Τι σημαίνει το covered στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης covered στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του covered στο Αγγλικά.

Η λέξη covered στο Αγγλικά σημαίνει καλυμμένος, καλυμμένος με κτ, καλυμμένος, καλυμμένος με κτ, καλυμμένος, επικαλυμμένος, καλυμμένος με κτ, που καλύπτεται, σκεπάζω, καλύπτω, σκεπάζω κτ με κτ, καλύπτω κτ με κτ, καλύπτω, καλύπτω, περιλαμβάνω, καλύπτω, καλύπτω, αντικαθιστώ, περιλούζω, λούζω, γεμίζω, στολίζω, κάλυμμα, σκέπασμα, κάλυμμα, πλαστή ταυτότητα, καταφύγιο, πρόσχημα, καταφύγιο, κάλυψη, χρήματα, κάλυψη, ασφάλεια, διασκευή, είσοδος, προστασία, κάλυψη, σκεπάσματα, αντικαθιστώ, καλύπτω, αναλαμβάνω, καλύπτω, διασχίζω, καλύπτω, καλύπτω, διασκευάζω, καλύπτω, καλύπτω, κλειστή άμαξα, στοά, στεγασμένος διάδρομος, χιονισμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης covered

καλυμμένος

adjective (having [sth] all over)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Keep applying the plaster until the wall is covered.

καλυμμένος με κτ

(coated)

My children came home covered in mud from head to toe after the school outing.

καλυμμένος

adjective (with [sth] overlaid)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The buildings are connected by a covered walkway.

καλυμμένος με κτ

(with [sth] overlaid)

Fields covered with snow stretched into the distance.

καλυμμένος, επικαλυμμένος

adjective (with [sth] overlaid)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καλυμμένος με κτ

(having [sth] all over)

The coal miners emerged one by one, their faces covered in soot.

που καλύπτεται

adjective (insured) (για ασφάλιστρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A colonoscopy is not covered under many health insurance plans.

σκεπάζω, καλύπτω

transitive verb (hide, protect [sth], [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cover your body so you don't feel the cold air.
Σκέπασε το σώμα σου για να μη σε χτυπάει ο κρύος αέρας.

σκεπάζω κτ με κτ, καλύπτω κτ με κτ

(conceal, protect [sth], [sb])

When we painted the ceiling we covered the furniture with old sheets.
Όταν βάψαμε το ταβάνι καλύψαμε τα έπιπλα με παλιά σεντόνια.

καλύπτω

transitive verb (extend over [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The tablecloth covered the entire table.
Το τραπεζομάντιλο κάλυψε (or: σκέπασε) ολόκληρο το τραπέζι.

καλύπτω, περιλαμβάνω

transitive verb (figurative (include [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Does the cost of this ticket cover government fees, too?
Η τιμή αυτού του εισιτηρίου καλύπτει (or: περιλαμβάνει) και τις κρατικές εισφορές;

καλύπτω

transitive verb (figurative (pay for [sth] entirely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Does twenty dollars cover all the expenses?
Φτάνουν είκοσι δολάρια για όλα τα έξοδα;

καλύπτω, αντικαθιστώ

phrasal verb, transitive, inseparable (stand in for [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you cover for me at work on Saturday night? I want to stay in.
Μπορείς να κάτσεις στο πόδι μου το Σάββατο το βράδυ; Θέλω να κάτσω σπίτι.

περιλούζω, λούζω, γεμίζω, στολίζω

(figurative (lavish with praise, etc.) (με έπαινο κλπ., μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Critics covered the writer with praise after the publication of his first novel.
Οι κριτικοί γέμισαν τον συγγραφέα με επαίνους, μετά την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος.

κάλυμμα, σκέπασμα

noun (lid, cloth, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They put a cover over the piano to protect it.
Έβαλαν ένα κάλυμμα (or: σκέπασμα) πάνω στο πιάνο για προστασία.

κάλυμμα

noun (book: outer part) (βιβλίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The book's cover protects the binding from dust.
Το κάλυμμα (or: ντύμα) του βιβλίου προστατεύει το περίβλημά του από τη σκόνη.

πλαστή ταυτότητα

noun (false identity)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The CIA agent travelled under cover.

καταφύγιο

noun (hiding place)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He took cover in the forest.
Βρήκε καταφύγιο στο δάσος.

πρόσχημα

noun (figurative (pretext)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The question was really just a cover for his desire to talk with her.

καταφύγιο

noun (usu. figurative (protection)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The soldier fell to his stomach, hoping to find cover from the bullets.

κάλυψη

noun (ground)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
These short plants provide good ground cover.

χρήματα

noun (money)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Do you have enough cover to pay for the meal?

κάλυψη, ασφάλεια

noun (insurance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This plan provides you with cover in case of hurricanes.
Αυτό το πρόγραμμα σας παρέχει κάλυψη (or: ασφάλεια) σε περίπτωση τυφώνα.

διασκευή

noun (version of a song)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is a cover of a Bob Dylan song.

είσοδος

noun (US (entrance fee) (μεταφορικά: κόστος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a cover of ten dollars to enter the club.

προστασία, κάλυψη

noun (shelter)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's pouring down. We need to find somewhere under cover until it stops.

σκεπάσματα

plural noun (bed sheets) (γενικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He got under the covers and went to sleep.

αντικαθιστώ

intransitive verb (stand in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you cover temporarily, I'll get the other equipment.
Αν μείνεις για λίγο στο πόδι μου, θα φέρω τον υπόλοιπο εξοπλισμό.

καλύπτω

transitive verb (spread over)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The oil soon covered the entire lake.

αναλαμβάνω

transitive verb (deal with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you cover these tasks for me?

καλύπτω

transitive verb (insurance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This insurance policy covers car accidents.

διασχίζω

transitive verb (travel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We covered all of South America on the last trip.

καλύπτω

transitive verb (journalist: report)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She covered the White House for the newspaper for two years.

καλύπτω

transitive verb (protect with a gun)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cover me while I run to the next bunker.
Φύλαγε τα νώτα μου μέχρι να τρέξω στο επόμενο καταφύγιο.

διασκευάζω

transitive verb (perform version of a song)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The band covered an old Dylan classic in their concert.

καλύπτω

transitive verb (US (sports: guard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He did an excellent job covering their star player and they won the game.

καλύπτω

transitive verb (gambling)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you have enough money to cover the bet?

κλειστή άμαξα

noun (US, historical (canvas-topped horse-drawn vehicle)

στοά

noun (outdoor passageway)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στεγασμένος διάδρομος

noun (canopy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is a covered walkway above the train station platforms.

χιονισμένος

adjective (under snow)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του covered στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του covered

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.