Τι σημαίνει το dormir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dormir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dormir στο πορτογαλικά.

Η λέξη dormir στο πορτογαλικά σημαίνει κοιμάμαι, κοιμάμαι, κοιμάμαι με κπ, κοιμάμαι πάνω σε κτ, κοιμάμαι σε κτ, κοιμάμαι, κοιμάμαι, κοιμάμαι, την πέφτω, με παίρνει ο ύπνος, κοιμάμαι, πέφτω ξερός, πηδάω, γαμάω, πηδιέμαι, περνώ τη νύχτα, μένω για το βράδυ, γωνία, κόχη, παρακοιμάμαι, σπαταλάω, σπαταλώ, απρόσεκτος, αμελής, ώρα για ύπνο, ρούχα ύπνου, πιτζάμα, πιζάμα, πυτζάμα, πυζάμα, παραμύθι, κοιμάμαι σαν κούτσουρο, βάζω κπ για ύπνο, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αναισθητοποιώ, αποκοιμίζω, φέρνω ύπνο/νύστα, κοιμάμαι μέχρι αργά, παρακοιμάμαι, κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι, καλόν ύπνο, βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, ετοιμάζομαι για ύπνο, είμαι σε εγρήγορση, κοιμάμαι μαζί, πάω για ύπνο, πέφτω για ύπνο, πάω με τον ένα και με τον άλλο, κοιμάμαι μέχρι αργά, κοιμάμαι στο σπίτι κάποιου άλλου, μάσκα ύπνου, της ώρας του ύπνου, της ώρας που πάω για ύπνο, προκαλώ πλήξη/ανία, κουράζω, κοιμάμαι μέχρι αργά, ζω σε δικό μου χώρο, μένω σε δικό μου χώρο, κοιμίζω, κρεβάτι, ώρα για ύπνο, κοιμάμαι μέχρι αργά, κοιμάμαι στο ίδιο κρεββάτι με κπ χωρίς να βγάλω τα ρούχα μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dormir

κοιμάμαι

(regularmente na cama)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dormi nove horas a noite passada.
Χθες το βράδυ κοιμήθηκα εννιά ώρες.

κοιμάμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você tem onde dormir esta noite?
Έχεις πού να κοιμηθείς απόψε;

κοιμάμαι με κπ

(figurado, eufemismo, transar) (ευφημισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O jovem não queria dormir com ninguém até se casar.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η καθωσπρέπει νεαρή δεσποινίδα δεν ήθελε να κοιμηθεί με κανέναν, έως ότου παντρευτεί.

κοιμάμαι πάνω σε κτ, κοιμάμαι σε κτ

verbo transitivo (deitar-se para dormir)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os costas dele doem porque ele dorme num chão de concreto.
Πονάει η πλάτη του επειδή κοιμάται πάνω σε δάπεδο από μπετόν.

κοιμάμαι

(μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O homem dormia e não notou que era a vez dele.

κοιμάμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os soldados dormem em casernas compartilhadas.
Οι στρατιώτες κοιμούνται σε κοινούς στρατώνες.

κοιμάμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dormi durante sete horas noite passada.

την πέφτω

(gíria) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele dormiu na minha casa no sábado à noite
Την έπεσε σπίτι μου το Σάββατο το βράδυ.

με παίρνει ο ύπνος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιμάμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu gostaria de poder dormir o inverno todo como um urso.
Μακάρι να μπορούσα να κοιμάμαι όλο το χειμώνα σαν αρκούδα.

πέφτω ξερός

(gíria) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το αγοράκι έπεσε ξερό αφού έπαιζε όλη μέρα.

πηδάω, γαμάω

(gíria) (χυδαίο, αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πηδιέμαι

(vulgar, gíria) (χυδαίο, αργκό)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)

περνώ τη νύχτα, μένω για το βράδυ

(passar a noite em um lugar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γωνία, κόχη

(recesso)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρακοιμάμαι

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σπαταλάω, σπαταλώ

(oportunidade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele desperdiçou suas chances na faculdade por não estudar o suficiente.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μην ξοδεύεις αλόγιστα τα λεφτά σου.

απρόσεκτος, αμελής

expressão (informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ώρα για ύπνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρούχα ύπνου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πιτζάμα, πιζάμα, πυτζάμα, πυζάμα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παραμύθι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοιμάμαι σαν κούτσουρο

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάζω κπ για ύπνο

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αναισθητοποιώ

(tornar sonolento ou inconsciente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκοιμίζω, φέρνω ύπνο/νύστα

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Adam cantou uma canção de ninar para a filha e a fez dormir.

κοιμάμαι μέχρι αργά, παρακοιμάμαι

(levantar-se mais tarde que o habitual)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não posso ir dormir com todo essa barulho aí.
Δεν μπορεί να με πάρει ο ύπνος με όλο αυτό τον θόρυβο.

καλόν ύπνο

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βλέπω τα ραδίκια ανάποδα

expressão (figurado, morte) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ετοιμάζομαι για ύπνο

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vanessa disse às crianças para se prepararem para dormir.

είμαι σε εγρήγορση

expressão (figurado, ficar alerta)

κοιμάμαι μαζί

expressão (figurado, eufemismo, fazer sexo) (ευφημισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω για ύπνο, πέφτω για ύπνο

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Συνήθως πάω για ύπνο γύρω στις 11.

πάω με τον ένα και με τον άλλο

(με άντρες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιμάμαι μέχρι αργά

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
É sábado, por isso não tenho que levantar para trabalhar. Posso dormir até tarde.
Είναι Σάββατο κι έτσι δεν χρειάζεται να σηκωθώ για δουλειά. Μπορώ να κοιμηθώ μέχρι αργά.

κοιμάμαι στο σπίτι κάποιου άλλου

(passar a noite/dormir na casa de alguém)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μάσκα ύπνου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

της ώρας του ύπνου, της ώρας που πάω για ύπνο

locução adjetiva (relativo a)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Για να εξασφαλίσεις ότι τα παιδιά σου θα κοιμούνται καλά τη νύχτα, είναι καλό να έχουν μια συγκεκριμένη ρουτίνα για την ώρα του ύπνου (or: για την ώρα που πάνε για ύπνο).

προκαλώ πλήξη/ανία, κουράζω

expressão verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιμάμαι μέχρι αργά

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu vou dormir até tarde hoje de manhã porque saí para comemorar meu aniversário ontem à noite. Os recém-casados adoravam dormir até tarde nas manhã de domingo.
Θα κοιμηθώ μέχρι αργά σήμερα το πρωί, γιατί χτες το βράδυ βγήκα για τα γενέθλιά μου. Οι νιόπαντροι απολάμβαναν να κοιμούνται μέχρι αργά τις Κυριακές.

ζω σε δικό μου χώρο, μένω σε δικό μου χώρο

expressão verbal (figurado, não dormir na casa dos patrões)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοιμίζω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρεβάτι

(μτφ: εκεί που κοιμάμαι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Λυπάμαι, αλλά ο καναπές θα είναι το κρεβάτι σου γι' απόψε.

ώρα για ύπνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοιμάμαι μέχρι αργά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιμάμαι στο ίδιο κρεββάτι με κπ χωρίς να βγάλω τα ρούχα μου

expressão verbal (namorados)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dormir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του dormir

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.