Τι σημαίνει το démarrer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης démarrer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του démarrer στο Γαλλικά.
Η λέξη démarrer στο Γαλλικά σημαίνει ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ανοίγω, απομακρύνομαι, φεύγω, ανοίγω, φορτώνω,μπουτάρω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, παίρνω μπρος, παίζω πρώτος, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, αρχίζω, βάζω μπροστά, βάζω μπρος, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, αρχίζω, ιδρύομαι, δημιουργούμαι, συστήνομαι, ανοίγω, σηκώνω κτ/κπ στα πόδια του, απογειώνομαι, ξεκινώ, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, ανοίγω, ιδρύω, κάνω ντεμπούτο, εκκινώ, ξεκίνημα, Εισαγωγή, κουμπί play, πλήκτρο play, βάζω μπρος με καλώδια, βάζω μπρος, βάζω μπροστά με καλώδια, ξεκινώ με μανιβέλα, δύσχρηστος, που ωριμάζει αργότερα, καλή αρχή, λειτουργώ ως καταλύτης για κτ, βάζω μπρος, βάζω μπροστά, ευερέθιστος, αψύς, βοηθάω κπ να ξεκινήσει, βάζω μπροστά το αυτοκίνητο με καλώδια, σκορτσάρω, ξεκινώ με, ρίχνω, πετάω, βάζω μπροστά με τα καλώδια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης démarrer
ξεκινώ, αρχίζω(une réunion, un match,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le président a démarré la réunion. |
ξεκινάω, ξεκινώverbe intransitif (voiture) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ma voiture ne voulait pas démarrer. |
αρχίζω, ξεκινάωverbe transitif (une affaire, un projet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon grand-père a démarré l'entreprise familiale. |
ξεκινώ(une voiture, une machine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fais démarrer la voiture, il est temps de partir. Βάλε μπρος το αυτοκίνητο, είναι ώρα να φεύγουμε. |
ανοίγωverbe transitif (Η/Υ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνομαι, φεύγω(véhicule) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το περιπολικό απομακρύνθηκε αθόρυβα από τη γειτονιά. |
ανοίγω, φορτώνω,μπουτάρωverbe intransitif (Η/Υ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon vieil ordinateur démarre lentement. |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θα ξεκινήσουν τη νέα σεζόν μ' ένα μεγάλο πάρτι. |
παίρνω μπροςverbe intransitif (moteur) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Finalement, le moteur démarra et ils rentrèrent chez eux. |
παίζω πρώτοςverbe intransitif (Cartes) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu démarres. Pose une carte. Παίζεις πρώτος σ' αυτήν την παρτίδα. Ρίξε το χαρτί σου. |
αρχίζω, ξεκινάω(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils se sont réveillés à 10 h mais ils n'ont pas démarré (or: bougé) avant midi. |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le match démarrera (or: commencera) dimanche à midi. Ο αγώνας θα ξεκινήσει το Σάββατο στις 12 το μεσημέρι. |
ξεκινώ, αρχίζωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω μπροστά, βάζω μπρος(un ordinateur) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Démarrez votre ordinateur et connectez-vous au réseau. Βάλε μπροστά τον υπολογιστή σου και συνδέσου στο δίκτυο. |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζωverbe intransitif (κτ ή να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La campagne a démarré (or: débuté) en 1983. Η καμπάνια ξεκίνησε το 1983. |
ξεκινώ, αρχίζωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεκινώ, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Τομ και ο Σταν είχαν έναν έντονο καυγά σήμερα. Δεν ξέρω τι τον ξεκίνησε. |
ιδρύομαι, δημιουργούμαι, συστήνομαι(entreprise) (εταιρεία) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Une nouvelle entreprise démarre dans la région et veut recruter du personnel local. Ιδρύεται καινούργια εταιρεία στην περιοχή. Οι υπεύθυνοι επιθυμούν να προσλάβουν ντόπιο πληθυσμό. |
ανοίγω(ordinateur) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σηκώνω κτ/κπ στα πόδια του(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le nouveau manager a amorcé les premiers bénéfices de l'entreprise souffrante. |
απογειώνομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sans financement, le projet ne va jamais voir le jour. |
ξεκινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai une super idée d'entreprise, mais j'aurai besoin d'argent pour la mettre en œuvre. |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les festivités commenceront (or: démarreront) cette après-midi. Οι εορτασμοί θα ξεκινήσουν σήμερα το απόγευμα. |
ξεκινώ, ανοίγω, ιδρύωverbe transitif (une entreprise) (για επιχειρήσεις) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Melissa a monté une entreprise de chez elle. Η Μελίσα ξεκίνησε μια επιχείρηση από το σπίτι της. |
κάνω ντεμπούτο(personne) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκκινώverbe transitif (un ordinateur) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joel a dû démarrer son ordinateur cinq fois ce matin à cause d'un virus informatique. Ο Τζόελ χρειάστηκε να μπουτάρει τον υπολογιστή του πέντε φορές σήμερα το πρωί εξαιτίας ενός ιού. |
ξεκίνημαverbe transitif (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) M. Simon m'a aidé à démarrer en affaire. Το ξεκίνημά μου σε αυτό τον κλάδο ήταν χάρη στον κ. Σάιμον. |
Εισαγωγή(κατάλογος, οδηγίες χρήσης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κουμπί play, πλήκτρο playnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βάζω μπρος με καλώδιαlocution verbale (une voiture) (όχημα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω μπροςverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βάζω μπροστά με καλώδιαlocution verbale (une voiture) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεκινώ με μανιβέλαlocution verbale (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Est-ce que tu imagines qu'avant les gens devaient démarrer leurs voitures à la manivelle? Μπορείς να πιστέψεις ότι οι άνθρωποι κάποτε έπρεπε να ξεκινήσουν τα αμάξια με μανιβέλα για να τα θέσουν σε λειτουργία; |
δύσχρηστοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που ωριμάζει αργότερα(personne) (για ανθρώπους) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλή αρχή(figuré) |
λειτουργώ ως καταλύτης για κτverbe transitif (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω μπρος, βάζω μπροστά(une voiture) (καθομιλουμένη) À l'époque de mes grands-parents, les voitures démarraient à la manivelle. |
ευερέθιστος, αψύςverbe intransitif (figuré, familier) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mon nouveau patron est insupportable. Il démarre au quart de tour à la moindre remarque. |
βοηθάω κπ να ξεκινήσειlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mark ne savait pas bien comment écrire sa dissertation mais le professeur l'a aidé à démarrer. |
βάζω μπροστά το αυτοκίνητο με καλώδιαlocution verbale (une voiture) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκορτσάρωverbe intransitif (καθομιλουμένη: μηχανή αυτοκινήτου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le moteur du camion a démarré avec une série de secousses. Η μηχανή του φορτηγού σκόρτσαρε αλλοπρόσαλλα. |
ξεκινώ μεverbe intransitif L'avocat du plaignant démarra par une déclaration à l'attention du jury. |
ρίχνω, πετάω(Cartes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a démarré par un as de cœur. Ξεκίνησε με άσο κούπα. |
βάζω μπροστά με τα καλώδια(une voiture) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του démarrer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του démarrer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.