Τι σημαίνει το film στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης film στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του film στο Αγγλικά.
Η λέξη film στο Αγγλικά σημαίνει ταινία, φιλμ, λεπτό στρώμα, κινηματογραφώ, μεμβράνη, υμένας, κινηματογραφώ, βγαίνω, καλύπτομαι, αλείφω, ασπρόμαυρη ταινία, ασπρόμαυρο φίλμ, ακατάλληλο, φιλμ, κουτάκι, έγχρωμο φιλμ, έγχρωμη ταινία, κωμωδία, ταινία με γενική απήχηση, καλτ ταινία, τσόντα, πορνοταινία, ντοκυμαντέρ, δραματική ταινία, εκπαιδευτική ταινία, ταινία, κινηματογραφική μεταφορά, απόσπασμα ταινίας, τίτλοι, κινηματογραφικό συνεργείο, κριτικός ταινιών, κτιρικός κινηματογράφου, σκηνοθέτης, κινηματογραφική βιομηχανία, φιλμ νουάρ, προτζέκτορας, αντικείμενο σε πλατό κινηματογραφικής ταινίας, μπομπίνα, ρόλος, σκηνικό, κινηματογράφος, σκηνικό, κινηματογραφικό στούντιο, κινηματογραφική εκδοχή, κινηματογραφική μεταφορά, σκηνοθέτης, παραγωγός, σκηνοθέτης, σκηνοθέτρια, παραγωγός, καλλιτεχνικός παραγωγός, καλλιτεχνική παραγωγός, παραγωγή ταινιών, λωρίδα φιλμ, ξένη ταινία, ταινία μεγάλου μήκους, ταινία εποχής, ταινία τρόμου, κινηματογραφική ταινία, ηθοποιός κινηματογράφου, κινηματογραφική μηχανή λήψης, κριτική ταινίας, σκηνή από ταινία, αστέρι του κινηματογράφου, φωτογραφικό φιλμ, πλαστική μεμβράνη, φιλμ, ρολό φιλμ, ταινία μικρού μήκους, ταινία βωβού κινηματογράφου, ταινία τρόμου, ταινία με πολύ αίμα, snuff movie, snuff film. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης film
ταινίαnoun (esp. UK (piece of cinema entertainment) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The film was about the war in Bosnia. Το φιλμ ήταν για τον πόλεμο στην Βοσνία. |
φιλμnoun (in old-fashioned cameras) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Yes, son, before there were digital cameras, all cameras used film. Ναι, γιε μου, πριν τις ψηφιακές μηχανές όλες οι φωτογραφικές μηχανές χρησιμοποιούσαν φιλμ. |
λεπτό στρώμαnoun (thin layer) There was a film of oil coating the lake water. Ένα λεπτό στρώμα λαδιού κάλυπτε τη λίμνη. |
κινηματογραφώtransitive verb (record as moving images) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The director filmed three scenes of the movie today. Ο σκηνοθέτης έχει ήδη γυρίσει τρεις σκηνές από την ταινία. |
μεμβράνηnoun (plastic covering) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Kate pulled the film off of the cell phone's screen. |
υμέναςnoun (opaque obstruction) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The old man's eyes were covered in a milky film because of cataracts. |
κινηματογραφώintransitive verb (record moving images) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The crew is going to begin filming soon. |
βγαίνωintransitive verb (be recorded) (καθομ: αποτέλεσμα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The scene filmed well. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η σκηνή της μάχης δεν έχει γυριστεί ακόμα. |
καλύπτομαιintransitive verb (become coated with a thin layer) (με λεπτό στρώμα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) With the oil on it, the lake filmed over quickly. |
αλείφωtransitive verb (dated (coat in a thin layer) (με λεπτό στρώμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Just film the skin with a thin layer of cream. |
ασπρόμαυρη ταινίαnoun (movie: without colour) I love watching silents, those old black-and-white films with no sound. |
ασπρόμαυρο φίλμnoun (camera film: without colour) All our early home movies were on black-and-white film. |
ακατάλληλοnoun (adult film) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
φιλμnoun (for analog photos) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Now that photography is digital, camera film is practically an antique. |
κουτάκιnoun (container for photographic film) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Alicia wound up the film and put it back into its canister. |
έγχρωμο φιλμnoun (for photographing in color) Jane shot the photos using color film, scanned them into her computer and converted them to black and white. |
έγχρωμη ταινίαnoun (cinema: movie in color) |
κωμωδίαnoun (US, colloquial (humorous film) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταινία με γενική απήχησηnoun (movie: diverse appeal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλτ ταινίαnoun (film: enthusiastic fan base) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τσόντα, πορνοταινίαnoun (informal (pornographic film) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The boys hid the dirty movie under the mattress so their mom wouldn't find it. |
ντοκυμαντέρnoun (factual, informative film) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δραματική ταινίαnoun (fictional film with serious theme) |
εκπαιδευτική ταινίαnoun (information film) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The teacher showed the class an educational film about World War II. |
ταινίαnoun (full-length movie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) At the movie theater there are usually commercials and previews before the feature film. |
κινηματογραφική μεταφοράnoun (movie version) The film adaptation was not as good as the book. |
απόσπασμα ταινίαςnoun (extract of a film or movie) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I'm watching one of those shows on TV that contain a lot of old film clips. |
τίτλοιplural noun (movie: list of cast and crew) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Sometimes, I like to stay after the movie and watch the film credits. Καμιά φορά μου αρέσει να μένω μετά την ταινία και να βλέπω τους τίτλους. |
κινηματογραφικό συνεργείοnoun (team filming a movie or video) |
κριτικός ταινιών, κτιρικός κινηματογράφουnoun ([sb] who reviews movies) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) I do not often agree with the film critics who write for that newspaper. |
σκηνοθέτηςnoun (oversees making of film) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Kurosawa is considered to be one of Japan's best film directors. |
κινηματογραφική βιομηχανίαnoun (business of making films) The book describes the growth of the film industry in India. |
φιλμ νουάρnoun (film: thriller) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
προτζέκτοραςnoun (device for screening films) The family replaced their television with a film projector. |
αντικείμενο σε πλατό κινηματογραφικής ταινίαςnoun (object used on a movie set) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) They sent her to find a worn-out chair to be used as a film prop in the prison scene. |
μπομπίναnoun (spool of movie film) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We found a box full of old film reels in the loft. |
ρόλοςnoun (acting part in a movie) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I've worked in TV for years but haven't yet had a film role. |
σκηνικόnoun (movie: stage, setting) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hank was really excited as it was his first time on a film set. |
κινηματογράφοςplural noun (academic subject: cinema) (εκπαίδευση: κλάδος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He was such an avid movie fan that he immediately chose film studies as his university major. |
σκηνικόnoun (movie set) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κινηματογραφικό στούντιοnoun (movie company) |
κινηματογραφική εκδοχή, κινηματογραφική μεταφοράnoun (movie adaptation) |
σκηνοθέτηςnoun (movie director) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Steven Spielberg is a very successful film maker. |
παραγωγόςnoun (movie producer) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) In addition to being an acclaimed actor, Clint Eastwood is also an influential filmmaker. |
σκηνοθέτης, σκηνοθέτριαnoun (cinema: director) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Before becoming a filmmaker, Shane studied cinematography in college. |
παραγωγόςnoun (cinema: producer) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Linda is a Hollywood filmmaker. |
καλλιτεχνικός παραγωγός, καλλιτεχνική παραγωγόςnoun (cinema: auteur) The filmmaker will be present at the screening. |
παραγωγή ταινιώνnoun (making movies) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
λωρίδα φιλμnoun (band of cinefilm) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ξένη ταινίαnoun (movie made in another country) I enjoy watching foreign films more than domestic films. |
ταινία μεγάλου μήκουςnoun (feature-length movie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταινία εποχήςnoun (period movie, film set in the past) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) 'Gone with the Wind' is a classic example of an historical film. |
ταινία τρόμουnoun (scary, gory film) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I can't watch a horror movie at night, I get too scared. |
κινηματογραφική ταινίαnoun (film used in a movie camera) |
ηθοποιός κινηματογράφουnoun (film star) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Movie stars are a dime a dozen, it's rare to see a movie actor with the skill to move an audience in so subtle a motion. |
κινηματογραφική μηχανή λήψηςnoun (motion-picture camera) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lawrence of Arabia was filmed using the larger 35mm format movie camera. |
κριτική ταινίαςnoun (critique of a film) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I rarely read movie reviews: I prefer to make my own judgements. |
σκηνή από ταινίαnoun (set piece in a film) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αστέρι του κινηματογράφουnoun (famous film actor) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Now that he was a movie star everybody wanted to give him things for free. |
φωτογραφικό φιλμnoun (light-sensitive strip for analogue camera) |
πλαστική μεμβράνηnoun (transparent film for wrapping food) |
φιλμnoun (photographic film on a spool) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ρολό φιλμnoun (spool of film for a camera) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Digital cameras have made rolls of film obsolete. When she was taking pictures, she had to stop to change a roll of film. Οι ψηφιακές κάμερες έκαναν άχρηστα τα ρολό φιλμ. |
ταινία μικρού μήκουςnoun (movie less than feature length) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ταινία βωβού κινηματογράφουnoun (movie without sound) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The silent movie era was quite short: roughly 1900 to 1930. |
ταινία τρόμουnoun (informal (violent or gory horror film) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) This movie is one of my favorite slashers of all time! |
ταινία με πολύ αίμαnoun (violent or gory horror film) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
snuff movie, snuff filmnoun (film: shows real deaths) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του film στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του film
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.