Τι σημαίνει το double στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης double στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του double στο Αγγλικά.

Η λέξη double στο Αγγλικά σημαίνει διπλός, διπλός, διπλός, δίκλινος, διπλασιάζω, διπλασιάζομαι, διπλά, διπλός, στη μέση, στα δύο, ντουμπλέρ, ντουμπλέζ, σωσίας, διπλό κρεβάτι, διπλός, νταμπλ, μακρινό χτύπημα ώστε ο ροπαλιστής να φτάσει στη δεύτερη βάση, έχω και δεύτερο ρόλο ως κτ, σφίγγω, πάω αντίθετα, αναδιπλώνω, διπλασιάζω, πεισμώνω, επιμένω σε κτ, διπλώνομαι, διπλώνομαι από πόνο, διπλώνομαι στα γέλια, μοιράζομαι χώρο με κάποιον, albatross, μπασίστας, μπασίστρια, διπλωμένος στα δύο, αντικαταστάτης ηθοποιού, σωσίας, εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, διπλός πράκτορας, κοντραμπάσο, του κοντραμπάσο, διπλό κρεβάτι, διπλή προβολή, διπλός δεσμός, μπεν μαρί, διπλοσάγονο, διπλό κλικ, κάνω διπλό κλικ, κάνω διπλό κλικ σε κτ, κάνω διπλό κλικ σε κτ, κρέμα γάλακτος, διπλό ραντεβού, διπλή δόση, διπλοπληρώνομαι, διπλή πόρτα, αλαμπουρνέζικα, το παιχνίδι σκοινάκι με δύο σκοινιά, διφορούμενο σχόλιο, διπλή καταχώρηση, διπλό σφάλμα, διπλός, διπλό τζάμι, διπλή έλικα, αρχή του δεδικασμένου, αμφισημία, διπλή άρνηση, διπλοπαρκάρω, διπλό άουτ, διπλό δωμάτιο, δωμάτιο με διπλό κρεβάτι, διπλό διάστημα, αφήνω διπλό διάστιχο, με διπλό διάστιχο, διπλό κενό, δύο μέτρα και δύο σταθμά, δεύτερη ματιά, υπεκφυγή, υπερωρία, διπλώνομαι από τα γέλια, λύνομαι στα γέλια, ξεκαρδίζομαι, διπλώνομαι από πόνο, διπλωπία, διπλή ατυχία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δίκαννος, διπλά τυφλός, κάνω διπλοκράτηση, με διπλή σειρά κουμπιών, σταυροκούμπωτο σακάκι, διπλοτσεκάρω, προδίδω, προδοσία, βγαίνω με άλλο ζευγάρι, διπροσωπία, διπρόσωπος, διώροφο λεωφορείο, διώροφο λεωφορείο, διπλό σάντουιτς, κάνω διπλή αποσύμπλεξη, διψήφιος, δίκοπος, διπλός, δίκοπο μαχαίρι, διπλής απολήξεως, διπλογραφικό σύστημα, διπρόσωπος, με δύο όψεις, κάνω διπλό σφάλμα, που έχει υπερευλίγιστες αρθρώσεις, δίφυλλος, αναποφάσιστος, διπολικός, πολύ γρήγορα, γρήγορος, διπλός, διπλής όψεως, ταινία διπλής όψης, διπλό παιχνίδι, δικέφαλο τρένο, δικέφαλο τραίνο, μισόλογα, κρέμα σαντιγί, στο μισό χρόνο, γρήγορα, άμεσα, αμέσως, επειγόντως, τα βλέπω διπλά, τα βλέπω όλα διπλά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης double

διπλός

adjective (twofold)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This policy constitutes a double threat to security.
Η πολιτική αυτή αποτελεί διπλή απειλή για την ασφάλεια.

διπλός

adjective (with two)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We've got an electric cooker with a double oven.
Έχουμε μια ηλεκτρική κουζίνα με διπλό φούρνο.

διπλός

adjective (twice the size or amount)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'll have a double whisky. The workers received double pay for working on Sunday.
Θα πάρω ένα διπλό ουίσκι. Οι εργάτες πήραν διπλό μισθό για τη δουλειά της Κυριακής.

δίκλινος

adjective (bed, room: for two) (δωμάτιο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We'd like a double room for three nights, please.
Θα θέλαμε ένα δίκλινο δωμάτιο για τρία βράδια παρακαλώ.

διπλασιάζω

transitive verb (multiply by two)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Think of a number between one and ten, double it, and add twenty.
Σκέψου ένα νούμερο από το ένα ως το δέκα, διπλασίασέ το και πρόσθεσε είκοσι.

διπλασιάζομαι

intransitive verb (increase by two times)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The world population has doubled over the past fifty years.
Ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει διπλασιαστεί τα τελευταία πενήντα χρόνια.

διπλά

adverb (times two)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
There was an error with my credit card transaction and I ended up paying double.
Έγινε ένα σφάλμα στη συναλλαγή με την πιστωτική μου κάρτα και κατέληξα να πληρώνω τα διπλά.

διπλός

adjective (ambiguous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Everything Glenn says seems to have a double meaning.

στη μέση, στα δύο

adverb (in half)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Grace folded the sheet double and then again.

ντουμπλέρ, ντουμπλέζ

noun (film: actor's stand-in) (ζαργκόν: κινηματογράφος)

The actor had a double for the scenes where his character is naked.

σωσίας

noun (lookalike)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
I saw your double today! I was about to say hello when I realised it wasn't you.

διπλό κρεβάτι

noun (bed, room: for two) (έπιπλο)

Laura used to have a single bed, but when her boyfriend moved in with her, she bought a double.

διπλός

noun (spirits: large serving)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
I'd like a vodka, please, and make it a double.

νταμπλ

noun (tennis: with two players on each side) (στο τέννις)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The mixed doubles final will take place this afternoon.

μακρινό χτύπημα ώστε ο ροπαλιστής να φτάσει στη δεύτερη βάση

noun (baseball)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The batter hit a double.

έχω και δεύτερο ρόλο ως κτ

(do in addition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The director doubles as an actor in this movie.
Ο σκηνοθέτης κάνει και τον ηθοποιό στην ταινία.

σφίγγω

transitive verb (fists: clench)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam doubled his fists as his attacker drew near.

πάω αντίθετα

phrasal verb, intransitive (retrace one's steps)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm sorry I'm late, but I missed the turn-off for the beach and had to double back.

αναδιπλώνω

phrasal verb, transitive, separable (fold back)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διπλασιάζω

phrasal verb, intransitive (US (blackjack: double the bid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The blackjack player took the risk of doubling down.

πεισμώνω

phrasal verb, intransitive (mainly US, figurative (become more stubborn)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When criticized for his views, he doubled down and his remarks caused more outrage.

επιμένω σε κτ

(mainly US, figurative (become more stubborn about [sth])

When the interviewer questioned her, she doubled down on her support for the President.

διπλώνομαι

phrasal verb, intransitive (bend forward in pain)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διπλώνομαι από πόνο

phrasal verb, intransitive (bend forward in pain)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διπλώνομαι στα γέλια

phrasal verb, intransitive (bend forward in laughter)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μοιράζομαι χώρο με κάποιον

phrasal verb, intransitive (share with [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There were not enough books for everyone in the class, so we had to double up.

albatross

noun (golf score: 3 under par)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μπασίστας, μπασίστρια

noun (musician: plays double bass) (παίζει κοντραμπάσο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
George is the bass player in a jazz band.

διπλωμένος στα δύο

adjective (person: doubled over) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was bent over in agony.

αντικαταστάτης ηθοποιού, σωσίας

noun (actor's stand-in) (για γυμνές σκηνές)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The actress had a body double for the nude scenes in the movie.

εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι

verbal expression (look surprised)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I did a double take when I saw Richard; he looks completely different without a beard!

διπλός πράκτορας

noun (government spy) (κατάσκοπος της κυβέρνησης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We didn't know that our spy was a double agent, also working for our enemy.

κοντραμπάσο

noun (large stringed instrument)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've played the double bass since I was 14 years old.
Παίζω κοντραμπάσο από 14 χρονών.

του κοντραμπάσο

noun as adjective (relating to large stringed instrument)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διπλό κρεβάτι

noun (bed for two)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do you have a room with a double bed and en-suite bathroom?
Έχεις στην κρεβατοκάμαρα διπλό κρεβάτι με εσωτερικό μπάνιο;

διπλή προβολή

noun (presentation: two films) (κινηματογράφος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't remember the last time I saw a double bill at a cinema.

διπλός δεσμός

noun (psychological situation) (ψυχολογία)

μπεν μαρί

noun (cooking pan)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
To prevent burning chocolate, it is often cooked over a double boiler to slowly melt it.
Για να αποφευχθεί το κάψιμο της σοκολάτας πολύ συχνά τη λιώνουμε αργά σε μπεν μαρί.

διπλοσάγονο

noun (excess chin fat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Our ex-president had a double chin.

διπλό κλικ

noun (computing: two presses)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάνω διπλό κλικ

intransitive verb (computing: press twice)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω διπλό κλικ σε κτ

(computing: press twice on [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω διπλό κλικ σε κτ

transitive verb (computing: press twice on [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρέμα γάλακτος

noun (type of cheese)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διπλό ραντεβού

noun (two couples meeting socially)

We're going on a double date - it will be less awkward that way.

διπλή δόση

noun ([sth] equal to original amount)

Hank received a double dip of protection through both insurance and social security.
Ο Χάνκ είχε διπλή δόση προστασίας, από την ιδιωτική και τη δημόσια ασφάλεια.

διπλοπληρώνομαι

intransitive verb (US, informal (get salary and pension)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διπλή πόρτα

plural noun (set of 2 doors side by side)

αλαμπουρνέζικα

noun (slang (language: nonsense) (καθομ: ακατάληπτη γλώσσα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I can't understand that Scottish girl - she may as well be talking double Dutch!
Δεν μπορώ να καταλάβω αυτό το κορίτσι από τη Σκωτία. Όσα λέει μάλλον φαντάζουν κινέζικα.

το παιχνίδι σκοινάκι με δύο σκοινιά

noun (skipping: two ropes)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Many early rap videos featured girls playing double Dutch with jump ropes.

διφορούμενο σχόλιο

noun (French (ambiguous meaning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He can't open his mouth without letting slip some double entendre or other.
Δε μπορεί να ανοίξει το στόμα του και να μην κάνει ένα διφορούμενο σχόλιο.

διπλή καταχώρηση

noun (accounting: debit, credit) (λογιστική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διπλό σφάλμα

noun (tennis: two bad serves) (σε σερβίς)

διπλός

adjective (window: two panes thick) (για τζάμι παραθύρου)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The windows are double glazed, so we're never bothered by traffic noise.

διπλό τζάμι

(construction)

διπλή έλικα

noun (2 spirals together)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
DNA is arranged in a double helix.

αρχή του δεδικασμένου

noun (second trial) (νομικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He can't be tried again because of the double jeopardy rule.
Δε μπορεί να ξαναδικαστεί εξαιτίας της αρχής του δεδικασμένου.

αμφισημία

noun (ambiguity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Much of the humour in Shakespeare's writing comes from double meanings.

διπλή άρνηση

noun (grammar)

My English teacher told me I was wrong to use a double negative.

διπλοπαρκάρω

intransitive verb (car: park parallel)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The parking spaces were all taken, so I had to double-park.

διπλό άουτ

noun (baseball) (μπέιζμπολ)

διπλό δωμάτιο, δωμάτιο με διπλό κρεβάτι

noun (hotel room: bed for two)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'd like to book a double room for three nights.

διπλό διάστημα

noun (typing: full space between lines)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αφήνω διπλό διάστιχο

transitive verb (typing: leave full space between lines)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He asked us to double-space our essays to leave room for his comments.

με διπλό διάστιχο

adjective (space between lines)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διπλό κενό

noun (text layout)

δύο μέτρα και δύο σταθμά

noun (principle applied unfairly)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
It's another instance of the double standard that praises promiscuous men and denigrates promiscuous women.

δεύτερη ματιά

noun (surprised response)

Dan thought no one noticed his double take when the eccentrically dressed man passed him in the street, but I did.
Ο Νταν πίστευε ότι κανείς δεν πρόσεξε την απορημένη ματιά του όταν πέρασε δίπλα το ένας εκκεντρικά ντυμένος άντρας, αλλά εγώ την είδα.

υπεκφυγή

noun (informal (ambiguous, evasive language)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All good politicians need to master the art of double-talk.
Όλοι οι καλοί πολιτικοί χρειάζεται να μάθουν την τέχνη της υπεκφυγής.

υπερωρία

noun (overtime pay) (διπλή αμοιβή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διπλώνομαι από τα γέλια

verbal expression (bend forward in laughter) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λύνομαι στα γέλια, ξεκαρδίζομαι

verbal expression (figurative (laugh very hard) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διπλώνομαι από πόνο

verbal expression (bend forward in sudden pain)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Each time the cramp returned he would scream and double up with pain.

διπλωπία

(symptom)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διπλή ατυχία

noun (slang (twofold misfortune)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjective (engine, pump)

δίκαννος

adjective (gun: two barrels)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διπλά τυφλός

adjective (denoting type of trial)

κάνω διπλοκράτηση

transitive verb (make two simultaneous reservations)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με διπλή σειρά κουμπιών

adjective (jacket design)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταυροκούμπωτο σακάκι

noun (style of formal jacket)

Darling, you really shouldn't wear a double-breasted blazer; it makes you look awfully stout.

διπλοτσεκάρω

transitive verb (cross-check, inspect again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We should double-check our grocery list to make sure we have everything we need. Let's double-check those figures to make sure we got them right.
Να διπλοτσεκάρουμε τη λίστα με τα ψώνια για να βεβαιωθούμε ότι έχουμε ό,τι χρειαζόμαστε.

προδίδω

transitive verb (informal (betray)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He double-crossed me and ran off with the money and the girl.

προδοσία

noun (informal (betrayal) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We'd invented a perfect con, but my partner betrayed me with a double cross.

βγαίνω με άλλο ζευγάρι

intransitive verb (socialize with another couple)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Flavio and I never get to double-date because all our friends are single.

διπροσωπία

noun (deceitfulness, treachery)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διπρόσωπος

adjective (using deceit, being disloyal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διώροφο λεωφορείο

noun (colloquial (bus with two levels)

διώροφο λεωφορείο

noun (bus with two levels)

διπλό σάντουιτς

noun (sandwich with 3 slices)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This restaurant's famous for its double-decker sandwiches.
Αυτό το εστιατόριο είναι διάσημο για τα διπλά σάντουιτς που σερβίρει.

κάνω διπλή αποσύμπλεξη

intransitive verb (change gear in car)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διψήφιος

adjective (number: in two figures)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was ecstatic when her boss offered her a double-digit raise!

δίκοπος

adjective (with two cutting edges)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διπλός

adjective (figurative (acting two ways)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δίκοπο μαχαίρι

noun (figurative (both positive and negative)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Medical radiation is a double-edged sword that helps fight cancer, but can destroy healthy tissues as well.

διπλής απολήξεως

adjective (having two ends)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διπλογραφικό σύστημα

noun (financial accounting system) (λογιστικά)

διπρόσωπος

adjective (disloyal, treacherous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με δύο όψεις

adjective (having two faces)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The double-faced clock showed the time in London as well as Tokyo.

κάνω διπλό σφάλμα

intransitive verb (tennis: serve a double fault) (διπλό σφάλμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει υπερευλίγιστες αρθρώσεις

adjective (having especially flexible joints)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίφυλλος

adjective (window: two doors)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναποφάσιστος

adjective (undecided)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διπολικός

adjective (electrical switch: has two poles)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Double-poled switches switch two different circuits with one lever.

πολύ γρήγορα

adverb (informal (very quickly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
My dad's coming! You'd better get out of here double quick!

γρήγορος

adjective (informal (very fast)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διπλός

adjective (has two sides)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διπλής όψεως

adjective (can be used on both sides)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ταινία διπλής όψης

noun (strip: adhesive on both sides)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διπλό παιχνίδι

noun (US (sports: two consecutive games) (διαδοχικοί αγώνες)

δικέφαλο τρένο, δικέφαλο τραίνο

noun (train with two locomotives)

μισόλογα

noun (misleading language)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κρέμα σαντιγί

noun (thick whipping cream)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cook used heavy cream to thicken the sauce.

στο μισό χρόνο

expression (very fast)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

γρήγορα, άμεσα, αμέσως, επειγόντως

expression (very fast)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τα βλέπω διπλά, τα βλέπω όλα διπλά

verbal expression (have blurred vision)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I thought I was seeing double, but it was just that my glasses were steamed up. Those are twins? I thought I was seeing double!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του double στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του double

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.