Τι σημαίνει το creep στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης creep στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του creep στο Αγγλικά.

Η λέξη creep στο Αγγλικά σημαίνει περπατάω, σκαρφαλώνω, κινούμαι αργά, προχωράω αργά, αργή κίνηση, φρικιό, γλείφτης, γλείφτρα, ερπυσμός, φεύγω αθόρυβα, μπαίνω έρποντας, τρυπώνω, μπαίνω έρποντας, παρεισφρέω σε κτ, φεύγω αθόρυβα, τρομάζω, ξεγλιστράω, ξεγλιστρώ, ορθώνομαι, απλώνομαι, πέφτω, καταλαμβάνω, χώνομαι κάτω από κτ, πλησιάζω αθόρυβα, σκαρφαλώνω, εμφανίζομαι ξαφνικά, έρχομαι ξαφνικά, εμφανίζομαι ξαφνικά, εκτίναξη του εύρους ενός έργου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης creep

περπατάω

intransitive verb (crawl)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lola screamed when she felt the spider creeping along her arm.

σκαρφαλώνω

intransitive verb (plant: grow along surface)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ivy has crept up the walls, almost covering the windows.
Ο κισσός σκαρφάλωσε πάνω στους τοίχους καλύπτοντας σχεδόν τα παράθυρα.

κινούμαι αργά, προχωράω αργά

intransitive verb (figurative (move slowly)

The day crept by, and finally it was time to go home.
Η μέρα κύλησε αργά και τελικά ήρθε η ώρα να πάμε σπίτι.

αργή κίνηση

noun (figurative (slow movement)

Kate watched the creep of the moonlight across the roof. At rush hour, traffic moves at a creep.
Η Κέιτ παρακολούθησε την αργή κίνηση του φεγγαρόφωτου από τη μία πλευρά της στέγης στην άλλη. Στις ώρες αιχμής, η κυκλοφορία προχωράει σε αργή κίνηση.

φρικιό

noun (slang (unnerving, repellent person) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That creep keeps staring at me.
Αυτό το φρικιό συνεχίζει να με κοιτάζει επίμονα.

γλείφτης, γλείφτρα

noun (slang, UK (obsequious person) (αργκό, μτφ, προσβλ)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Only a creep would laugh at the boss's dumb jokes.
Μόνο ένας γλείφτης θα γελούσε με τα ηλίθια αστεία του αφεντικού.

ερπυσμός

noun (technical (solids: deformation over time) (τεχνικός όρος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Stress and high temperatures caused creep in the turbine's blades.
Πίεση και υψηλές θερμοκρασίες προκάλεσαν ερπυσμό στις λεπίδες της τουρμπίνας.

φεύγω αθόρυβα

phrasal verb, intransitive (leave stealthily)

μπαίνω έρποντας

phrasal verb, intransitive (move stealthily inside) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Arriving home drunk again, he tried to creep in unnoticed.

τρυπώνω

phrasal verb, intransitive (figurative (thought, feeling: slowly enter) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In the beginning, she could never have imagined he would be unfaithful to her, but doubts began to creep in.

μπαίνω έρποντας

phrasal verb, transitive, inseparable (move stealthily inside)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The man in black crept quietly into the bushes.

παρεισφρέω σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (thought, feeling: slowly enter) (μεταφορικά)

A pessimistic tone has crept into his recent novels.

φεύγω αθόρυβα

phrasal verb, intransitive (leave stealthily)

τρομάζω

phrasal verb, transitive, separable (slang (unnerve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't like the way he looks at me; he creeps me out.
Δε μου αρέσει ο τρόπος που με κοιτά. Με τρομάζει.

ξεγλιστράω, ξεγλιστρώ

phrasal verb, intransitive (exit stealthily)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ορθώνομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (figure: rise higher than) (πάνω ή ψηλότερα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απλώνομαι, πέφτω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (light, darkness: cover slowly) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταλαμβάνω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (feelings: affect slowly) (μεταφορικά: για συναίσθημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A sense of resentment began to creep over her.
Άρχισε να την καταλαμβάνει (or: πιάνει) ένα αίσθημα απέχθειας.

χώνομαι κάτω από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (crawl beneath)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the thunder started, the dog crept under the bed and stayed there until it stopped.

πλησιάζω αθόρυβα

phrasal verb, intransitive (approach stealthily)

When Gary crept up and tapped me on the shoulder, I jumped.
Πετάχτηκα όταν ο Γκάρι πλησίασε αθόρυβα και με ακούμπησε στον ώμο.

σκαρφαλώνω

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (increase gradually) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
House prices have crept up by several thousand since we bought our home.
Από τότε που αγοράσαμε το σπίτι μας, οι τιμές κατοικίας ανέβηκαν κατά αρκετές χιλιάδες.

εμφανίζομαι ξαφνικά

(approach stealthily)

She startled her sister by creeping up on her and shouting "Boo!"
Τρόμαξε την αδερφή της με το να εμφανιστεί ξαφνικά και να φωνάξει «Μπου!»

έρχομαι ξαφνικά, εμφανίζομαι ξαφνικά

(figurative (fact, situation: arrive unforeseen)

You had better start working now; don't let the deadline creep up on you.
Καλύτερα να ξεκινήσεις να δουλεύεις τώρα. Μην αφήσεις την προθεσμία να σε βρει απροετοίμαστο.

εκτίναξη του εύρους ενός έργου

noun (project: excessive growth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
One way of avoiding scope creep is to define the limits of a project very precisely.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του creep στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του creep

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.