Τι σημαίνει το encender στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης encender στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του encender στο ισπανικά.

Η λέξη encender στο ισπανικά σημαίνει ανάβω, ανοίγω, ανάβω, ανάβω, βάζω σε λειτουργία, ανάβω, ανοίγω, ανοίγω, ανάβω, ανοίγω, προκαλώ, πυροδοτώ, ξεκινώ, -, παίρνω μπρος, ανάβω, βάζω μπρος, ανάβω, ανάβω, πυροδοτώ, ανάβω, ανάβω, ανάβω, πυροδοτώ, βάζω μπροστά, βάζω μπρος, ανάβω, ανάβω, ερεθίζω, εκκινώ, βάζω σε λειτουργία, εξάπτω, ανάβω, ενεργοποιώ, ανάβω, θέτω σε λειτουργία, βάζω σε λειτουργία, αναζωπυρώνω, μανιώδες κάπνισμα, διακόπτης, μέσο ανάφλεξης, μέσο πυροδότησης, ανοίγω τον δρόμο, ανάβω, ανοίγω, ξαναανάβω, αναζωπυρώνω, ανάβω, παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης encender

ανάβω, ανοίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al entrar en la vivienda, encendió todas las luces.

ανάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rob encendió un cigarrillo.
Ο Ρομπ άναψε ένα τσιγάρο.

ανάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Debes tener paciencia cuando enciendas madera; no es fácil al principio.
Πρέπει να έχεις υπομονή όταν ανάβεις φωτιά. Δεν είναι εύκολο στην αρχή.

βάζω σε λειτουργία

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pon en marcha el coche y vámonos de aquí.
Πάτησα το κουμπί εκκίνησης, έβαλα σε λειτουργία τη μηχανή και απογειώθηκα στον καθαρό γαλανό ουρανό.

ανάβω, ανοίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estaba oscureciendo, así que Rahul encendió la luz.

ανοίγω

verbo transitivo (Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enciende el ordenador y métete en internet.

ανάβω, ανοίγω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκαλώ, πυροδοτώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sus comentarios encendieron la polémica en los medios.

ξεκινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enciende el automóvil. Es hora de irnos.
Βάλε μπρος το αυτοκίνητο, είναι ώρα να φεύγουμε.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¿Podrías encender la radio?
Μπορείς να ανοίξεις το ραδιόφωνο;

παίρνω μπρος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por fin, el motor encendió y manejaron hasta su casa.

ανάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Encendieron la gran pila de basura que habían acumulado.

βάζω μπρος

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Anda, enciende el motor.

ανάβω

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El beso de ella encendió su pasión aún más.

ανάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La chispa encendió la yesca, y enseguida empezó a crepitar el fuego en la chimenea.

πυροδοτώ

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los disparos de la policía al adolescente desarmado encendieron enormes protestas.

ανάβω

verbo transitivo (dispositivo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανάβω

verbo transitivo (pasión) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανάβω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Encenderé la gasolina para hacer el fuego.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Άναψα ένα σπίρτο για να το δω να καίγεται.

πυροδοτώ

(figurado) (μτφ: αισθήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω μπροστά, βάζω μπρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Prende la computadora e ingresa a tu sesión.
Βάλε μπροστά τον υπολογιστή σου και συνδέσου στο δίκτυο.

ανάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prende la luz, ¿quieres? Está oscureciendo.
Θα ανάψεις τα φώτα; Αρχίζει να σκοτεινιάζει.

ανάβω, ερεθίζω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El aroma del perfume de su abuela despertó viejos recuerdos.
Η μυρωδιά από το άρωμα της γιαγιάς της ξύπνησε παλιές αναμνήσεις.

εκκινώ

(informática)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joel tuvo que iniciar el ordenador cinco veces esta mañana porque tenía un virus.
Ο Τζόελ χρειάστηκε να μπουτάρει τον υπολογιστή του πέντε φορές σήμερα το πρωί εξαιτίας ενός ιού.

βάζω σε λειτουργία

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucy prendió su computadora e hizo clic en el ícono del correo electrónico.

εξάπτω

(λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La vista le avivó la imaginación.

ανάβω

(MX, coloquial) (σπίρτο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para encender las velas primero necesitas prender un cerillo.

ενεργοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pon en marcha la máquina apretando este botón.
Θέσε σε λειτουργία τη μηχανή πατώντας αυτό το κουμπί.

ανάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέτω σε λειτουργία, βάζω σε λειτουργία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναζωπυρώνω

(fuego)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los acampantes reavivaron el fuego después de que un fuerte viento lo apagara.

μανιώδες κάπνισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διακόπτης

(ES, coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El botón de encender de mi aparato de DVD se ha roto. ¿Dónde está el botón de encender del estéreo?
Ο διακόπτης του DVD μου έχει σπάσει. Που είναι ο διακόπτης του στερεοφωνικού;

μέσο ανάφλεξης, μέσο πυροδότησης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Los terroristas usaron una mezcla de químicos caseros para encender el fuego.

ανοίγω τον δρόμο

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Encendieron la mecha de la nueva tienda de yogurt helado regalando muestras todo el día.

ανάβω, ανοίγω

locución verbal (ES) (φως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre enciendo la luz cuando entro en la habitación.

ξαναανάβω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναζωπυρώνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los dos amantes encendieron de nuevo su pasión después de haber estado separados durante años.

ανάβω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω

(κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του encender στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.