Τι σημαίνει το voyage στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης voyage στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του voyage στο Γαλλικά.
Η λέξη voyage στο Γαλλικά σημαίνει ταξίδι, ταξίδι, διαδρομή, ταξίδι, περιοδεία, ταξίδι, διαδρομή, απόσταση, ταξίδι, εξόρμηση, απόδραση, ταξιδεύω, ταξιδεύω, ταξιδεύω, ταξιδεύω, ταξιδεύω, ταξιδεύω, ταξιδεύω, ταξίδι, ταξιδεύω, ταξίδι, ταξιδεύω, κάνω ένα ταξίδι, ταξιδεύω πεζός, ταξιδεύω, ταξιδιωτικός πράκτορας, αταξίδευτος, ταξιδεμένος, πολυταξιδεμένος, καλό ταξίδι, καλό ταξίδι, καλές διακοπές, Καλές διακοπές, οργανωμένη εκδρομή, ταξίδι του μέλιτος, τσιγγάνος, τσιγγάνα, ο Θεός μαζί σου, νεόνυμφος στο ταξίδι του μέλιτος, πτήση με διαστημόπλοιο, ημερολόγιο ταξιδίου, αεροπορικό ταξίδι, αεροπορικό ταξίδι, παρθενικό ταξίδι, χρόνος μετάβασης, προορισμός, θαλάσσια/υπερπόντια ταξίδια, πακέτο διακοπών, ευχάριστο ταξίδι, ταξίδι αναψυχής, ταξίδι με τρένο, υπέρ-ατλαντικό ταξίδι, ταξιδιωτική επιταγή, επαγγελματικό ταξίδι, πακέτο διακοπών, ταξίδι με το αυτοκίνητο, σχολική εκδρομή, ταξίδι στο παρελθόν, ταξίδι στο μέλλον, επαγγελματικό ταξίδι, ταξίδι του μέλιτος, ιεραποστολικό ταξίδι, οδήγηση μηχανής, οδήγηση μοτοσυκλέτας, αεροπορικό ταξίδι, καλό ταξίδι, ασφαλές πέρασμα, καλό ταξίδι, εκπαιδευτικό ταξίδι, προσαρμογέας πρίζας, συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα, συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα, έξοδα ταξιδιού, κούπα ταξιδίου, πακέτο διακοπών, επαγγελματικό ταξίδι, συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα, ταξίδι μετάβασης, ταξίδι της επιστροφής, ταξιδιωτικός οδηγός, αναδρομή στο παρελθόν, καλό ταξίδι, λεπτομέρειες ταξιδιού, ταξιδιωτικοί περιορισμοί, πάω ταξίδι, ταξιδεύω, κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι, κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι, τουριστικός, κοσμογυρισμένος, πολυταξιδεμένος, Καλό ταξίδι, ταξίδι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης voyage
ταξίδιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je me suis amusé durant mon voyage. Πέρασα ωραία στην εκδρομή μου. |
ταξίδιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous avons fait un voyage en Amérique du sud. Κάναμε ένα ταξίδι σε όλη τη Νότια Αμερική. |
διαδρομή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pour se rendre à ce village, c'est un trajet de trois jours à cheval. |
ταξίδιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le groupe est parti en voyage vers une terre lointaine. Το γκρουπ πήγε ένα ταξίδι σε μια μακρινή χώρα. |
περιοδεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous avons fait un voyage en Europe l'année dernière. Πέρσι το καλοκαίρι κάναμε το γύρο της Ευρώπης. |
ταξίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le capitaine a informé les passagers que le voyage (or: la traversée) prendrait à peu près huit heures. Ο καπετάνιος πληροφόρησε τους επιβάτες ότι το ταξίδι θα διαρκούσε περίπου οκτώ ώρες. |
διαδρομήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'était un agréable voyage à travers les montagnes de l'Ouest de la Virginie. Ήταν μια ευχάριστη διαδρομή μέσα από τα βουνά της Δυτικής Βιρτζίνια. |
απόστασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Conduire de New York jusqu'à l'Iowa était un sacré voyage. |
ταξίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εξόρμηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les explorateurs ont prévu une expédition pour cartographier le fleuve. |
απόδραση(court) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Kate a remporté une escapade sur une île. Η Κέιτ κέρδισε διακοπές σε ένα νησί. |
ταξιδεύωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il voyagea à travers la forêt jusqu'aux ruines mayas. |
ταξιδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'adore voyager. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μου αρέσει να ταξιδεύω. |
ταξιδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταξιδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Σίγουρα ταξιδεύω στη δουλειά μου. Φέτος πήγα στην Κορέα, την Αυστραλία και τη Νότια Αφρική. |
ταξιδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταξιδεύωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sinbad était un marin qui avait voyagé à travers le monde. Ο Σεβάχ ο Θαλασσινός ήταν ένας ναύτης που ταξίδευε σε μακρινά μέρη. |
ταξιδεύωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous avons voyagé à travers les montagnes de la Virginie Occidentale. |
ταξίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ils disent que les voyages ouvrent l'esprit. Λένε ότι τα ταξίδια διευρύνουν τους ορίζοντές μας. |
ταξιδεύω(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ταξίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mon frère aime les voyages. Του αδερφού μου του αρέσουν τα ταξίδια στο εξωτερικό. |
ταξιδεύω
|
κάνω ένα ταξίδι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταξιδεύω πεζόςverbe intransitif (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ταξιδεύωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mes cousins vont faire un voyage sur la côte. |
ταξιδιωτικός πράκτορας(personne) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ο ταξιδιωτικός πράκτορας μας πούλησε ένα πακέτο διακοπών στις Βερμούδες. |
αταξίδευτος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ταξιδεμένος, πολυταξιδεμένοςlocution adjectivale (personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
καλό ταξίδιinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Andrew nous a souhaité "bon voyage" avant d'embarquer sur le bateau. |
καλό ταξίδι, καλές διακοπέςinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Voici vos billets, Monsieur. Bon voyage ! |
Καλές διακοπέςinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οργανωμένη εκδρομήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le voyage organisé de deux semaines comprenait un guide et un autocar. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κάναμε δυο βδομάδες περιήγηση στην Κυανή Ακτή. |
ταξίδι του μέλιτος
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Après leur mariage, le couple est parti en lune de miel. |
τσιγγάνος, τσιγγάνα
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
ο Θεός μαζί σου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νεόνυμφος στο ταξίδι του μέλιτος
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πτήση με διαστημόπλοιο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ημερολόγιο ταξιδίου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αεροπορικό ταξίδιnom masculin Le voyage aérien n'est plus un voyage émerveillant comme c'était le cas il y a cinquante ans. |
αεροπορικό ταξίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Depuis les événements du 11 septembre 2001, le transport aérien a changé de façon significative. |
παρθενικό ταξίδιnom masculin Le Titanic a coulé lors de son voyage inaugural. |
χρόνος μετάβασηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La durée du voyage d'ici à la ville la plus proche est d'une heure. |
προορισμόςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
θαλάσσια/υπερπόντια ταξίδιαnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πακέτο διακοπώνnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ευχάριστο ταξίδιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tout l'équipage se joint à moi pour vous souhaiter un agréable voyage. |
ταξίδι αναψυχήςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je me suis rendu à l'étranger plusieurs fois cette année, mais le voyage à Hawaï a été mon seul voyage d'agrément. |
ταξίδι με τρένοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υπέρ-ατλαντικό ταξίδιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ταξιδιωτική επιταγήnom masculin |
επαγγελματικό ταξίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ma secrétaire a réservé l'hôtel pour mon prochain voyage d'affaires (or: déplacement professionnel) |
πακέτο διακοπών(destination unique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ταξίδι με το αυτοκίνητο(assez court) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Σχεδιάζουμε ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο στο Περθ αυτό το Σαββατοκύριακο. |
σχολική εκδρομή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je n'oublierai jamais que nous avons visité les Nations unies pendant notre voyage scolaire à New York. |
ταξίδι στο παρελθόν, ταξίδι στο μέλλονnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'aimerais pouvoir faire un voyage dans le temps et effacer toutes mes erreurs. |
επαγγελματικό ταξίδιnom masculin Il profite de ses voyages d'affaires pour entretenir sa relation extra-conjugale. |
ταξίδι του μέλιτος
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ιεραποστολικό ταξίδιnom masculin |
οδήγηση μηχανής, οδήγηση μοτοσυκλέταςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αεροπορικό ταξίδιnom masculin |
καλό ταξίδι
|
ασφαλές πέρασμαnom masculin |
καλό ταξίδιnom masculin |
εκπαιδευτικό ταξίδιnom masculin Il rentre le mois prochain de son voyage d'étude au Danemark. |
προσαρμογέας πρίζαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσαnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσαnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Ma compagne de voyage est tombée malade dès le premier jour. |
έξοδα ταξιδιούnom féminin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κούπα ταξιδίουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il me semble que les gobelets de voyage ne sont pas très populaires en France. |
πακέτο διακοπώνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επαγγελματικό ταξίδιnom masculin |
συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσαnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
ταξίδι μετάβασηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ταξίδι της επιστροφήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ταξιδιωτικός οδηγόςnom masculin |
αναδρομή στο παρελθόν
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καλό ταξίδιnom masculin Mes parents m'ont souhaité un voyage sans encombre quand je suis parti pour la première fois en Asie. |
λεπτομέρειες ταξιδιούnom masculin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταξιδιωτικοί περιορισμοίnom féminin pluriel |
πάω ταξίδι, ταξιδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le voyant m'a prédit que j'allais bientôt partir en voyage. |
κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδιverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) À l'automne prochaine, mon mari et moi allons faire en voyage en Nouvelle-Zélande. |
τουριστικόςlocution adjectivale (agence) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il est possible de dénicher des vacances à l'étranger à prix cassés en effectuant la réservation auprès d'une agence de voyage. |
κοσμογυρισμένος, πολυταξιδεμένος(personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
Καλό ταξίδι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ταξίδιnom masculin (familier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του voyage στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του voyage
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.