Τι σημαίνει το baisse στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης baisse στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του baisse στο Γαλλικά.
Η λέξη baisse στο Γαλλικά σημαίνει σκυφτός, πτώση, σκοτεινός, χαμηλωμένος, πτώση, βουτιά, πτώση, πτώση, κοιλιά, πτώση, κάθοδος, μειωμένος, ελαττωμένος, πτώση, υποχώρηση, μείωση, σταδιακή μείωση, πτώση, μείωση, ελάττωση, ελάττωση, μείωση, περιστολή, φθίνων, πτωτικός, μείωση, εξασθένιση, πτώση, καθίζηση, λυγισμένος, μειωμένος, μείωση, μείωση, ελάττωση, πτώση τιμών, πτώση, ελάττωση, μείωση, μείωση, ελάττωση, μειώνομαι, κατεβάζω, κατεβάζω, μειώνω, κατεβάζω, βουλιάζω, καθιζάνω, χαμηλώνω, ρίχνω, κατεβάζω, χαμηλώνω, πέφτω, πέφτω, χαμηλώνω, μειώνω, ελαττώνω, κατεβάζω, -, πέφτω, χαμηλώνω, καμπουριάζω, συρρικνώνομαι, χάνομαι, σβήνω, σκοτεινιάζω, παίρνω την κατηφόρα, συρρικνώνω, μετριάζω, μειώνω, ελαττώνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, χαμηλώνω, λιγοστεύω σταδιακά, μειώνω, περικόπτω, περιορίζω, πέφτω, υποχωρώ, χαμηλώνω, πέφτω, χαμηλώνω, μειώνομαι, σκύβω το κεφάλι, πέφτει η τιμή μου, συγκρατώ, ελαττώνομαι, μειώνομαι, υποχωρώ, λιγοστεύω, μικραίνω, υποχωρώ, μειωμένος, μειώνω, κοιλιά, χαμηλώνω, πτώση τάσης, εταιρεία με πτωτική τιμή μετοχής, πτώση, κάθοδος, έκπτωση, τάση υποχώρησης, στιγμιαία απώλεια συγκέντρωσης/προσοχής, κακή νυχτερινή όραση, μείωση των φόρων, θερινή ραστώνη, πτώση θερμοκρασίας, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης baisse
σκυφτός(tête) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nathan a quitté la pièce la tête baissée. Έφυγε από το δωμάτιο με σκυφτό το κεφάλι. |
πτώσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous nous relevons de la baisse des ventes de l'année dernière. Τώρα ανακάμπτουμε απ' την περσινή πτώση των πωλήσεων. |
σκοτεινός(lumière) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La baisse des lumières signifiaient que la représentation allait bientôt commencer. |
χαμηλωμένοςadjectif (regard : vers le sol) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les yeux baissés de Mariam n'ont pas pu voir la beauté du paysage. |
πτώση, βουτιά(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a eu une baisse considérable sur les marchés cette semaine. Σημειώθηκε σημαντικό κατρακύλισμα στις αγορές αυτή τη βδομάδα. |
πτώσηnom féminin (Bourse) (μετοχών, τιμών) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La bourse a commencé la semaine sur une forte baisse. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η κάθετη πτώση στις μετοχές της εταιρείας προκάλεσε αναστάτωση στους επενδυτές. |
πτώσηnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a eu une forte baisse des ventes avec la crise économique. Σημειώθηκε απότομη πτώση των πωλήσεων καθώς χτύπησε η οικονομική κρίση. |
κοιλιάnom féminin (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La baisse des profits était inquiétante. |
πτώση, κάθοδοςnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette récente baisse a conduit les prix à retrouver leur valeur d'il y a dix ans. |
μειωμένος, ελαττωμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La société espère que les prix baissés (or: réduits) vont améliorer les ventes. |
πτώσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La baisse du marché a inquiété les investisseurs. Η πτώση (or: βουτιά) της αγοράς προκάλεσε την ανησυχία κάποιων επενδυτών. |
υποχώρησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a eu récemment une baisse du nombre de chômeurs. |
μείωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σταδιακή μείωσηnom féminin |
πτώσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μείωση, ελάττωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η μείωση (or: ελάττωση) των επιτοκίων έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους δανειστές, αλλά είναι λιγότερο δημοφιλής στους επενδυτές. |
ελάττωση, μείωση, περιστολή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φθίνων, πτωτικός(αριθμοί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous devons nous concentrer sur l'abaissement (or: la baisse, la diminution) du chômage |
μείωση(facultés, santé, influence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'entreprise se demandait comment elle pouvait inverser la baisse des ventes. Στην εταιρεία αναρωτιόνταν πως θα μπορούσαν να ανατρέψουν τη μείωση (or: πτώση) των πωλήσεων. |
εξασθένιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je supposais que le déclin de ma grand-mère était inévitable : elle a 95 ans ! Υπέθεσα πως η εξασθένιση της γιαγιάς μου είναι αναπόφευκτη, είναι 95! |
πτώση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La chute des prix va nuire à nos bénéfices. Η πτώση των τιμών θα μειώσει τα κέρδη μας. |
καθίζηση(figuré : entreprise,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λυγισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le garde-boue de ce vélo est plié. Ο πίσω λασπωτήρας στο ποδήλατο είναι στραβός. |
μειωμένοςadjectif (inférieur) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La température réduite (or: diminuée, baissée) rend la pièce plus confortable. Η μειωμένη θερμοκρασία κάνει το δωμάτιο πιο άνετο. |
μείωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La réduction des dépenses de l'État a poussé certaines familles à se serrer la ceinture. Η μείωση των δαπανών από την κυβέρνηση δημιούργησε δυσκολίες σε κάποιες οικογένειες. |
μείωση, ελάττωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Suite à l'action en justice, le locataire a bénéficié d'une baisse de loyer. |
πτώση τιμώνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le magasin observait une réduction à ses prix d'origine. |
πτώση, ελάττωση, μείωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μείωση, ελάττωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μειώνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les ventes ont beaucoup baissé depuis le début de la contraction du crédit. Οι πωλήσεις έχουν μειωθεί δραματικά από την έναρξη της πιστωτικής κρίσης. |
κατεβάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je baisse toujours les stores la nuit. |
κατεβάζω, μειώνωverbe transitif (prix) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ne baissent pas les prix : ils sont encore trop élevés. Δεν κατεβάζουν τις τιμές. Είναι ακόμα υπερβολικά υψηλές. |
κατεβάζωverbe transitif (une vitre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estelle baissa la vitre de la voiture. |
βουλιάζω, καθιζάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le niveau de l'eau a baissé ces dernières semaines. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Υπάρχουν ρωγμές στο πεζοδρόμιο όπου η γη έχει βουλιάξει. |
χαμηλώνωverbe transitif (les prix, des valeurs) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les magasins baissent les prix pendant les soldes. Το μαγαζί χαμηλώνει τις τιμές για τις εκπτώσεις. |
ρίχνω, κατεβάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Personne n'achetait rien alors ils ont décidé de baisser les prix. Κανείς δεν αγόραζε τίποτα έτσι αποφάσισαν να ρίξουν τις τιμές. |
χαμηλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'aimerais bien que tu baisses ta musique ! |
πέφτωverbe intransitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le prix des actions a baissé en milieu d'après-midi. |
πέφτωverbe intransitif (prix) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les prix ont baissé dans ce magasin. Οι τιμές έχουν πέσει σ' αυτό το μαγαζί. |
χαμηλώνωverbe transitif (le son, la lumière) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Baisse le volume de la radio s'il te plait ! Χαμήλωσε τον ήχο στο ράδιο, σε παρακαλώ! |
μειώνω, ελαττώνωverbe transitif (un taux) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La banque a baissé notre taux d'intérêt sur notre prêt immobilier. |
κατεβάζωverbe transitif (un store,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Barbara baissa le store. |
-verbe intransitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Les prix ont baissé ces dernières semaines. Οι τιμές έπεσαν τις τελευταίες εβδομάδες. |
πέφτω(moral, intérêt, vente,...) (μτφ: ηθικό, διάθεση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χαμηλώνωverbe transitif (Musique : ton) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu peux baisser la tonalité en relâchant les cordes de la guitare. Μπορείς να χαμηλώσεις τον τόνο χαλαρώνοντας τις χορδές της κιθάρας. |
καμπουριάζωverbe transitif (les épaules) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bill a baissé les épaules en s'asseyant. |
συρρικνώνομαι(vêtement) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon pull a rétréci au lavage. Το πουλόβερ μου μάζεψε στο πλύσιμο. |
χάνομαι, σβήνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σκοτεινιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω την κατηφόρα(entreprise, santé,...) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'entreprise a décliné après avoir perdu son plus gros contrat. |
συρρικνώνω(en taille) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La machine à laver a rétréci mon pull. Το πλυντήριο συρρίκνωσε το πουλόβερ μου. |
μετριάζω, μειώνω, ελαττώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne trouvais aucune excuse pour calmer le directeur en colère. |
μειώνομαι, ελαττώνομαι(facultés, santé, influence, vente,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les ventes d'ordinateurs de bureau ont décliné au profit des ordinateurs portables ces dernières années. Οι πωλήσεις των επιτραπέζιων υπολογιστών μειώνονται (or: πέφτουν) τα τελευταία χρόνια καθώς ο περισσότερος κόσμος προτιμάει τους φορητούς. |
χαμηλώνωverbe intransitif (lumière) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les lumières dans le cinéma ont baissé car le film allait commencer. |
λιγοστεύω σταδιακά(nombre) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le nombre de malades de la grippe baissera au printemps. Ο αριθμός των ασθενών από γρίπη θα λιγοστέψει σταδιακά την άνοιξη. |
μειώνω, περικόπτω, περιορίζω(des prix) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πέφτωverbe intransitif (prix,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le prix de l'essence a de nouveau baissé (or: a de nouveau chuté). ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η τιμή του πετρελαίου έπεσε περισσότερο από ποτέ. |
υποχωρώ(marée) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Avec la marée qui descendait, un crabe s'est retrouvé coincé sur la plage. Ένα καβούρι ξέμεινε στην άμμο καθώς η παλίρροια υποχώρησε. |
χαμηλώνωverbe transitif (la lumière) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dans l'espoir de passer une soirée romantique, Helen baissa les lumières. Ελπίζοντας σε μια ρομαντική βραδιά, η Έλεν χαμήλωσε τα φώτα. |
πέφτωverbe intransitif (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le niveau de l'eau va baisser (or: va diminuer) à marée basse. Η στάθμη των υδάτων θα πέσει την ώρα της άμπωτης. |
χαμηλώνωverbe intransitif (lumière) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'éclairage du théâtre a faibli au lever de rideau. Τα φώτα στο θέατρο χαμήλωσαν καθώς άνοιξε η αυλαία. |
μειώνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les prix peuvent baisser un peu après la saison touristique. |
σκύβω το κεφάλιverbe transitif (la tête) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les paroissiens ont baissé la tête pour prier. |
πέφτει η τιμή μου(γίνομαι λιγότερο ακριβός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cet ordinateur baissera de prix quand un modèle plus rapide sortira. Θα αγοράσω το καινούριο μοντέλο κινητού όταν πέσει η τιμή του. |
συγκρατώ(ses dépenses,...) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ελαττώνομαι, μειώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο αέρας κόπασε και η θάλασσα γαλήνεψε. |
υποχωρώ(tempête,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les golfeurs ont attendu à l'intérieur que la tempête se calme. |
λιγοστεύω, μικραίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nos chances d'arriver avant qu'il ne se mette à pleuvoir diminuent. Οι πιθανότητες να φτάσουμε πριν ξεκινήσει η βροχή λιγοστεύουν. |
υποχωρώ(eau) (στάθμη νερού) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les résidents pourront rentrer chez eux quand l'eau se sera retirée. Θα επιτραπεί στους κατοίκους να επιστρέψουν όταν το νερό υποχωρήσει. |
μειωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
μειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοιλιά(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a un creux dans la charge de travail de Rachel depuis que son client principal a fait faillite. Η Ρέητσελ παρατήρησε κοιλιά στον φόρτο εργασίας της από τότε που ο βασικός της πελάτης πτώχευσε. |
χαμηλώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) À mesure que les affrontements se multiplient, l'espoir d'une paix prochaine diminue. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα πρέπει να χαμηλώσεις τις προσδοκίες σου με βάση τις μέχρι τώρα αποτυχίες σου. |
πτώση τάσηςnom féminin (électricité) (ηλεκτρικού ρεύματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εταιρεία με πτωτική τιμή μετοχήςnom féminin (Finance) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πτώση, κάθοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έκπτωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vous pouvez trouver de bonnes affaires après le 25 décembre quand il y a une baisse de prix sur les produits de Noël. |
τάση υποχώρησηςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στιγμιαία απώλεια συγκέντρωσης/προσοχής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai eu un moment d'inattention au volant et j'ai raté le virage. |
κακή νυχτερινή όραση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La carence en vitamine A est la cause de la baisse de l'acuité visuelle nocturne chez ce patient atteint de cirrhose hépatique. |
μείωση των φόρωνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θερινή ραστώνη(λόγιος) |
πτώση θερμοκρασίαςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
nom féminin (diminution) La baisse du pouvoir d'achat ne cesse de progresser. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του baisse στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του baisse
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.