Τι σημαίνει το bas στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bas στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bas στο Γαλλικά.
Η λέξη bas στο Γαλλικά σημαίνει καλσόν, καλτσόν, κάτω μέρος, κάλτσα, χαμηλά, χαμηλά, τέλος, χαμηλά, σιγανά, χαμηλά, χαμηλός, χαμηλός, χαμηλός, σιγανός, χαμηλός, πονηρός, ύπουλος, δόλιος, χαμηλός, χαμηλά, χαμηλά, κάτω μέρος, που έχει μειωθεί, χαμηλός, κοντός, κάλτσες, κάτω, ψιθυριστός, πεσμένος, ποταπός, τιποτένιος, χαμηλός, ποταπός, ευτελής, χαμηλού υψομέτρου, ποταπός, βάση, χαμηλός, απαλός, σιγανός, στενόμυαλος, χαμηλό, τα χαμηλά, χαμηλά, χαμηλώνω, κατεβάζω, εκείνος, φθηνιάρικος, εκεί, εκεί πέρα, προς τα εκεί, εκεί, εκεί πέρα, ουστ!, δίνε του!, υπογάστριο, διανοούμενη, τοκετός, οικονομίες, χαμηλό προφίλ, υπογάστριο, διάδρομος εκκλησίας, ανάγλυφο, ρίχνω, πεζός, εκεί πέρα, από κάτω προς τα πάνω, εκεί πέρα, πεζά γράμματα, βούρκος, κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία, κάνω ένα βήμα πίσω, χαμηλά, γέννα, αργόστροφος, τα ρηχά, γεννάω, γεννώ, πέρα, εκεί, στη γη, κάτω στη γη, ρίχνω, φτηνός, κατώτατος, τιποτένιος, φτηνιάρικος, κατώτατος, με μειωμένη τιμή, με μειωμένη τιμή, ανάποδος, χαμηλής έντασης, καθοδικός, πτωτικός, ο πιο κάτω, φτηνά, από πάνω μέχρι κάτω, στη γη, παρακάτω, πιο κάτω, πολύ πιο κάτω, εκεί κάτω, προς τα εκεί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bas
καλσόν, καλτσόνnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Roberta portait des bas sous sa jupe. Η Ρομπέρτα φορούσε καλσόν κάτω από τη φούστα της. |
κάτω μέρος(de l'escalier, immeuble, page) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La salle de bain est en bas de l'escalier. Comment faire pour faire apparaître les numéros de page en bas de page ? Το μπάνιο είναι στο κάτω μέρος της σκάλας. Πώς θα κάνω τους αριθμούς των σελίδων να εμφανίζονται στο κάτω μέρος της σελίδας; |
κάλτσαnom masculin (ψηλή, μέχρι τον μηρό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαμηλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'avion volait bas, et frôlait le toit des maisons. Το αεροπλάνο πετούσε χαμηλά πάνω από τα σπίτια. |
χαμηλάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il se pencha très bas pour embrasser son enfant. Έσκυψε χαμηλά για να φιλήσει το παιδί του. |
τέλοςnom masculin (priorité) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cette corvée est en bas de ma liste. Αυτή η δουλειά είναι στο τέλος της λίστας μου. |
χαμηλά, σιγανά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il parlait bas (or: Il murmurait) afin que personne ne puisse l'entendre. Μίλησε χαμηλόφωνα (or: σιγανά) για να μην τον ακούσει κανείς. |
χαμηλάadverbe (Musique) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'espère que tu chantes en basse parce qu'il faut chanter cela très bas. Ελπίζω να τραγουδάς μπάσα, γιατί αυτό το τραγούδι πρέπει να το πεις πολύ χαμηλά (or: σε πολύ χαμηλό τόνο). |
χαμηλόςadjectif (hauteur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les plafonds de cette chambre sont bas. Αυτό το δωμάτιο έχει χαμηλά ταβάνια. |
χαμηλόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les critères d'entrée à la compétition sont vraiment bas cette année. Το επίπεδο των συμμετοχών στο φετινό διαγωνισμό είναι πολύ χαμηλό. |
χαμηλός, σιγανόςadjectif (voix) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle lui parlait à voix basse dans l'oreille. Μίλησε στο αφτί του με πολύ χαμηλή (or: σιγανή) φωνή. |
χαμηλόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La boutique vend des jeans à bas prix. Το κατάστημα πουλάει τζιν σε πολύ χαμηλές τιμές. |
πονηρός, ύπουλος, δόλιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Employer de basses tactiques comme rouler les clients vous attirera beaucoup d'ennemis. Οι δόλιες (or: ύπουλες) τακτικές όπως η εξαπάτηση των πελατών σου θα σου δημιουργήσει πολλούς εχθρούς. |
χαμηλός(caste, classe sociale,...) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle était d'une basse caste. Ήταν από χαμηλή κάστα. |
χαμηλάadjectif (soleil : couchant) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le soleil était bas et sur le point de se coucher. Ο ήλιος ήταν χαμηλά και έτοιμος να δύσει. |
χαμηλάadjectif (soleil : levant) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il était tôt et le soleil était encore bas. |
κάτω μέρος(survêtement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει μειωθεί(stocks, réserves) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les stocks d'eau potable sont très bas. |
χαμηλός, κοντόςadjectif (plante) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je dois mettre des plantes basses le long de ce mur pour ne pas qu'elles gênent l'ouverture des fenêtres. |
κάλτσες(χωρίς καβάλο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Vicky s'est acheté de nouveaux bas parce que ses préférés étaient déchirés. |
κάτωadjectif (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ψιθυριστόςadjectif (voix) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πεσμένοςadjectif (δείχνει μείωση) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le prix du pétrole est bas cette semaine. Η τιμή του πετρελαίου είναι πεσμένη αυτή την εβδομάδα. |
ποταπός, τιποτένιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ses motivations sont basses et viles. Τα κίνητρά του είναι ποταπά (or: τιποτένια) και χυδαία. |
χαμηλόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le niveau de l'eau est bas. On devrait en rajouter. |
ποταπός, ευτελήςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ses basses remarques offensaient les femmes. |
χαμηλού υψομέτρου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ποταπός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cet ignoble voleur m'a dérobé mon portefeuille ! |
βάση(montagne, escalier,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle se tenait au pied (or: en bas) de l'escalier, les yeux levés. Στάθηκε στη βάση της σκάλας και κοίταξε κατά πάνω. |
χαμηλός(objet) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le jardin était parsemé de plusieurs petits arbustes. |
απαλός, σιγανός(voix) (ομιλία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'intervenant réservé parlait d'un voix douce (or: à voix basse). |
στενόμυαλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαμηλό
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) L'action avait atteint son minimum cette année. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η μετοχή της εταιρείας έπεσε σε ιστορικό χαμηλό μετά το σκάνδαλο. |
τα χαμηλάnom masculin (rang) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a commencé en bas de l'échelle et a fini PDG. Ξεκίνησε από τα χαμηλά και έφτασε να γίνει διευθύνων σύμβουλος. |
χαμηλάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La règle en bourse, c'est : achète à bas prix, revends à prix d'or ! Ο κανόνας στο χρηματιστήριο είναι: αγόρασε χαμηλά και πούλα ψηλά! |
χαμηλώνω, κατεβάζωverbe transitif (μέχρι/έως/σε) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le pilote amena son appareil à mille pieds. Ο πιλότος έριξε το αεροπλάνο στα χίλια πόδια. |
εκείνοςadjectif (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
φθηνιάρικος(μεταφορικά, ανεπίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'establishment blanc considérait que le jazz était une forme d'amusement vulgaire (or: de bas étage). |
εκεί(à cet endroit) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il était là, au bar. Ήταν εκεί, στο μπαρ. |
εκεί πέραlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Le lac se trouve là-bas. |
προς τα εκεί(κατεύθυνση) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
εκείadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εκεί πέραadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Le gâteau est là-bas. Το κέικ είναι εκεί πέρα. |
ουστ!, δίνε του!(très familier) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Dégage ! Je ne veux plus te voir sur ma pelouse ! |
υπογάστριοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
διανοούμενη(familier) (γυναίκα) |
τοκετός(διαδικασία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
οικονομίες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Matthew a dépensé toutes ses économies pour une voiture de course et ça n'a pas plu à sa femme. |
χαμηλό προφίλ(personne) Ο πολιτικός διατήρησε χαμηλό προφίλ για αρκετούς μήνες μετά το σκάνδαλο. |
υπογάστριοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En cas de douleur persistante dans le bas-ventre, consultez un médecin. |
διάδρομος εκκλησίαςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανάγλυφοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le motif est gravé en bas-relief sur le mur du temple. |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πεζός(lettre) (γράμμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Utilise un mélange de lettres majuscules et minuscules pour ton mot de passe. Χρησιμοποιήστε μείξη κεφαλαίων και πεζών χαρακτήρων στο συνθηματικό σας. |
εκεί πέραlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Qu'est ce qu'il y a là-bas, derrière le mur ? Τι βρίσκεται πίσω από τον τοίχο εκεί πέρα; |
από κάτω προς τα πάνω(προσέγγιση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκεί πέραadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
πεζά γράμματα
Écris en minuscules, pas en majuscules. |
βούρκος(figuré : maison,...) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία, κάνω ένα βήμα πίσω(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je me suis effacé pour laisser passer l'ambassadeur. |
χαμηλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
γέννα(femme) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'accouchement s'est bien passé, et n'a pas duré longtemps. Η γέννα πήγε καλά και δεν κράτησε πολύ. |
αργόστροφος(familier) (καθομιλουμένη, πιθανά προσβλητικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Τιμ είναι πολύ συμπαθητικός, αλλά είναι αργόστροφος, δεν παίρνει καλούς βαθμούς στο σχολείο. |
τα ρηχά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ils ont trouvé des coquillages dans les hauts-fonds. Βρήκαν κοχύλια στα ρηχά. |
γεννάω, γεννώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La brebis a agnelé en mai. Η προβατίνα γέννησε τον Μάιο. |
πέραadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle vit là-bas, à l'ouest de la ville. Μένει πέρα στο δυτικό άκρο της πόλης. |
εκείadverbe (endroit éloigné) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je vais là-bas ce soir. |
στη γη, κάτω στη γηlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Les étoiles brillent sur nous ici-bas. |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce cheval noir désarçonne quiconque essaie de le monter. |
φτηνός(όχι ακριβός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Franck préfère acheter des rasoirs bon marché. Ο Φρανκ προτιμά να αγοράζει φτηνά ξυραφάκια. |
κατώτατοςadjectif (profondeur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'explosion a eu lieu au niveau le plus bas de la mine. Η έκρηξη συνέβη στο κατώτατο επίπεδο του ορυχείου. |
τιποτένιος, φτηνιάρικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατώτατοςadjectif (superlatif) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με μειωμένη τιμή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με μειωμένη τιμή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανάποδος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce tableau est à l'envers (or: a la tête en bas). Ο πίνακας στον τοίχο είναι ανάποδος. |
χαμηλής έντασηςlocution adjectivale (sport, aérobic) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
καθοδικός, πτωτικόςlocution adverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ne regarde pas vers le bas quand je te parle ! |
ο πιο κάτωlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτηνάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Avec de l'organisation et de la créativité, il est possible de faire un tour d'Europe à petit prix. |
από πάνω μέχρι κάτωlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il faut appliquer la peinture de haut en bas. |
στη γηadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sa profonde foi religieuse et l'attente d'une vie après la mort lui ont permis de supporter la souffrance de sa vie ici bas. |
παρακάτω, πιο κάτωlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Selon ce qui est dit plus bas, vous ne devez encore rien faire. De nombreuses équipes plus bas dans le classement perdent de l'argent. Σύμφωνα με όσα λέει παρακάτω, δε χρειάζεται ακόμα να κάνεις κάτι. Πολλές από τις ομάδες πιο κάτω στη δημοτικότητα χάνουν χρήματα. |
πολύ πιο κάτωlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκεί κάτωlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Je ne veux pas aller en bas, le sous-sol fait peur ! Δε θέλω να πάω εκεί κάτω, το υπόγειο είναι τρομακτικό! |
προς τα εκείlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bas στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του bas
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.