Τι σημαίνει το undone στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης undone στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του undone στο Αγγλικά.

Η λέξη undone στο Αγγλικά σημαίνει ανολοκλήρωτος, λυμένος, που έχει καταστραφεί, που έχει διαλυθεί, που έχει γκρεμιστεί, που έχει ανοιχτεί, που έχει ξετυλιχτεί, ανοίγω, ξεκουμπώνω, ανοίγω, διορθώνω, επανορθώνω, αναιρώ, ακυρώνω, αναίρεση, καταστρέφω, λύνομαι, χάνω τον έλεγχο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης undone

ανολοκλήρωτος

adjective (not finished)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The author died, leaving her last work undone.

λυμένος

adjective (shoelace)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Trevor tripped on his undone shoelace.

που έχει καταστραφεί, που έχει διαλυθεί, που έχει γκρεμιστεί

adjective (ruined) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
One simple mistake and everything the minister had worked for was undone.

που έχει ανοιχτεί, που έχει ξετυλιχτεί

adjective (unwrapped)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Once all the presents were undone, the family sat down to eat their Christmas dinner.

ανοίγω

transitive verb (buttons: unfasten)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Olivia undid the buttons on her coat.
Η Ολίβια άνοιξε τα κουμπιά στο παλτό της.

ξεκουμπώνω

transitive verb (garment: unfasten)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben undid his shirt and took it off.
Ο Μπεν ξεκούμπωσε το πουκάμισό του και το έβγαλε.

ανοίγω

transitive verb (open, unwrap)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amanda undid the parcel.
Η Αμάντα άνοιξε το δέμα.

διορθώνω, επανορθώνω

transitive verb (reverse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's your fault Tom's upset; you did it, so now you have to find a way to undo it!
Εσύ φταις που ο Τομ είναι αναστατωμένος· εσύ το έκανες οπότε τώρα πρέπει να βρεις τρόπο να επανορθώσεις!

αναιρώ, ακυρώνω

transitive verb (computing: delete, erase)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The formatting change was a disaster, so Kirsty undid it.
Η αλλαγή στη μορφοποίηση ήταν σκέτη καταστροφή και έτσι η Κίρστι την αναίρεσε.

αναίρεση

noun (computer key: delete)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's OK; just press undo and you'll get the document back to how it was before.
Δεν υπάρχει πρόβλημα. Απλά κάνε αναίρεση και το έγγραφο θα επανέλθει στη μορφή που είχε πριν.

καταστρέφω

transitive verb (literary (lead to downfall) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The minister made one stupid mistake, but it undid him.

λύνομαι

(become unfastened) (ανάλογα το υποκείμενο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When I looked down, I saw that my shoe laces had come undone.

χάνω τον έλεγχο

(figurative (lose all control)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you don't take some time off work to relax you're going to come undone.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του undone στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.