Τι σημαίνει το voz στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης voz στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του voz στο πορτογαλικά.
Η λέξη voz στο πορτογαλικά σημαίνει φωνή, φωνή, φωνή, φωνή, φωνή, εκπρόσωπος, εκπρόσωπος, χαμηλός τόνος, ανοιχτή ακρόαση, εκπρόσωπος, εκπρόσωπος, δυνατά, τρέμει η φωνή μου, γλυκομίλητος, δυνατά, φωναχτά, δυνατά, ομόφωνα, χαμηλόφωνα, σιγανά, εκπρόσωπος, ψεύτικη φωνή, ψιλή φωνή, χαμηλή φωνή, νόμιμος/επίσημος εκπρόσωπος, παθητική φωνή, απαλή φωνή, τόνος της φωνής, ενεργός ρόλος, σύστημα σύνθεσης ομιλίας, φωνή της λογικής, καταγραφικό φωνής, ακούω τη φωνή της λογικής, ακούγομαι, γελώ δυνατά, ξεκαρδίζομαι, κάνω κουμάντο, λέω κτ δυνατά, σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτά, σιγοτραγουδώ, λέω κτ ανιαρό, λέω κτ βαρετό, διαβάζω δυνατά, διαβάζω δυνατά, με ένα στόμα, μια φωνή, μπάσα φωνή, βροντερός, δυνατός, εκφράζω τη γνώμη μου, ανεβάζω τον τόνο της φωνής, φλυαρώ για κτ, μακρηγορώ για κτ, άλτο, κοντινή απόσταση, με φωνητική ενεργοποίηση, της σοπράνο, δυνατά, δυνατά, ηχηρά, σπάσιμο, κάνω beatbox, κάνω μπίτμποξ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης voz
φωνήsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sua voz era forte e alta. Η φωνή του ήταν δυνατή και έντονη. |
φωνήsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φωνήsubstantivo feminino (gramática) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φωνήsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φωνήsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκπρόσωποςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναμένεται να δώσει εξηγήσεις αργότερα σήμερα. |
εκπρόσωποςsubstantivo masculino, substantivo feminino (orador por um grupo) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Κάθε ομάδα πρέπει να ορίσει έναν εκπρόσωπο. |
χαμηλός τόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανοιχτή ακρόασηsubstantivo masculino (σε κινητά τηλέφωνα) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Θα σε βάλω σε ανοιχτή ακρόαση για να σε ακούει και ο Γιάννης που είναι δίπλα μου. |
εκπρόσωποςsubstantivo masculino, substantivo feminino (representante) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Έχει γίνει ξαφνικά εκπρόσωπος των φτωχών εργαζόμενων. |
εκπρόσωποςsubstantivo masculino, substantivo feminino (figurado) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
δυνατά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τρέμει η φωνή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γλυκομίλητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δυνατά, φωναχτά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ana leu a história em voz alta para a turma. Η Άννα διάβασε την ιστορία φωναχτά για την τάξη. |
δυνατά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Se você tem alguma crítica à minha proposta, por que não diz em voz alta? ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Θεέ μου, το είπα δυνατά αυτό; Ήταν απλώς μια σκέψη. |
ομόφωναlocução adverbial (figurado: por unanimidade) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
χαμηλόφωναlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σιγανάlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εκπρόσωπος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ψεύτικη φωνή
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ψιλή φωνή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαμηλή φωνή(murmúrio, sussurro) Αποκάλυψε το πλάνο του με χαμηλή φωνή ώστε μην ακουστεί. Μίλησε με τόσο χαμηλή φωνή που μετά βίας μπορούσα να τον ακούσω. |
νόμιμος/επίσημος εκπρόσωπος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παθητική φωνήsubstantivo feminino (gramática) (γραμματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απαλή φωνή(fala mansa ou silenciosa) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τόνος της φωνής(qualidade vocal ou entonação) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ενεργός ρόλος
Agora eu tenho uma voz mais ativa na política local. |
σύστημα σύνθεσης ομιλίαςsubstantivo masculino (dispositivo que imita a voz humana) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φωνή της λογικήςsubstantivo feminino (pessoa que tem uma opinião sensata) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταγραφικό φωνήςsubstantivo masculino (dipositivo para gravar) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ακούω τη φωνή της λογικήςexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακούγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γελώ δυνατά, ξεκαρδίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω κουμάντο(ηγούμαι στο σπίτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λέω κτ δυνατάexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτάexpressão verbal |
σιγοτραγουδώlocução verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λέω κτ ανιαρό, λέω κτ βαρετό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το έσκασα από την πίσω μεριά της αίθουσας, ενώ εκείνη συνέχιζε να φλυαρεί. |
διαβάζω δυνατάexpressão verbal O professor leu em voz alta os nomes dos alunos que nunca tinham faltado. |
διαβάζω δυνατάexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela leu a carta para mim em voz alta pelo telefone. Μου διάβασε δυνατά το γράμμα από το τηλέφωνο. |
με ένα στόμα, μια φωνήlocução adverbial (figurado: em uníssono) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπάσα φωνή(voz de tom baixo) |
βροντερός, δυνατός(φωνή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκφράζω τη γνώμη μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανεβάζω τον τόνο της φωνής(gritar) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φλυαρώ για κτ, μακρηγορώ για κτ
|
άλτο(música) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κοντινή απόσταση(μπορεί να ακουστεί) Jim estava dentro do alcance do ouvido quando ele insultou seu chefe para seu colega de trabalho e perdeu o emprego. Ο Τζιμ βρισκόταν αρκετά κοντά όταν προσέβαλε το αφεντικό στο συνάδερφό του κι έτσι ακούστηκε κι έχασε τη δουλειά του. |
με φωνητική ενεργοποίησηlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
της σοπράνο
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δυνατάlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δυνατά, ηχηράlocução adverbial (ruidosamente alto) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ela falou alto para ser ouvida por causa da música. Μίλησε δυνατά (or: φωναχτά) για να ακουστεί πάνω από τη μουσική. |
σπάσιμο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A mudança na voz dele é um sinal da puberdade, ele vai do grave ao agudo sem controle. |
κάνω beatbox, κάνω μπίτμποξ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του voz στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του voz
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.