Τι σημαίνει το emprego στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης emprego στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του emprego στο πορτογαλικά.
Η λέξη emprego στο πορτογαλικά σημαίνει δουλειά, εργασία, εργασία, απασχόληση, χρήση, αξιοποίηση, δουλειά, χρήση, εργασία, απασχόληση, θέση, επάγγελμα, υπογραφή συμβολαίου, απασχολώ, εργοστάσιο με πολύ χαμηλούς μισθούς, κάνω δεύτερη δουλειά, εργαζόμενος, ιδανική δουλειά, γραφείο ανεύρεσης εργασίας, συμβόλαιο εργασίας, επιχείρηση με πλήρες εργατικό δυναμικό, δεύτερη δουλειά, προσωρινή θέση απασχόλησης, κενή θέση, εργασιακή σταθερότητα, ημέρα καριέρας, αίτηση εργασίας, εργασία για απόφοιτους πανεπιστημίου, πίνακας ανακοινώσεων, αναζήτηση εργασίας, τρέχουσα εργασία, τρέχουσα απασχόληση, γραφείο ευρέσεως εργασίας, αναζήτηση εργασίας, αυτός που αναζητά εργασία, ζήτηση εργασίας, κενές θέσεις εργασίας, υποβάλλω αίτηση για δουλειά, εργάζομαι, ζω στο χώρο εργασίας, για αναζήτηση εργασίας, ιστοσελίδα για εύρεση εργασίας, απασχόληση με μειωμένο ωράριο, λανθασμένη χρήση, εσφαλμένη χρήση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης emprego
δουλειά, εργασίαsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Muitos jovens lutam para conseguir emprego. Πολλοί νέοι δυσκολεύονται να βρουν δουλειά (or: εργασία). |
εργασία, απασχόλησηsubstantivo masculino (estatística) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O emprego está em baixa histórica. |
χρήση, αξιοποίηση(formal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Completar este projeto vai exigir o emprego de todos os recursos à nossa disposição. |
δουλειάsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Preciso encontrar um novo emprego. // Debbie tem que ter dois trabalhos para sobreviver. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πρέπει να βρω μια νέα θέση εργασίας. |
χρήση(ato ou efeito de usar-se) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O uso do computador aumentou a produtividade. Η χρησιμοποίηση του υπολογιστή αύξησε την αποδοτικότητα. |
εργασία, απασχόλησηsubstantivo masculino (επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Esse trabalhador az por merecer o seu emprego. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Καθαρίστρια ζητά εργασία! Λογικές τιμές. |
θέση(profissão, emprego) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Estou procurando um emprego na editora. |
επάγγελμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Christine acha sua profissão como escritora muito satisfatória. Η Κριστίν θεωρεί το επάγγελμά της ως συγγραφέας πολύ ικανοποιητικό. |
υπογραφή συμβολαίου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
απασχολώ(pessoas) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esta empresa emprega cem funcionários. Η εταιρεία αυτή απασχολεί πάνω από εκατό άτομα. |
εργοστάσιο με πολύ χαμηλούς μισθούς(pejorativo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Muitos imigrantes trabalham em empregos escravizantes costurando. |
κάνω δεύτερη δουλειά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργαζόμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ιδανική δουλειά(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γραφείο ανεύρεσης εργασίαςsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συμβόλαιο εργασίας
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επιχείρηση με πλήρες εργατικό δυναμικό(Econ: economia em equilibro) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δεύτερη δουλειά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσωρινή θέση απασχόλησης(emprego de contrato por curto prazo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κενή θέσηsubstantivo feminino (vaga disponível, emprego a ser preenchido) |
εργασιακή σταθερότηταsubstantivo feminino |
ημέρα καριέρας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αίτηση εργασίας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εργασία για απόφοιτους πανεπιστημίου(emprego para alguém com graduação) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πίνακας ανακοινώσεων(για θέσεις εργασίας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναζήτηση εργασίαςsubstantivo feminino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρέχουσα εργασία, τρέχουσα απασχόληση
|
γραφείο ευρέσεως εργασίας(BRA) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αναζήτηση εργασίαςsubstantivo feminino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αυτός που αναζητά εργασία(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζήτηση εργασίας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κενές θέσεις εργασίαςsubstantivo feminino plural (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υποβάλλω αίτηση για δουλειάlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργάζομαιlocução verbal (ter ocupação) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ζω στο χώρο εργασίαςexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) O pessoal do hotel mora no emprego, portanto eles não têm de viajar para casa depois do trabalho. Το προσωπικό του ξενοδοχείου ζει στον χώρο εργασίας του, οπότε δεν χρειάζεται να πηγαίνουν σπίτι μετά τη δουλειά. |
για αναζήτηση εργασίαςlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ιστοσελίδα για εύρεση εργασίαςsubstantivo masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απασχόληση με μειωμένο ωράριο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λανθασμένη χρήση, εσφαλμένη χρήση
A professora de inglês se irritava facilmente com o mau uso das palavras. A corte aprisionou o executivo pelo mau uso do fundo de pensões dos empregados. Ο καθηγητής των Αγγλικών ενοχλείτο εύκολα από τη λάθος χρήση των λέξεων. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του emprego στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του emprego
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.