Τι σημαίνει το vida στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vida στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vida στο ισπανικά.
Η λέξη vida στο ισπανικά σημαίνει ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, πνοή, ζωή, ζωή, τα προς το ζην, διάρκεια ζωής, ζωή, ζωή, ζωντάνια, ζωή, το νήμα της ζωής, ζωή, διάρκεια, γλυκέ μου, γλυκιά μου, ενέργεια, παλμός, έμπνευση, ζωή, διάρκεια ζωής, δουλειά, βιογραφικό σημείωμα, μετά θάνατον ζωή, τούγια, θούγια, πεθαίνω, νεανικός, ζωηρός, ενεργητικός, δραστήριος, άβολος, με τα χίλια, ζωή, διάρκεια ζωής, τονώνω, αναζωογονώ, που ανασαίνει, που αναπνέει, έκφραση της σεξουαλικότητας, ανασταίνομαι, αγαπητή μου, διάρκεια ζωής, έτσι έχουν τα πράγματα, ισόβιος, μακροχρόνιος, μακρόχρονος, γεμάτος ζωή, γεμάτος ζωντάνια, πραγματικός, ρεαλιστικός, καθοριστικός, μοναδικός, μη παρασιτικός, ευδιάθετος, κεφάτος, που δεν δείχνει χαρά, σε οποιαδήποτε ηλικία, εφ' όρου ζωής, για το υπόλοιπο της ζωής του, για όλη του τη ζωή, εφ' όρου ζωής, ισοβίως, όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωής, σα να είναι η τελευταία φορά, μια φορά στα χίλια χρόνια, στο άνθος της ηλικίας μου, την ακμή της ζωής μου, το υπόλοιπο της ζωής σου, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο, ζήτω, Έτσι είναι η ζωή., Τι νέα;, στοιχηματίζω ότι, πάω στοίχημα ότι, πάω στοίχημα, έτσι είναι η ζωή, τι ζωή και αυτή!, άντε ρε κακομοίρη, Τρέχα να σωθείς!, τα χρόνια της ωριμότητας, τρόπος ζωής, άγρια ζωή, νυχτερινή ζωή, τσι, ισοβίτης, μποέμ τρόπος ζωής, έργο ζωής, κόστος ζωής, ελιξίριο της ζωής, φίλτρο της αθανασίας, αιώνια ζωή, χρόνος ημιζωής, δύσκολη ζωή, ανθρώπινη ιστορία, πολυτέλεια, χλιδή, ζήτημα ζωής και θανάτου, πιστή αναπαράσταση, εκδιδόμενη, ουρανός, παράδεισος, προσδοκώμενη διάρκεια ζωής, καλή ζωή, υψηλό βιοτικό επίπεδο, πεταλούδα της νύχτας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vida
ζωήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tuvo una vida interesante. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο περιπετειώδης βίος του συγγραφέα αναστάτωσε τη συντηρητική κοινωνία της εποχής. |
ζωήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los científicos se sorprendieron de encontrar vida en el fondo del mar. Οι επιστήμονες εξεπλάγησαν που βρήκαν ζωή στον βυθό του ωκεανού. |
ζωήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Crees que hay vida inteligente en otros planetas? Πιστεύεις ότι υπάρχει νοήμων ζωή σε άλλους πλανήτες; |
ζωήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su estilo de vida es muy materialista para mi gusto. Ο τρόπος ζωής τους είναι πολύ υλιστικός για τα γούστα μου. |
ζωήnombre femenino (personas) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se perdieron veinte vidas en el bombardeo. Στον βομβαρδισμό χάθηκαν είκοσι ζωές. |
ζωήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi abuela me contó todo sobre su vida como enfermera durante la guerra. Η γιαγιά μου μου διηγήθηκε τα πάντα για τη ζωή της ως νοσοκόμα κατά τη διάρκεια του πολέμου. |
πνοήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Esa actriz de verdad da vida al papel. Αυτή η ηθοποιός δίνει πραγματική πνοή στο ρόλο. |
ζωή(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quiero a mi niño. Es mi vida. Λατρεύω τον γιο μου. Είναι όλη μου η ζωή. |
ζωήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los niños están tan llenos de vida. Τα παιδιά είναι πάντα γεμάτα ζωή. |
τα προς το ζην
Se gana un modesto vivir como conserje. Βγάζει με κόπο τα προς το ζην δουλεύοντας ως επιστάτης. |
διάρκεια ζωής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Esta pila debería tener una duración de 20 horas. Αυτή η μπαταρία κρατάει 20 ώρες. |
ζωήnombre femenino (όλη η διάρκεια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tina nunca había visto nada como esa tormenta en toda su vida. Η Τίνα δεν είχε ξαναδει ποτέ κάτι σαν αυτήν την καταιγίδα σε όλη της τη ζωή. |
ζωήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζωντάνια, ζωή(figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) No digo que sea mal actor, pero le falta vida, eso es todo. Δε λέω πως είναι κακός ηθοποιός. Απλά δεν έχει ζωντάνια (or: ζωή), αυτό είναι όλο. |
το νήμα της ζωήςnombre femenino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ella vio cómo sus ojos se cerraban lentamente y cómo se escapaba su vida. |
ζωήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Él ha amado a muchas mujeres en su vida. |
διάρκεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su vida abarcó dos guerras. |
γλυκέ μου, γλυκιά μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ενέργεια(normalmente en plural) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Años de lucha drenaron todas sus energías. Ο πολύχρονος αγώνας του απομύζησε την ενέργειά του. |
παλμός(figurado, ciudad) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El pulso de la ciudad parece haberse debilitado desde la última visita de Paul. |
έμπνευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mientras escribía, a Linda le gustaba escuchar música que le ayudase a dejar fluir la creatividad. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν δεν πιω καφέ το πρωί, δεν παίρνει μπρος η μηχανή. |
ζωή, διάρκεια ζωής(ανθρώπου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La esperanza de vida humana está aumentando en muchos países. Η μέση διάρκεια ζωής του ανθρώπου αυξάνεται στις περισσότερες χώρες. |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Cuál es tu trabajo? Soy dentista. Τί επάγγελμα κάνεις; Είμαι οδοντίατρος. |
βιογραφικό σημείωμα
Su currículum tenía mucha experiencia relevante. Το βιογραφικό του περιελάμβανε μεγάλη σχετική προϋπηρεσία. |
μετά θάνατον ζωή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τούγια, θούγια(κωνοφόρο δέντρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πεθαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
νεανικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nunca dejó de sorprenderme su frescura juvenil. Ποτέ δεν παύω να εκπλήσσομαι από τη νεανική φρεσκάδα της. |
ζωηρός, ενεργητικός, δραστήριος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Su personalidad alegre es simplemente perfecta para ser vendedora. Η ζωηρή (or: ενεργητική) της προσωπικότητα ταιριάζει τέλεια με το επάγγελμα της πωλήτριας. |
άβολος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με τα χίλια(figurado) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "¿De qué equipo eres?" "Del Manchester United, ¡siempre!" «Τι ομάδα είσαι στο ποδόσφαιρο;» «Manchester United με τα χίλια!» |
ζωή, διάρκεια ζωής(προϊόντος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Estos bocaditos tienen una duración de sólo unas pocas semanas. Αυτά τα σνακ έχουν διάρκεια ζωής μόνο δυο βδομάδες. |
τονώνω, αναζωογονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
που ανασαίνει, που αναπνέει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El bebé estaba herido, pero aún estaba vivo. Το μωρό τραυματίστηκε, αλλά ακόμη ανέπνεε. |
έκφραση της σεξουαλικότητας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) El campamento tiene dispositivos de seguridad para desalentar la sexualidad entre los chicos. |
ανασταίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Crees que Jesús de verdad resucitó? |
αγαπητή μου(παλαιό: κάπως τυπικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Estás calientita, cariño? Είσαι αρκετά ζεστά, αγαπητή μου; |
διάρκεια ζωής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) El nuevo elemento solo tiene una duración de unos pocos microsegundos antes de su deterioro. |
έτσι έχουν τα πράγματαexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Aunque te parezca injusto que te hayan rechazado, pero así es la vida. |
ισόβιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El matrimonio debería entenderse como un compromiso de toda la vida. Ο γάμος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ισόβια δέσμευση. |
μακροχρόνιος, μακρόχρονος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dan y Adam tienen una relación comercial de larga duración: han trabajado juntos por años. |
γεμάτος ζωή, γεμάτος ζωντάνιαlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tiene casi 80 pero todavía está lleno de vida y tiene ojo para las mujeres. |
πραγματικός, ρεαλιστικόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καθοριστικόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hacer trabajo voluntario en Centroamérica fue una experiencia que me cambió la vida. |
μοναδικόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi viaje a la Antártida fue extraordinario, una experiencia única en la vida. |
μη παρασιτικόςlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ευδιάθετος, κεφάτοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που δεν δείχνει χαρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε οποιαδήποτε ηλικία
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El cáncer no discrimina, puede presentarse a cualquier edad. |
εφ' όρου ζωήςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
για το υπόλοιπο της ζωής του, για όλη του τη ζωή, εφ' όρου ζωής, ισοβίωςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El matrimonio es un compromiso de por vida. |
όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωήςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nací en Manchester y he vivido aquí toda mi vida. |
σα να είναι η τελευταία φορά
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μια φορά στα χίλια χρόνια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una oportunidad como esta solo pasa una vez en la vida. |
στο άνθος της ηλικίας μου, την ακμή της ζωής μουlocución adverbial (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το υπόλοιπο της ζωής σουlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από τη γέννηση μέχρι τον θάνατοlocución adverbial (coloquial) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Estuvo enfermo toda la vida, ¡pero vivió hasta los 102 años! |
ζήτω
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) La multitud gritó al unísono "¡Que viva el rey!". |
Έτσι είναι η ζωή.expresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Τι νέα;expresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στοιχηματίζω ότι, πάω στοίχημα ότιlocución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puedes apostar la vida a que María le va a decir a la maestra lo que hicimos. |
πάω στοίχημαlocución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έτσι είναι η ζωήexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me perdí el último tren. Así es la vida. |
τι ζωή και αυτή!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jorge trabaja más de 80 horas a la semana, ¡eso no es vida! |
άντε ρε κακομοίρη
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Cuando dije que estaba traduciendo la Biblia al Vulcano, todos dijeron: "¡haz algo útil con tu vida!". |
Τρέχα να σωθείς!(huir) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα χρόνια της ωριμότητας(ευφημισμός) |
τρόπος ζωήςlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) A Karen le gustaba vivir en una gran ciudad porque le daba el tipo de estilo de vida que ella disfrutaba. Στην Κάρεν άρεσε να ζει σε μια μεγάλη πόλη γιατί της προσέφερε το είδος του τρόπου ζωής που της άρεσε. |
άγρια ζωή
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) El zoólogo pasó años estudiando la vida salvaje. Ο ζωολόγος είχε περάσει πολλά χρόνια μελετώντας την άγρια ζωή. |
νυχτερινή ζωή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La playa estuvo genial, pero el pueblo no tenía vida nocturna. Η παραλία ήταν σπουδαία αλλά η πόλη δεν είχε νυκτερινή ζωή. |
τσι(qi o chi) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ισοβίτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μποέμ τρόπος ζωής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έργο ζωής
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κόστος ζωής
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El costo de la vida es exorbitante en esta ciudad. |
ελιξίριο της ζωής, φίλτρο της αθανασίας
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La búsqueda del elixir de la vida comenzó hace miles de años. |
αιώνια ζωή(θρησκεία: μετά θάνατον ζωή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los cristianos creen que mediante la fe y las buenas obras pueden alcanzar la vida eterna. |
χρόνος ημιζωής
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
δύσκολη ζωήnombre femenino Se lleva una vida difícil trabajando en las minas de carbón. |
ανθρώπινη ιστορία
La periodista está trabajando en una historia de interés humano. |
πολυτέλεια, χλιδή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pareja vivía una vida de lujo en una mansión de 200 hectáreas en Oxfordshire. |
ζήτημα ζωής και θανάτουlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Salir de una casa en llamas es un asunto de vida o muerte. |
πιστή αναπαράστασηexpresión Su última realización es excelente, más que un documental diría que es un cacho de vida. |
εκδιδόμενηlocución nominal femenina (coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mary has sido una mujer de la vida desde su adolescencia. |
ουρανός, παράδεισος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A la edad de 80 años su padre pasó a mejor vida. |
προσδοκώμενη διάρκεια ζωήςlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλή ζωή(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Está viviendo la buena vida en su yate en el Mediterráneo. |
υψηλό βιοτικό επίπεδοlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πεταλούδα της νύχταςnombre femenino (ευφημισμός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Con su vestido corto, tacos altos y maquillaje parecía una mujer de vida fácil. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vida στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του vida
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.