Τι σημαίνει το dégager στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dégager στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dégager στο Γαλλικά.
Η λέξη dégager στο Γαλλικά σημαίνει ξεμπλοκάρω, αδειάζω τη γωνιά, απελευθερώνω, απαλλάσσω, βγάζω καθαρό κέρδος, ανοίγω, απελευθερώνω, καθαρίζω, αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, εξάγω, βγάζω, αποσπώ,εκμαιεύω, εκπέμπω, αναδίδω, την κάνω, ξεκουμπίζομαι, αναδίδω, εκπέμπω, απεκκρίνω, στρίβε, βγάζω, αποδεσμεύω, απελευθερώνω, εκπέμπω, ανοίγω, εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, αποβάλλω, εκδιώκω, απομακρύνω τα άχρηστα αντικείμενα από κτ, ελευθερώνω, αποδεσμεύω, απομακρύνομαι, φεύγω, φύγε, χάσου, στα τσακίδια, στο διάολο, αποβάλλω, ξεφρακάρω, ξεβουλώνω, ξεμπουκώνω, εκπέμπω, φύγε από εδώ, φεύγω, την κάνω, του δίνω, την κάνω, του δίνω, κάνω πίσω, ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω, αποκομίζω, απαλάσσω, απαλλάσσω, απαλλάσσω κπ από κτ, καθαρίζω, έρχομαι, προέρχομαι, αναδίδω, αναδίνω, ανοίγω δρόμο, δεν κρατώ την υπόσχεση μου, εκπέμπω, αναδίδω, εκπέμπω θερμότητα, αποποιούμαι την εύθυνη, απαλλάσσω, αποδεσμεύω, ξετινάζω, απελευθερώνομαι, απαγκιστρώνομαι, καλυτερεύω, βελτιώνομαι, ξανοίγω, βρίσκω χρόνο, ξεκαθαρίζω, γλιτώνω από κτ, το σκάω από κπ/κτ, βρίσκω χρόνο για κπ/κτ, σκύβω, επικερδώς, προέρχομαι από κτ, απαλάσσω, χτυπώ με το στήθος, ελευθερώνω κπ/κτ από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dégager
ξεμπλοκάρω(un passage, une route) (ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αδειάζω τη γωνιά(familier) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le petit frère de Josie l'agaçait, alors elle lui a dit de dégager. Ο μικρός αδερφός της Τζόσι την εκνεύριζε. Γι' αυτό του είπε να της αδειάζει τη γωνιά. |
απελευθερώνω, απαλλάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω καθαρό κέρδοςverbe transitif (des bénéfices) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Anne a dégagé (or: engrangé) un million de revenus cette année. Η Αν καθάρισε ένα εκατομμύριο φέτος. |
ανοίγω, απελευθερώνωverbe transitif (du temps) (δεν υπήρχε διαθεσιμότητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate a dégagé du temps dans son agenda pour rendre visite à sa mère à l'hôpital. |
καθαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut que les chasse-neige enlèvent la neige des routes. Τα εκχιονιστικά πρέπει να καθαρίσουν το χιόνι από τους δρόμους. |
αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαιverbe intransitif (familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les voleurs ont dégagé vite fait en entendant la sirène de police. Οι τύποι αποχώρησαν (or: αποτραβήχτηκαν), όταν είδα ότι έρχεται η αστυνομία. |
εξάγω, βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποσπώ,εκμαιεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκπέμπω, αναδίδω(une odeur, de la chaleur) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Judy dégage une forte odeur de parfum lorsqu'elle passe. Όταν περνάει η Τζούντυ αναδίδει μια έντονη μυρωδιά κολόνιας. |
την κάνω(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La police est arrivée et on a su qu'il était temps de dégager (or: de se casser). |
ξεκουμπίζομαι(familier) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναδίδω, εκπέμπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Liza dégage un air de grâce et de sophistication. |
απεκκρίνω(des fumées) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'usine dégage une fumée infecte dans tout le village. |
στρίβε(argot) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dégage ! Espèce d'imbécile. |
βγάζωverbe transitif (des bénéfices, un profit) (κέρδος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Notre entreprise espère dégager des bénéfices. |
αποδεσμεύω, απελευθερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Enlèvez le frein de stationnement avant d'essayer d'accélérer. |
εκπέμπωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le four dégage (or: émet) suffisamment de chaleur pour chauffer la pièce. |
ανοίγωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devons dégager (or: tracer) un chemin dans les bois. |
εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, αποβάλλω, εκδιώκω(un son, une odeur) (διώχνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le compteur émet un court bip toutes les heures quand il fonctionne normalement. |
απομακρύνω τα άχρηστα αντικείμενα από κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελευθερώνω, αποδεσμεύω(chose préalablement réservée) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La société de location a dit que toutes ses voitures étaient réservées, mais qu'ils pourraient peut-être libérer une berline dans l'après-midi. Η εταιρία ενοικίασης είπε ότι όλα τα αυτοκίνητά τους ήταν κρατημένα, αλλά ίσως να μπορούσαν να αποδεσμεύσουν ένα σεντάν το απόγευμα. |
απομακρύνομαι, φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'alarme incendie a sonné et tout le monde a quitté les lieux. Χτύπησε ο συναγερμός πυρκαγιάς κι όλοι έπρεπε να εκκενώσουν τον χώρο. |
φύγε, χάσου, στα τσακίδια, στο διάολο(familier) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon petit frère était tellement énervant que je lui ai dit de se casser. Ο μικρός αδελφός μου ήταν τόσο ενοχλητικός που του είπα να πάει στα τσακίδια. |
αποβάλλωverbe transitif (un gaz, une substance) (ουσία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le colis non identifié émettait (or: dégageait) une odeur toxique. |
ξεφρακάρω, ξεβουλώνω, ξεμπουκώνω(tuyauterie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκπέμπωverbe transitif (de la chaleur) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φύγε από εδώ(un peu familier) (μεταφορικά) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Il commençait à m'énerver, alors je lui ai dit de ficher le camp. |
φεύγω, την κάνω, του δίνω(familier : partir) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Terry m'embêtait et je lui ai dit de ficher le camp. |
την κάνω(très familier) (αργκό, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
του δίνω(familier) (αργκό) |
κάνω πίσω(familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il a essayé de les séparer mais ils lui ont dit de se tirer (or: de dégager). Προσπάθησε να τους χωρίσει, ενώ μάλωναν, αλλά κι οι δυο του είπαν να κάνει πίσω. |
ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen n'arrivait pas à enlever le chewing-gum de ses cheveux. |
αποκομίζωverbe transitif (des profits) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απαλάσσωverbe transitif (d'une obligation) (κπ από υποχρέωση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son patron l'a libéré (or: dégagé) de son obligation d'assurer l'entretien des ordinateurs. |
απαλλάσσωverbe transitif (d'une responsabilité) (από ευθύνες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Être divorcé ne nous décharge pas de toute responsabilité envers nos enfants. |
απαλλάσσω κπ από κτ(d'une accusation) Il fut acquitté de toute responsabilité concernant l'accident. |
καθαρίζωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le ciel s'est dégagé après la pluie. |
έρχομαι, προέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Une grande chaleur provenait de la cheminée. |
αναδίδω, αναδίνω(vapeurs, flammes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Écartez-vous de ce conteneur ; il en émane des vapeurs toxiques. |
ανοίγω δρόμοlocution verbale (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ils ont enlevé la vieille noyeraie pour dégager le passage pour faire une rocade. |
δεν κρατώ την υπόσχεση μουverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκπέμπω, αναδίδωlocution verbale (θερμότητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι παραδοσιακοί λαμπτήρες πυρακτώσεως αρχικά εκπέμπουν θερμότητα. Το φως είναι υποπροϊόν. |
εκπέμπω θερμότηταlocution verbale |
αποποιούμαι την εύθυνηlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pour se protéger des litiges, le fabricant d'un produit dégage souvent sa responsabilité au moyen d'un document inclus dans l'emballage. |
απαλλάσσω, αποδεσμεύωlocution verbale (από υπόσχεση, υποχρέωση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξετινάζωverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απελευθερώνομαι, απαγκιστρώνομαι(d'un lieu étroit) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καλυτερεύω, βελτιώνομαι, ξανοίγωverbe pronominal (ciel) (καιρός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il y avait des nuages ce matin mais le ciel s'est dégagé maintenant. |
βρίσκω χρόνοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Est-ce que tu pourrais dégager du temps pour passer un peu de temps avec elle ? |
ξεκαθαρίζωverbe transitif (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont dû dégager leur bateau de la boue laissée par la crue. |
γλιτώνω από κτ(d'une obligation) Il faut que je me libère de la réunion de cet après-midi car j'ai rendez-vous chez le médecin. |
το σκάω από κπ/κτ
Il a réussi à se dégager de sa responsabilité à la dernière minute. |
βρίσκω χρόνο για κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je suis pas mal occupé, mais je pense que je peux dégager un créneau pour un ciné. Είμαι αρκετά απασχολημένος, αλλά νομίζω ότι θα βρω χρόνο για μια ταινία απόψε. |
σκύβωverbe pronominal (κεφάλι, για αποφυγή χτυπήματος) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il s'est dégagé sur le côté pour éviter la balle. Έσκυψε στο πλάι, όταν ήρθε καταπάνω του η μπάλα. |
επικερδώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
προέρχομαι από κτ
De nombreux bénéfices se sont dégagés de cet investissement. |
απαλάσσω(d'une responsabilité) (κάποιον από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce contrat nous dégage (or: nous libère) de toute responsabilité en cas de dommages corporels. |
χτυπώ με το στήθος(Football) (την μπάλα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il fit un amorti de la poitrine. Χτύπησε με το στήθος την μπάλα προς το έδαφος. |
ελευθερώνω κπ/κτ από κτ
Il n'arrivait pas à libérer (or: dégager) sa canne à pêche des mauvaises herbes. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dégager στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του dégager
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.