Τι σημαίνει το arrumar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης arrumar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arrumar στο πορτογαλικά.
Η λέξη arrumar στο πορτογαλικά σημαίνει διορθώνω, τακτοποιώ, ταξινομώ, κατατάσσω, μαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, ευπρεπίζω, καλλωπίζω, νοικοκυρεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, τακτοποιώ, συγυρίζω, συμαζεύω, φτιάχνω, συμμαζεύω, συμμαζεύω, μαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, κάνω κτ να φαίνεται καθώς πρέπει, ετοιμάζω κτ στα γρήγορα, ετοιμάζω κτ πρόχειρα, τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, φτιάχνω, ξεκαθαρίζω, τακτοποιώ, στήνω, φτιάχνω, απομακρύνω τα άχρηστα αντικείμενα από κτ, τακτοποιώ, βάζω στην άκρη, διορθώνω, οργανώνω, τακτοποιώ, βουρτσίζω, χτενίζω, καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, -, στολίζομαι, καλλωπίζομαι, αλλάζω, αποφασίζω, χωρίζω, ταξινομώ, καβατζώνω, καπαρώνω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, διευθετώ, φτιάχνω, τακτοποιώ, διατάσσω, μπλέκω, καλλωπίζομαι, ετοιμάζομαι, σουλουπώνομαι, ντύσιμο, ετοιμάζομαι, καλλωπίζομαι, φτιάχνομαι, βαλίτσες, στρώνω το κρεβάτι μου, βρίσκω δουλειά, βρίσκω χρόνο για κτ, φτιάχνω τα μαλλιά μου, βρίσκω χρόνο να κάνω κτ, καθαρίζω, φτιάχνω, χωράω, φτιάχνομαι, ξεκαθαρίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης arrumar
διορθώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deixe eu arrumar minha maquiagem e nós podemos ir. |
τακτοποιώ, ταξινομώ, κατατάσσωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele arranjou os livros em ordem alfabética. Τακτοποίησε τα βιβλία με αλφαβητική σειρά. |
μαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ευπρεπίζω, καλλωπίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
νοικοκυρεύω, συγυρίζω, τακτοποιώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τακτοποιώ, συγυρίζω, συμαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φτιάχνω, συμμαζεύωverbo transitivo (για αντικείμενο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμμαζεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Levei três horas para arrumar aquele quarto. Μου πήρε τρεις ώρες να συγυρίσω αυτό το δωμάτιο. |
κάνω κτ να φαίνεται καθώς πρέπειverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ετοιμάζω κτ στα γρήγορα, ετοιμάζω κτ πρόχειρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ετοιμάζω, προετοιμάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela arrumou o tabuleiro e preparou as peças para um jogo de xadrez. Έβγαλε τη σκακιέρα και ετοίμασε τα πιόνια για μια παρτίδα σκάκι. |
συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύωverbo transitivo (por em ordem) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Arrume seu quarto agora! Μάζεψε το δωμάτιό σου αυτή τη στιγμή! |
φτιάχνωverbo transitivo (cama) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As meninas devem arrumar suas camas todas as manhãs. Τα κορίτσια πρέπει να φτιάχνουν (or: στρώνουν) το κρεβάτι τους κάθε πρωί. |
ξεκαθαρίζωverbo transitivo (colocar em boa ordem) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela arrumou seus negócios. Ξεκαθάρισε τις υποθέσεις της. |
τακτοποιώ, στήνωverbo transitivo (colocar em ordem) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela arrumou as peças de xadrez no lugar. |
φτιάχνωverbo transitivo (cabelo) (μτφ: τα μαλλιά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu preciso pentear meu cabelo antes de sairmos hoje à noite. |
απομακρύνω τα άχρηστα αντικείμενα από κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τακτοποιώ, βάζω στην άκρη
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Meu pai me mandou guardar minhas roupas. Ο μπαμπάς μου μου είπε να τακτοποιήσω τα ρούχα μου. |
διορθώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο πίνακας στον τοίχο είναι στραβός. Σε παρακαλώ φτιάξ' τον. |
οργανώνω, τακτοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lucas está organizando seus livros. Ο Λούκα τακτοποιεί τα βιβλία του. |
βουρτσίζω, χτενίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O trabalhador do estábulo penteou o cavalo depois da corrida. Ο σταβλίτης ξύστρισε το άλογο μετά τη βόλτα της. |
καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Limpe seu quarto e guarde suas roupas! Νοικοκύρεψε το δωμάτιό σου και τακτοποίησε τα ρούχα σου! |
ετοιμάζω, προετοιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A equipe do hotel ainda está preparando o quarto. Το προσωπικό του ξενοδοχείου ετοιμάζει ακόμα το δωμάτιο. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Tenho que mandar consertar meu carro. Πρέπει να πάω το αμάξι μου για φτιάξιμο. |
στολίζομαι, καλλωπίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αλλάζω(colocar roupas diferentes) (τα ρούχα μου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποφασίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίζω, ταξινομώ(classificar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Arranjei minhas notas em pilhas separadas para cada empresa. Χώρισα (or: ταξινόμησα) τους λογαριασμούς μου σε στοίβες ανά εταιρεία. |
καβατζώνω, καπαρώνωverbo transitivo (informal: adquirir algo por dolo) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρυθμίζω, τακτοποιώ, διευθετώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Depois da morte dele, seu filho organizou os assuntos dele. Μετά τον θάνατό του ο γιος του διευθέτησε (or: τακτοποίησε) τις υποθέσεις του. |
φτιάχνω, τακτοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διατάσσωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπλέκω(BTA, ser punido por fazer algo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Συχνά έβρισκα τον μπελά μου με τους δασκάλους μου. Έμπλεξα γιατί έκλεψα μήλα απ' το περιβόλι του. |
καλλωπίζομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O gato se arrumava no parapeito da janela. Preparando-se para sair à noite, os jovens se arrumavam em frente ao espelho. |
ετοιμάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele leva uma hora para se arrumar para sair. Πριν βγούμε έξω του παίρνει μια ώρα να ετοιμαστεί. |
σουλουπώνομαι(για άτομο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ντύσιμο(ato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Não penso muito no que vestir, então geralmente levo apenas alguns minutos para me vestir. Δε σκέφτομαι και πολύ το τι θα βάλω οπότε, συνήθως, το ντύσιμο μου παίρνει λίγα λεπτά. |
ετοιμάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Depressa, arrume-se! Elas vão chegar em um minuto. Κάντε γρήγορα και ετοιμαστείτε! Θα βρίσκονται εδώ σ' ένα λεπτό. |
καλλωπίζομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα μεταβατικό και αυτοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελεί το υποκείμενο επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο, π.χ. πλένομαι (=πλένω τον εαυτό μου) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αυτο-) Meu irmão passa horas se arrumando antes de um encontro. Ο αδερφός μου καλλωπίζεται με τις ώρες πριν από τα ραντεβού του. |
φτιάχνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Glenn estava se arrumando na frente do espelho. |
βαλίτσεςlocução verbal (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Bella vai sair de férias amanhã e ela ainda não acabou de fazer as malas. Η Μπέλλα πάει διακοπές αύριο και δεν έχει τελειώσει τις βαλίτσες της ακόμη. |
στρώνω το κρεβάτι μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρίσκω δουλειά(BRA, encontrar emprego) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Preciso arrumar um emprego que pague bem. Πρέπει να βρω μια δουλειά που να πληρώνει καλά. |
βρίσκω χρόνο για κτ(BRA) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτιάχνω τα μαλλιά μου(arranjar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρίσκω χρόνο να κάνω κτ(BRA) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθαρίζωexpressão verbal (figurado, lidar com as consequencias) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Πάντα δημιουργείς προβλήματα και πρέπει εγώ να επέμβω και να καθαρίσω μετά. |
φτιάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Já arrumou a mala grande? ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχεις φτιάξει τις βαλίτσες σου ή ακόμα; |
χωράω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Acho que podemos arrumar espaço para mais um nessa mesa. Νομίζω ότι μπορούμε να χωρέσουμε έναν ακόμα σε αυτό το τραπέζι. |
φτιάχνομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεκαθαρίζωexpressão verbal (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πρώτα πρέπει να ξεκαθαρίσουν το μπέρδεμα που δημιουργήθηκε από την απερχόμενη διοίκηση. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arrumar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του arrumar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.