Τι σημαίνει το arruinar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης arruinar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arruinar στο πορτογαλικά.

Η λέξη arruinar στο πορτογαλικά σημαίνει καταστρέφω, καταστρέφω, χαλάω, καταστρέφω, οδηγώ κπ/κτ στην χρεωκοπία, καταστρέφω, καταστρέφω, καταστρέφω, διαλύω, καταστρέφω, σαραβαλιάζω, χρεοκοπώ, καταστρέφω, διαλύω, χαλάω, χαλώ, τα σκατώνω, καταστρέφω, μπουρδουκλώνω, χαλάω, χαλώ, κάνω χάλια, σκοτώνω, εκτελώ, σκοτώνω, εκτελώ, ρουφώ, τρώω, δηλητηριάζω, καταστρέφω, πλήττω, καταστρέφω, χαλάω, καταστρέφω, προκαλώ το χάος, φέρνω χάος, καταστρέφω, ρημάζω, συντρίβω, καταστρέφω, κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο, σκατώνω, καταστρέφομαι, γαμάω, γαμώ, σκατώνω, καταστρέφω, διαλύω, διαλύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης arruinar

καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O escândalo arruinou a reputação do político.
Το σκάνδαλο αμαύρωσε τη φήμη του πολιτικού.

καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele estragou (or: arruinou) o computador ao entornar café.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι επιδημίες ρημάξανε τον τόπο.

χαλάω, καταστρέφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os comentários maldosos dela arruinaram minha noite.
Τα πικρόχολα σχόλιά της κατέστρεψαν το απόγευμά μου.

οδηγώ κπ/κτ στην χρεωκοπία

(negócio)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O negócio foi à falência por causa da economia ruim.
Η επιχείρηση οδηγήθηκε στην καταστροφή λόγω της άσχημης οικονομικής κατάστασης.

καταστρέφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela destruiu sua carreira política quando contou sobre seu caso.
Η γυναίκα κατέστρεψε την καριέρα του πολιτικού όταν μίλησε για τη σχέση τους.

καταστρέφω

(financeiramente) (οικονομικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Meu bisavô era um homem rico até que a queda da bolsa de valores de 1929 o arruinou.
Ο προπάππος μου ήταν πλούσιος μέχρι που τον κατέστρεψε το κραχ του χρηματιστηρίου το 1929.

καταστρέφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαλύω, καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O abuso que ele sofreu quando garoto arruinou o restante da sua vida.
Η κακοποίηση που υπέστη ως νεαρό αγόρι του σημάδεψε το υπόλοιπο της ζωής του.

σαραβαλιάζω

(carro, bicicleta) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry arruinou o carro dele quando bateu em uma árvore.
Ο Χάρι σαραβάλιασε το αυτοκίνητό του όταν έπεσε πάνω σε ένα δέντρο.

χρεοκοπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esse erro arruinará a empresa.
Αυτό το σφάλμα θα χρεοκοπήσει την εταιρεία.

καταστρέφω, διαλύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A chuva arruinou os planos de Melanie de ir ao piquenique.
Η βροχή κατέστρεψε τα σχέδια της Μέλανι να πάει για πικ νικ.

χαλάω, χαλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A ferrugem arruinou meu carro.

τα σκατώνω

verbo transitivo (υβριστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταστρέφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O mercado de ações arruinou a companhia.

μπουρδουκλώνω

(vulgar, figurado) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλάω, χαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O mau humor de Neil estragou o dia na praia para todo mundo.
Η κακή διάθεση της Νιλ χάλασε σε όλους τη μέρα στην ακρογιαλιά.

κάνω χάλια

(ofensivo) (κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As experiências do Dan na guerra foderam com ele.
Οι εμπειρίες του Νταν στην περίοδο του πολέμου τον είχαν κάνει χάλια.

σκοτώνω, εκτελώ

(καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Que horror! Você está estragando minha música favorita!
Τι θόρυβος! Σκοτώνεις το αγαπημένο μου τραγούδι!

σκοτώνω, εκτελώ

(καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Muitos dos fãs dela pensam que o diretor estragou o romance dela.
Πολλοί θαυμαστές της πιστεύουν πως ο σκηνοθέτης κατέστρεψε το μυθιστόρημά της.

ρουφώ, τρώω

(figurado) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O trabalho chato de Philip estava minando seu entusiasmo.
Η βαρετή δουλειά του Φίλιπ απομυζούσε τον ενθουσιασμό του.

δηλητηριάζω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταστρέφω, πλήττω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A prisão de um diplomata estragou as relações entre os dois países.

καταστρέφω

(gíria, figurado, vulgar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλάω, καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκαλώ το χάος, φέρνω χάος

(trazer o caos) (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταστρέφω, ρημάζω, συντρίβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταστρέφω

verbo transitivo (fazer ruir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο

(gíria) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Queria que meus pais não cagassem com a minha vida!
Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να κάνουν τη ζωή μου χάλια!

σκατώνω

verbo transitivo (καθομ, μτφ, προσβλ: κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γαμάω, γαμώ, σκατώνω

(χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O Beto ficou mal mesmo de cagar com o feriado de todo mundo por ter ficado doente.
Ο Μπομπ ένιωσε άσχημα που χάλασε τις διακοπές όλων γιατί αρρώστησε.

καταστρέφω, διαλύω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ser reprovado no exame acabou com as chances de Adrian entrar na universidade.
Η αποτυχία του Άντριαν στην εξέταση κατέστρεψε τις πιθανότητές του να μπει στο πανεπιστήμιο.

διαλύω

verbo transitivo (carro: acabar com) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arruinar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.