Τι σημαίνει το pedra στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pedra στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pedra στο πορτογαλικά.
Η λέξη pedra στο πορτογαλικά σημαίνει πέτρα, πέτρα, πέτρα, πολύτιμος λίθος, κόκκος, πέτρα, ογκόλιθος, πέτρα, πέτρα, κοτρόνα, κρακ, βότσαλα, πέτρα, ψαλίδι, χαρτί, λίθος, κρακ, χολόλιθος, βράχος, πέτρινος, ελαφρόπετρα, ταφόπλακα, μυλόπετρα, σεληνόλιθος, σαπουνόπετρα, πήλινο, ελαφρόπετρα, πετρογαρίδα, πετρόμυγα, πετρόψαρο, πετρώνω, μικρο-, ψιλο-, τρίβω με ελαφρόπετρα, πετροπλυμένος, θεότρελος, θεοπάλαβος, τρελός, παλαβός, παράφρονας, αλεσμένος σε πέτρινο μύλο, ακρογωνιαίος λίθος, πυρόλιθος, πυριτόλιθος, βότσαλο, αψιδόλιθος, βότσαλο, θεμέλιος λίθος, χαλαζόπτωση, πετράδι σχετικό με τον μήνα γέννησης, πολύτιμος λίθος, ακονόπετρα, κράσπεδο πεζοδρομίου, αναλγησία, απονιά, πέτρα για ακόνισμα, σκληρή καρδιά, πέτρα στο νεφρό, πολύτιμος λίθος, στήλη της Ρωσέτης, στήλη της Ροζέτας, ημιπολύτιμος λίθος, Λίθινη Εποχή, πέτρα για κέρλινγκ, ξερολιθιά, θρυμματισμός της επικάλυψης σκυροδέματος, κοιμάμαι σαν κούτσουρο, ο πρώτος που θα κατηγορήσει, ψάχνω εξονυχιστικά, σταματάω, σταματώ, κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου, ακρογωνιαίος λίθος, θεμέλιος λίθος, ακρογωνιαίος λίθος, από σαπουνόπετρα, ξερολιθιάς, καλντερίμι, πλακόστρωσης, πέτρινος τοίχος, λίθινο εργαλείο σε μορφή ημισελήνου, χαλίκι, είδος ψαμμίτη της Ουαλίας, στρώνω κτ με χαλίκι, στρώνω χαλίκι σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pedra
πέτραsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Usa aquela pedra lá para deixar a porta aberta. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο οικισμός χρονολογείται από την εποχή του λίθου. |
πέτρα(pedregulho) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O caminho no jardim é coberto por pequenas pedras brancas. Tenho uma pedra no sapato. Το μονοπάτι του κήπου είναι καλυμμένο με μικρά λευκά βότσαλα. Έχω μια πέτρα μέσα στο παπούτσι μου. |
πέτραsubstantivo feminino (υλικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O castelo é feito de pedras, não de tijolos. Το κάστρο δεν είναι φτιαγμένο από τούβλα, αλλά από πέτρα. |
πολύτιμος λίθοςsubstantivo feminino (gemas) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) O anel tem muitas pedras preciosas em volta e um lindo diamante. Το δαχτυλίδι έχει πολλούς πολύτιμους λίθους γύρω από ένα όμορφο διαμάντι. |
κόκκοςsubstantivo feminino (granizo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A tempestade teve pedras de granizo do tamanho de bolas de golfe. |
πέτραsubstantivo feminino (nos rins) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ele tinha pedras nos rins e sentia muita dor. |
ογκόλιθος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Você viu as rochas gigantes em Stonehenge? Έχεις δει τους τεράστιους ογκόλιθους στο Στόουνχετζ; |
πέτραsubstantivo feminino (uma pedra, um pedaço de rocha) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Um manifestante jogou uma pedra. Ένας διαδηλωτής πέταξε μια πέτρα. |
πέτραsubstantivo masculino (no jogo amarelinha) (παιχνίδι: κουτσό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοτρόναsubstantivo feminino (diamante) (αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Que pedra grande você está usando. |
κρακsubstantivo feminino (cocaína, crack) (ναρκωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Os viciados estão fumando pedra. |
βότσαλαsubstantivo feminino |
πέτρα, ψαλίδι, χαρτίsubstantivo masculino (jogo) (παιχνίδι) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λίθος(medicina) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κρακ(informal, anglicismo) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Cyrus foi preso por traficar crack. Ο Σάιρους συνελήφθη γιατί έκανε διακίνηση κρακ. |
χολόλιθος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βράχοςsubstantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Uma pedra gigante repousa na colina. Στον λόφο υπάρχει έναν γιγάντιος βράχος. |
πέτρινοςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Paredes de pedra separavam as áreas. Uma escada de pedras levava ao primeiro piso. |
ελαφρόπετραsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταφόπλακα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μυλόπετρα(κυριολεκτικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σεληνόλιθοςsubstantivo feminino (pedra preciosa) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σαπουνόπετρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πήλινο
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
ελαφρόπετρα(pedra abrasiva usada para esfoliação) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Μπορείς να πάρεις ελαφρόπετρα για τους κάλους του ποδιού σ' αυτό το κατάστημα. |
πετρογαρίδαsubstantivo masculino (είδος γαρίδας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πετρόμυγαsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πετρόψαροsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πετρώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μικρο-, ψιλο-
Νομίζω ότι ο τσακωμός που είχες με τη γυναίκα σου ήταν απλά ένα μικροκαυγαδάκι. |
τρίβω με ελαφρόπετρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πετροπλυμένοςlocução adjetiva (ύφασμα ντένιμ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
θεότρελος, θεοπάλαβος(louco, demente, insano) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρελός, παλαβός, παράφρονας(insano, louco) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αλεσμένος σε πέτρινο μύλοexpressão (farinha) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακρογωνιαίος λίθος(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) O palestrante disse que a educação é a pedra fundamental de uma vida bem-sucedida. Ο ομιλητής είπε πως η παιδεία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος μιας πετυχημένης ζωής. |
πυρόλιθος, πυριτόλιθος(πέτρωμα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βότσαλο(de pavimentação) (για επίστρωση δρόμου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αψιδόλιθος(pedra central do arco) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βότσαλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θεμέλιος λίθος(critério) (μεταφορικά, επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
χαλαζόπτωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A chuva de grazino trouxe granizo que lavou e amassou nossos carros. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η χτεσινή χαλαζόπτωση προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές. |
πετράδι σχετικό με τον μήνα γέννησης
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πολύτιμος λίθος(ανάλογα με το είδος) |
ακονόπετρα(ακόνισμα εργαλείων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κράσπεδο πεζοδρομίου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αναλγησία, απονιά(figurativo - falta de compaixão) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πέτρα για ακόνισμα(pedra usada para amolar ferramentas) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Όταν ακονίζεις ένα σκαρπέλο σε μια πέτρα για ακόνισμα είναι σημαντικό να έχεις τη σωστή γωνία. |
σκληρή καρδιά(figurativo: natureza cruel e fria) (μεταφορικά) |
πέτρα στο νεφρό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολύτιμος λίθος(gema) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
στήλη της Ρωσέτης, στήλη της Ροζέτας
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ημιπολύτιμος λίθος(gema) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Λίθινη Εποχήsubstantivo feminino (período inicial da civilização) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πέτρα για κέρλινγκ(esporte) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξερολιθιά(construído sem cimento) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θρυμματισμός της επικάλυψης σκυροδέματος(construção) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κοιμάμαι σαν κούτσουροexpressão verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ο πρώτος που θα κατηγορήσειexpressão verbal (figurado: expressão) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψάχνω εξονυχιστικάexpressão (figurado) |
σταματάω, σταματώexpressão (figurado, informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου
|
ακρογωνιαίος λίθος
O prefeito colocará a pedra angular para o novo quartel dos bombeiros amanhã. Ο δήμαρχος θα βάλει τον ακρογωνιαίο λίθο για τον καινούργιο πυροσβεστικό σταθμό αύριο. |
θεμέλιος λίθος(figurado: fundação) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ακρογωνιαίος λίθοςsubstantivo feminino (κυριολεκτικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
από σαπουνόπετραlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξερολιθιάςlocução adjetiva (σε γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλντερίμι(pavimentação) (με στρογγυλές πέτρες) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πλακόστρωσης(para pavimentação) (σε γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πέτρινος τοίχος
|
λίθινο εργαλείο σε μορφή ημισελήνου(arqueologia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαλίκι(construção) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
είδος ψαμμίτη της Ουαλίαςsubstantivo masculino (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στρώνω κτ με χαλίκι, στρώνω χαλίκι σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pedra στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του pedra
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.