω, αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούς, διεξάγω δίκη, κάνω μια σύντομη αξιολόγηση, παραπέμπομαι σε δίκη, θολώνω την κρίση, ξαναδικάζω, υπό αμφισβήτηση, λάθος υπολογισμός, ορθή κρίση, που έχει σώας τας φρένας, σε δίκη, οδηγώ κπ στα δικαστήρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης juicio
δίκηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El fiscal presentó pruebas en el juicio. Ο εισαγγελέας παρουσίασε στοιχεία στη δίκη. |
σύνεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Él tuvo el buen juicio al irse a casa antes de que empezara a llover. Είχε τη σύνεση να επιστρέψει σπίτι πριν αρχίσει να βρέχει. |
μυαλό(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El pobre hombre ha perdido la razón. Ο καημένος ο άνθρωπος έχασε τα μυαλά του. |
κρίσηnombre masculino (κριτική ικανότητα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ejercita tu juicio cuando debas manejar estas pequeñas infracciones. Χρησιμοποίησε την κρίση σου στον χειρισμό αυτών των μικρών παραβάσεων. |
δίκηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En España hay pocos juicios en los que intervenga un jurado. |
δίκηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γνώμη, άποψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El juicio de Sara sobre las habilidades del nuevo practicante se demostraron cuando él cometió un error atrás de otro. Η άποψη της Σάρα για τις ικανότητες του νέου ασκούμενου αποδείχθηκε σωστή ενώ εκείνος έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο. |
κρίση, εκτίμησηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Él es un buen actor, ¡a juicio propio! |
ωριμότητα(ιδιότητα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los adolescentes no habían alcanzado la madurez y todavía eran muy torpes. |
λογικότητα(ιδέας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Estás cuestionando la sensatez de mi decisión de casarme? Αμφισβητείς τη λογικότητα της απόφασής μου να παντρευτώ; |
κρίση, άποψη, γνώμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En tu opinión, ¿qué debemos hacer con el déficit? Κατά την άποψή (or: γνώμη) σου, τι θα πρέπει να γίνει με το έλλειμμα; |
γνώση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El sentido común sugiere que debemos evitar comer mucha sal. |
εκτίμηση, κρίση, γνώμη(άποψη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En tu estimación, ¿qué podría sacarnos de este lío? |
φέρνω κπ για ανάκριση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προδικαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει σώας τας φρέναςlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estando en mi sano juicio, por la presente lego todas mis posesiones a mi marido e hija. |
που είναι στα συγκαλά σου, που έχει τα μυαλά στο κεφάλι τουlocución adjetiva (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nadie en su sano juicio se arriesgaría a andar en moto sin usar casco. |
μη έχων σώας τας φρέναςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sus abogados alegan que es inocente porque no estaba en su sano juicio. |
λογικόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπό αμφισβήτηση
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Sus habilidades no están en duda. |
που δεν έχει σώας τας φρένας(voz latina) (καθαρεύουσα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει σώας τας φρένας(voz latina) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατά τη γνώμη μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Según mi parecer, es demasiado joven para casarse y tener hijos. Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ μικρή για να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. |
μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι να 'ρθει το τέλος του κόσμουlocución adverbial (figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φρονιμίτηςlocución nominal femenina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Me tienen que sacar la muela del juicio porque me duele muchísimo. A ella se las sacaron esta semana. |
ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία(τέλος του κόσμου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Algunos grupos religiosos creen que el Día del Juicio llegará pronto. |
δίωξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El proceso de destitución contra el presidente tomó por sorpresa a la nación. |
κακοδικία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λανθασμένη κρίση, εσφαλμένη κρίση
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία(θρησκεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El día del Juicio Final, Jesús juzgará todo lo que hemos hecho. |
λάθος κρίση, λάθος εκτίμηση
Conceder una hipoteca a alguien que no puede pagarla es un error de juicio. |
μυαλό(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Es buen juicio tomarse el tiempo para considerar todas las opciones disponibles. |
δίκη παρωδία
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Muchas farsas de juicio fueron llevadas a cabo durante el régimen de Stalin. Las farsas de juicio se montan para dar el ejemplo. |
διαύγεια πνεύματοςlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Todo lo que podemos esperar a medida que crecemos es una mente en su sano juicio y un cuerpo saludable. |
υποκειμενική κρίσηlocución nominal masculina Siempre está haciendo juicios de valor sobre cosas de las que no sabe nada. |
καθαρή σκέψη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El pánico no servirá de nada. Solo el buen juicio y la objetividad podrán guiarnos fuera de esta crisis. |
κοινή λογικήnombre masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ημέρα της Κρίσης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) El Día del Juicio Final Dios separará a los pecadores de los justos. |
παρωδία δίκης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hicieron una farsa de juicio para juzgar al disidente; todos sabían cuál iba a ser el resultado. |
αμφιλεγόμενο θέμα
Si la educación sexual previene o no embarazos indeseados entre los adolescentes es un punto en tela de juicio. |
κακή κρίση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elizabeth Taylor tiene un evidente poco juicio cuando se trata de hombres. Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ είχε ομολογουμένως κακή κρίση όσον αφορά τους άντρες. |
ένορκη δήλωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si mientes en tu declaración jurada puedes ser acusado de perjurio. |
συνοπτική κρίσηlocución nominal masculina (derecho) (δικαστική) |
νόμιμη οδός
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si te arrestan, tienes derecho a un juicio justo. |
δίωξη για καταφρόνηση δικαστικής αρχής, δίωξη για καταφρόνηση δικαστηρίου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αρχική ακρόαση, πρώτη ακρόασηnombre masculino (σε δικαστήριο) En la apelación declararon tres testigos que no habían podido ser localizados para el primer juicio. |
δίκη από σώμα ενόρκων
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δικάζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo llevaron a juicio acusado de asesinato pero no había pruebas suficientes para declararlo culpable. |
αμφιβάλλω, έχω αμφιβολίες, έχω ενδοιασμούς
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hizo resonantes declaraciones a la prensa poniendo en tela de juicio la honestidad del funcionario. |
διεξάγω δίκηlocución verbal (derecho) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se llevaron a cabo los procedimientos legales necesarios para celebrar el juicio. |
κάνω μια σύντομη αξιολόγησηverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hizo un juicio de valor rápido sobre la situación. |
παραπέμπομαι σε δίκηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi vecino me está haciendo juicio. Ο γείτονάς μου με πάει στα δικαστήρια. |
θολώνω την κρίσηlocución verbal (μεταφορικά: κάποιου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No dejes que tu amor por alguien nuble tu juicio. |
ξαναδικάζωlocución verbal (νομική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπό αμφισβήτησηlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El hecho de que se haya comprobado tras diez años que un inocente fue ejecutado ha vuelto a poner la legalidad de la pena de muerte en tela de juicio. |
λάθος υπολογισμός
Unos pocos errores de juicio pueden costarte el trabajo. |
ορθή κρίση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Mientras los demás entran en pánico, él se muestra calmo y aplica el sentido común. Ενώ οι άλλοι πανικοβάλλονται, αυτός επιδεικνύει ορθή κρίση και ηρεμία. |
που έχει σώας τας φρέναςlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El tribunal determinó que él estaba en su sano juicio cuando cometió el crimen. |
σε δίκηlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οδηγώ κπ στα δικαστήριαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του juicio στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του juicio
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.