Τι σημαίνει το guerra στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης guerra στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του guerra στο ισπανικά.

Η λέξη guerra στο ισπανικά σημαίνει πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος, σύρραξη, σύγκρουση, διαμάχη, μάχη, περίοδος ελεύθερης κριτικής, προπολεμικός, αντιπολεμικός, θωρηκτό, ο πόλεμος του Βιετνάμ, σε εμπόλεμη κατάσταση, σε κατάσταση πολέμου, που έχει σημάδια από τις μάχες, Στην αναβροχιά, καλό και το χαλάζι., κάντε έρωτα, όχι πόλεμο, πολεμική περίοδος, περίοδος πολέμου, αιχμάλωτος πολέμου, αιχμάλωτη πολέμου, πολεμικό πλοίο, παιδί της μεταπολεμικής γενιάς, μπλίτσκριγκ, τόμαχοκ, θωρηκτό, πολεμικό πλοίο, εμφύλιος πόλεμος, κήρυξη πολέμου, πόλεμος συμμοριών, πόλεμος συμμοριών, ανταρτοπόλεμος, προληπτικός πόλεμος, πόλεμος νεύρων, φραστική αντιπαράθεση, πράξη κήρυξης πολέμου, ολοκληρωτικός πόλεμος, τέχνη του πολέμου, βιολογικός πόλεμος, πεδίο μάχης, συμβατικός πόλεμος, συμβατικός πόλεμος, μικροβιολογικός πόλεμος, θεός του πολέμου, σταυροφορία, ψευδώνυμο, Ψυχρός Πόλεμος, πόλεμος θρησκευτικού χαρακτήρα, θρησκευτικός πόλεμος, εμπόλεμη κατάσταση, υποθαλάσσια, υποβρύχια σύρραξη, πόλεμος χαρακωμάτων, Τρωικός Πόλεμος, Ημέρα των Βετεράνων, επιτροπή πολεμικών επιχειρήσεων, πολεμικός ανταποκριτής, έγκλημα πολέμου, πολεμική ιαχή, οικονομία πολέμου, παράσημο, μνημείο πεσόντων πολέμου, πολεμική βαφή, ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων, παγκόσμιος πόλεμος, τραυματισμός σε μάχη, ματωμένο διαμάντι, πόλεμος αξιών, πόλεμος αρχών, πόλεμος εκτός συνόρων, Επταετής Πόλεμος, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, χιονοπόλεμος, χιονοπόλεμος, τραυματίας πολέμου, πολεμική προσπάθεια, θύμα πολέμου, άτι, πόλεμος του Βιετνάμ, αιχμάλωτος πολέμου, αιχμάλωτη πολέμου, φορέας παροχής υγειονομικών υπηρεσιών σε Αμερικανούς βετεράνους και τις οικογένειές τους, στρατόπεδο συγκέντρωσης, αρχηγείο, σύνθημα συσπείρωσης, μαξιλαροπόλεμος, παιχνίδια πολέμου, σύννεφα πολέμου, πολεμικά σχέδια, ειρήνη και αγάπη, λάφυρα πολέμου, ξεκινάω πόλεμο, συμφιλιώνομαι, κηρύσσω πόλεμο, κηρύσσω τον πόλεμο, κηρύσσω πόλεμο, πολεμώ, πολεμώ, μεταπολεμικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης guerra

πόλεμος

nombre femenino (ένοπλη σύγκρουση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mucha gente en el país se oponía a la guerra.
Πολλοί πολίτες της χώρας διαφώνησαν με τον πόλεμο.

πόλεμος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La guerra duró cinco años.
Ο πόλεμος κράτησε πέντε χρόνια.

πόλεμος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El país ha permanecido en estado de guerra por treinta años.
Η χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση εδώ και τριάντα χρόνια.

πόλεμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La guerra se está volviendo cada vez más tecnológica.

πόλεμος

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La guerra entre los dos vecinos duraba ya años.

σύρραξη, σύγκρουση, διαμάχη

(παρατεταμένη μάχη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El conflicto por el territorio duró dos años.
Οι συρράξεις στην περιοχή διήρκησαν δύο χρόνια.

μάχη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El diplomático trató de mediar un alto el fuego para parar la batalla.
Ο διπλωμάτης προσπάθησε να διαπραγματευτεί ανακωχή για να σταματήσουν οι μάχες.

περίοδος ελεύθερης κριτικής

(figurado)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προπολεμικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντιπολεμικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θωρηκτό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ο πόλεμος του Βιετνάμ

(guerra)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Miles de veteranos todavía viven con recuerdos de Vietnam.
Χιλιάδες βετεράνοι ζουν ακόμα με τις μνήμες από τον πόλεμο του Βιετνάμ.

σε εμπόλεμη κατάσταση, σε κατάσταση πολέμου

locución adverbial

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
El Primer Ministro acaba de declarar que la Nación está en guerra.
Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε μόλις πως η χώρα είναι σε εμπόλεμη κατάσταση.

που έχει σημάδια από τις μάχες

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Στην αναβροχιά, καλό και το χαλάζι.

expresión (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάντε έρωτα, όχι πόλεμο

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Sí al amor, no a la guerra" es la consigna más famosa del movimiento hippie.

πολεμική περίοδος, περίοδος πολέμου

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αιχμάλωτος πολέμου, αιχμάλωτη πολέμου

Mi abuelo fue prisionero de guerra durante la Segunda Guerra Mundial.

πολεμικό πλοίο

El buque de guerra podía disparar tiros, torpedos y misiles.

παιδί της μεταπολεμικής γενιάς

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μπλίτσκριγκ

locución nominal femenina (Segunda Guerra Mundial: doctrina ofensiva alemana) (γερμανικά: πολεμική ενέργεια)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τόμαχοκ

θωρηκτό, πολεμικό πλοίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Japón envió el crucero de guerra Naniwa a Honolulu.

εμφύλιος πόλεμος

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
La guerra civil desplazó a casi la mitad de la población del país.
Ο εμφύλιος πόλεμος εκτόπισε σχεδόν τον μισό πληθυσμό της χώρας.

κήρυξη πολέμου

(επίσημη εξαγγελία πολέμου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Franklin D. Roosvelt firmó la declaración de guerra en diciembre de 1941.

πόλεμος συμμοριών

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hubo una guerra de bandas por temas de droga.

πόλεμος συμμοριών

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los políticos locales advierten que la guerra de bandas de la ciudad está fuera de control.

ανταρτοπόλεμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La guerra de guerrillas fue un elemento importante en la Guerra de la Independencia española.

προληπτικός πόλεμος

Muchos historiadores consideran la Primera Guerra Mundial como una guerra preventiva.

πόλεμος νεύρων

nombre femenino (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Usaron la guerra psicológica para hacerle la vida imposible.

φραστική αντιπαράθεση

nombre femenino

Los candidatos rivales se enfrentaron en una repugnante guerra dialéctica.

πράξη κήρυξης πολέμου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El ataque a Pearl Harbor fue una declaración de guerra.

ολοκληρωτικός πόλεμος

locución nominal femenina

Los cárteles de la droga de la frontera entre EE.UU. y México han declarado una guerra sin cuartel a las autoridades.

τέχνη του πολέμου

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El General Patton fue un ávido estudioso del arte de la guerra.

βιολογικός πόλεμος

nombre femenino (Esp)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πεδίο μάχης

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμβατικός πόλεμος

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συμβατικός πόλεμος

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No hay manera de que venzamos al enemigo usando sólo la guerra convencional.
Δεν μπορούμε να νικήσουμε τους εχθρούς μας μόνο με συμβατικό πόλεμο.

μικροβιολογικός πόλεμος

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θεός του πολέμου

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σταυροφορία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Yihad es tan solo una de las diferentes guerras santas que ha habido.

ψευδώνυμο

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El líder de los Zapatistas es conocido por su nombre de guerra Subcomandante Marcos.

Ψυχρός Πόλεμος

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Durante la Guerra Fría a muchos los creyeron espías.

πόλεμος θρησκευτικού χαρακτήρα, θρησκευτικός πόλεμος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La guerra religiosa es aquélla cuya causa enarbolada por los implicados es un conflicto entre religiones.

εμπόλεμη κατάσταση

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Han estado en estado de guerra casi permanente durante años.

υποθαλάσσια, υποβρύχια σύρραξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
EE.UU mantuvo la neutralidad hasta que Alemania declaró la guerra submarina sin restricciones en 1917 y comenzó a hundir mercantes norteamericanos.

πόλεμος χαρακωμάτων

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Τρωικός Πόλεμος

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La Guerra de Troya está narrada en el poema épico "La Ilíada" del poeta griego Homero.

Ημέρα των Βετεράνων

locución nominal masculina

El Día de los Veteranos de Guerra honra a todos los veteranos de los EE.UU.

επιτροπή πολεμικών επιχειρήσεων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El presidente se reunió con el gabinete de guerra para decidir el retiro de las tropas.

πολεμικός ανταποκριτής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ella comenzó su carrera en periodismo como corresponsal de guerra.

έγκλημα πολέμου

locución nominal masculina plural

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Él ahora espera un juicio ante el Tribunal de La Haya por sus crímenes de guerra.

πολεμική ιαχή

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los soldados húngaros solían utilizar como grito de guerra "¡Huj, Huj, Hajrá!".

οικονομία πολέμου

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Muchos historiadores están de acuerdo en que el final de la depresión de los años 30 fue el resultado de una economía de guerra.

παράσημο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μνημείο πεσόντων πολέμου

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El memorial de guerra en Washington DC atrae a muchos turistas cada año.

πολεμική βαφή

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El guerrero Apache llevaba pintura de guerra y un elaborado tocado.

ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Cruz Roja es la encargada de evacuar a los civiles de la zona de guerra.

παγκόσμιος πόλεμος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τραυματισμός σε μάχη

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La herida de guerra que sufrió le produjo la muerte.

ματωμένο διαμάντι

nombre masculino plural

πόλεμος αξιών, πόλεμος αρχών

nombre femenino (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Divorcio vincular, matrimonio homosexual, aborto legal; batallas de una guerra cultural que está destruyendo nuestra sociedad cristiana — pontificó el prelado— .

πόλεμος εκτός συνόρων

nombre femenino (σε άλλη χώρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Επταετής Πόλεμος

locución nominal femenina

Inglaterra tomó posesión de Quebec durante la Guerra Franco India.

Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος

nombre propio femenino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
La Segunda Guerra Mundial comenzó el 3 de septiembre de 1939.

χιονοπόλεμος

(juego)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χιονοπόλεμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τραυματίας πολέμου

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πολεμική προσπάθεια

locución nominal masculina

θύμα πολέμου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άτι

(λογοτεχνικός όρος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πόλεμος του Βιετνάμ

nombre propio femenino

αιχμάλωτος πολέμου, αιχμάλωτη πολέμου

locución nominal con flexión de género

φορέας παροχής υγειονομικών υπηρεσιών σε Αμερικανούς βετεράνους και τις οικογένειές τους

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στρατόπεδο συγκέντρωσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αρχηγείο

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σύνθημα συσπείρωσης

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μαξιλαροπόλεμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παιχνίδια πολέμου

Los comandantes militares usan los juegos de guerra para afinar y practicar sus tácticas.

σύννεφα πολέμου

locución nominal masculina plural (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Al final de los años 30 los vientos de guerra recorrían toda Europa.

πολεμικά σχέδια

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
El plan de guerra precisa de 30.000 efectivos para poder ser llevado a cabo.

ειρήνη και αγάπη

expresión

λάφυρα πολέμου

ξεκινάω πόλεμο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gran Bretaña entró en guerra con Alemania en 1914.

συμφιλιώνομαι

expresión

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κηρύσσω πόλεμο

locución verbal (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fue una insensatez iniciar una guerra contra un enemigo tan poderoso.

κηρύσσω τον πόλεμο, κηρύσσω πόλεμο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alemania declaró la guerra el 1 de agosto de 1914.

πολεμώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Después de una década de estar en guerra hasta los líderes belicosos del país empezaban a añorar la paz.

πολεμώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μεταπολεμικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El Japón de la posguerra tuvo un tremendo crecimiento económico.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του guerra στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του guerra

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.