Τι σημαίνει το twenty στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης twenty στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του twenty στο Αγγλικά.
Η λέξη twenty στο Αγγλικά σημαίνει είκοσι, είκοσι, είκοσι, η τρίτη δεκαετία, δεκαετία του '20, δεκαετία του 1920, είκοσι, εικοσάρικο, εικοσάλιρο, εικοσάευρο, εικοστός, είκοσι, 24 ώρες, 24 ώρες το 24ωρο, 24ωρος, 24ωρος, όλο το 24ωρο, χαρτονόμισμα των είκοσι δολαρίων, είκοσι οχτώ, είκοσι οκτώ, είκοσι οχτώ, είκοσι οκτώ, είκοσι οχτώ ετών, είκοσι οκτώ ετών, είκοσι οχτώ χρονών, είκοσι οκτώ χρονών, είκοσι οχτώ χρόνων, είκο, είκοσι οχτώ, είκοσι οκτώ, είκοσι οχτώ, είκοσι οκτώ, είκοσι οχτώ, είκοσι οκτώ, εικοστός όγδοος, ο εικοστός όγδοος, η εικοστή όγδοη, στις είκοσι οχτώ του, στις είκοσι οχτώ, εικοστός πέμπτος, εικοστός πέμπτος, εικοστή πέμπτη, εικοστή πέμπτη, εικοστός πρώτος, εικοστός πρώτος, εικοστός πρώτος, εικοστά πρώτα γενέθλια, εικοστή πρώτη, εικοστή πρώτη, εικοστός πέμπτος, εικοστός πέμπτος, είκοσι πέντε, είκοσι πέντε, εικοστή πέμπτη, εικοστή πέμπτη, είκοσι πέντε σεντς, είκοσι πέντε τοις εκατό, τέταρτο, είκοσι πέντε τοις εκατό, τέταρτο, εικοστός τέταρτος, είκοσι τέσσερα, είκοσι τεσσάρων, είκοσι τέσσερα, είκοσι τεσσάρων, είκοσι τέσσερα, εικοστή τέταρτη, εικοστή τέταρτη, εικοστής τετάρτης, εντελώς, τελείως, εικοστός τέταρτος, ο εικοστός τέταρτος, στις είκοσι τέσσερις, στις είκοσι τέσσερις, είκοσι εννιά, είκοσι εννέα, είκοσι εννιά, είκοσι εννέα, είκοσι εννιά, είκοσι εννέα, εικοστός ένατος, εικοστός ένατος, η εικοστή ένατη, η εικοστή ενάτη, η εικοστή ένατη του, η εικοστή ενάτη του, εικοστός πρώτος, είκοσι ένα, είκοσι ενός, είκοσι ένα, είκοσι ενός, είκοσι ένας, είκοσι μία, είκοσι ένα, εικοστή πρώτη, εικοστή πρώτη, εικοστός δεύτερος, εικοστός δεύτερος, εικοστή δεύτερη, εικοστή δεύτερη, εικοστή δευτέρα, είκοσι επτά, είκοσι εφτά, είκοσι επτά, είκοσι εφτά, είκοσι επτά, είκοσι εφτά, εικοστός έβδομος, εικοστός έβδομος, η εικοστή εβδόμη, η εικοστή εβδόμη του, είκοσι έξι, είκοσι έξι, είκοσι έξι, είκοσι έξι, είκοσι έξι, είκοσι έξι, εικοστός έκτος, ο εικοστός έκτος, η εικοστή έκτη, η εικοστή έκτη, εικοστός τρίτος, ο εικοστός τρίτος, στις είκοσι τρεις, οι είκοσι τρεις, είκοσι χιλιάδες, είκοσι τρία, είκοσι τρεις, είκοσι τριών, είκοσι τρεις, 20/20, είκοσι δύο, είκοσι δύο, είκοσι δύο, είκοσι δύο, είκοσι δύο, είκοσι δύο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης twenty
είκοσιnoun (cardinal number: 20) (αριθμός) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Twenty is an even number. Το είκοσι είναι ζυγός αριθμός. |
είκοσιadjective (20 in number) (αριθμητικό) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) She bought twenty books in one day. Αγόρασε είκοσι βιβλία σε μια μέρα. |
είκοσιadjective (20 years of age) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) I'll be twenty next month. Γίνομαι είκοσι τον άλλο μήνα. |
η τρίτη δεκαετίαplural noun (age: 20-29 years) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Danny's twenties were a time of transition as he worked hard to establish a career. Τα είκοσι ήταν για τον Ντάνι μια μεταβατική περίοδος επειδή δούλευε σκληρά για να κάνει καριέρα. |
δεκαετία του '20, δεκαετία του 1920plural noun (decade: 1920s) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Flapper fashion was popular during the twenties. Η μόδα flapper ήταν δημοφιλής τη δεκαετία του 1920. |
είκοσιpronoun (people, things: 20 of them) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Most of the classes have 30 students, but in this one there are only 20. |
εικοσάρικοnoun (US, Can, AU, informal (paper money: bill worth 20 dollars) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The suitcase was full of twenties. Η βαλίτσα ήταν γεμάτη εικοσάρικα. |
εικοσάλιροnoun (UK (paper money: note worth 20 pounds) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Paul borrowed a twenty from his brother. |
εικοσάευροnoun (paper money: note worth 20 euros) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I handed the cashier a twenty and she gave me five cents' change. |
εικοστόςnoun (US, written (twentieth day of specified month) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I have booked a hotel room for 14 nights, from October 20 to November 3. |
είκοσιnoun (mainly UK, written (twentieth day of specified month) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I was born on 20 August 1969. |
24 ώρες, 24 ώρες το 24ωροexpression (all day, night) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The convenience store is open 24 hours a day. |
24ωροςnoun as adjective (lasting 24 hours) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
24ωροςnoun as adjective (open all day, night) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There's a 24-hour ATM on the corner. |
όλο το 24ωροadverb (US, informal (all the time) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) This supermarket is open 24/7. |
χαρτονόμισμα των είκοσι δολαρίωνnoun (US (bank note worth 20 dollars) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Wow, would you look at that, I just found a twenty-dollar bill on the ground! |
είκοσι οχτώ, είκοσι οκτώnoun (cardinal number: 28) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Twenty-eight is four times seven. |
είκοσι οχτώ, είκοσι οκτώadjective (28 in number) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
είκοσι οχτώ ετών, είκοσι οκτώ ετών, είκοσι οχτώ χρονών, είκοσι οκτώ χρονών, είκοσι οχτώ χρόνων, είκοadjective (28 years of age) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) He turned twenty-eight last week. |
είκοσι οχτώ, είκοσι οκτώpronoun (people, things: 28 of them) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είκοσι οχτώ, είκοσι οκτώnoun (US, written (twenty-eighth day of specified month) The baby was due on March 28, but wasn't born until April 2. |
είκοσι οχτώ, είκοσι οκτώnoun (mainly UK, written (twenty-eighth day of specified month) I'll be back from my holidays on 28 March. |
εικοστός όγδοοςadjective (28th in a series or list) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ο εικοστός όγδοοςnoun (in a series, list: 28th item, person) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
η εικοστή όγδοηnoun (twenty-eighth day of the month) (ημέρα του μήνα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στις είκοσι οχτώ του, στις είκοσι οχτώnoun (UK (twenty-eighth day of specified month) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My daughter was born on the 28th August. |
εικοστός πέμπτοςadjective (25th in a series or list) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εικοστός πέμπτοςnoun (in a series, list: 25th item, person) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
εικοστή πέμπτηnoun (twenty-fifth day of the month) Christmas Day is always on the 25th. |
εικοστή πέμπτηnoun (UK (twenty-fifth day of specified month) (για ημερομηνία) I've got tickets to see my favourite band in concert on the April the 25th. |
εικοστός πρώτοςadjective (21st in a series or list) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Many challenges faced the world at the beginning of the twenty-first century. Ο κόσμος αντιμετώπισε πολλές προκλήσεις στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα |
εικοστός πρώτοςadjective (century: 2000-2099) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) What did you and your family do to usher in the twenty-first century? |
εικοστός πρώτοςnoun (in a series, list: 21st item, person) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Jack was the twenty-first out of twenty-two people to win an award that night. |
εικοστά πρώτα γενέθλιαnoun (informal (21st birthday) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Have any big plans for your twenty-first this weekend? |
εικοστή πρώτηnoun (twenty-first day of the month) (για ημέρα μήνα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Is today the twenty-first? |
εικοστή πρώτηnoun (UK (twenty-first day of specified month) I'm afraid Mr. Cooper is away, and won't be back until the 21st of April. |
εικοστός πέμπτοςnoun (cardinal number: 25) (τακτικό αριθμητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) There are twenty-five children in the class. Υπάρχουν είκοσι πέντε παιδιά στην τάξη. |
εικοστός πέμπτοςadjective (25 in number) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He requested twenty-five of those screwdrivers. |
είκοσι πέντεadjective (25 years of age) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tania is twenty-five. Sharon has a twenty-five-year-old brother. |
είκοσι πέντεpronoun (people, things: 25 of them) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Exactly 25 people have been accepted into the program. |
εικοστή πέμπτηnoun (US, written (twenty-fifth day of specified month) (για ημέρα του μήνα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Winter Break will be from February 21 to February 25 inclusive. |
εικοστή πέμπτηnoun (mainly UK, written (twenty-fifth day of specified month) (για ημέρα του μήνα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The letter was dated 25 April, 2010. |
είκοσι πέντε σεντςplural noun (coins worth quarter of a dollar) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) One quarter equals 25 cents. |
είκοσι πέντε τοις εκατό, τέταρτοnoun (a quarter) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Twenty-five percent is a quarter of one hundred. |
είκοσι πέντε τοις εκατό, τέταρτοadverb (a quarter: of [sth]) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εικοστός τέταρτοςnoun (cardinal number: 24) (τακτικό αριθμητικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
είκοσι τέσσερα, είκοσι τεσσάρωνadjective (24 in number) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είκοσι τέσσερα, είκοσι τεσσάρωνadjective (24 years of age) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He was twenty-four years old when he got married for the first time. |
είκοσι τέσσεραpronoun (people, things: 24 of them) |
εικοστή τέταρτηnoun (US, written (twenty-fourth day of specified month) (για ημερομηνία) Christmas Eve is on December 24. |
εικοστή τέταρτη, εικοστής τετάρτηςnoun (mainly UK, written (twenty-fourth day of specified month) (για ημερομηνία) Thank you for your letter of 24 June. |
εντελώς, τελείωςnoun as adjective (figurative, informal (genuine) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) If John believes that, he is a 24-carat idiot. |
εικοστός τέταρτοςadjective (24th in a series or list) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ο εικοστός τέταρτοςnoun (in a series, list: 24th item, person) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στις είκοσι τέσσεριςnoun (twenty-fourth day of the month) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Melanie's baby was due on the twenty-fourth, but five days later, she's still waiting! |
στις είκοσι τέσσεριςnoun (UK (twenty-fourth day of specified month) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Chris and Jo are getting married on the 24th July. |
είκοσι εννιά, είκοσι εννέαnoun (cardinal number: 29) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) How do you say "twenty-nine" in French? |
είκοσι εννιά, είκοσι εννέαadjective (29 in number) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Claire has twenty-nine pairs of shoes! |
είκοσι εννιά, είκοσι εννέαadjective (29 years of age) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Judith is twenty-nine. |
εικοστός ένατοςadjective (29th in a series or list) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εικοστός ένατοςnoun (in a series, list: 29th item, person) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
η εικοστή ένατη, η εικοστή ενάτηnoun (twenty-ninth day of the month) (μέρα) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
η εικοστή ένατη του, η εικοστή ενάτη τουnoun (UK (twenty-ninth day of specified month) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The baby was due on the 29th of August, but she was born three days early. |
εικοστός πρώτοςnoun (cardinal number: 21) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Twenty-one comes before twenty-two. |
είκοσι ένα, είκοσι ενόςadjective (21 in number) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Yesterday I saw twenty-one birds in the tree in my backyard. |
είκοσι ένα, είκοσι ενόςadjective (21 years of age) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) In many states of the US, you must be twenty-one to buy alcohol. |
είκοσι ένας, είκοσι μία, είκοσι έναpronoun (people, things: 21 of them) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Twenty-one of the thirty positions have already been filled. |
εικοστή πρώτηnoun (US, written (twenty-first day of specified month) (για ημέρα μήνα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The heads of state are meeting to discuss this issue on March 21. |
εικοστή πρώτηnoun (mainly UK, written (twenty-first day of specified month) (για ημέρα μήνα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I finish work on 21 December and will be on holiday for two weeks. |
εικοστός δεύτεροςadjective (22nd in a series or list) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jenkins is in twenty-second place in the list of the club's most successful players. |
εικοστός δεύτεροςnoun (in a series, list: 22nd item, person) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
εικοστή δεύτερηnoun (twenty-second day of the month) (για ημερομηνία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εικοστή δεύτερη, εικοστή δευτέραnoun (UK (twenty-second day of specified month) The agreement was signed on the twenty-second of January 1982. |
είκοσι επτά, είκοσι εφτάnoun (cardinal number: 27) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Twenty-seven minus two is twenty-five. |
είκοσι επτά, είκοσι εφτάadjective (27 in number) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The teacher bought twenty-seven pencils for her students. |
είκοσι επτά, είκοσι εφτάadjective (27 years of age) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Amy wanted to get married before she turned twenty-seven. |
εικοστός έβδομοςnoun (in a series, list: 27th item, person) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
εικοστός έβδομοςadjective (27th in a series or list) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
η εικοστή εβδόμηnoun (twenty-seventh day of the month) (μέρα) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
η εικοστή εβδόμη τουnoun (UK (twenty-seventh day of specified month) (μέρα) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Don't forget to vote on 27th of May! |
είκοσι έξιnoun (cardinal number: 26) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
είκοσι έξιadjective (26 in number) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είκοσι έξιadjective (26 years of age) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είκοσι έξιpronoun (people, things: 26 of them) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είκοσι έξιnoun (US, written (twenty-sixth day of specified month) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) If your birthday is October 26, then you're a Scorpio. |
είκοσι έξιnoun (mainly UK, written (twenty-sixth day of specified month) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) I am leaving for Paris on 26 May. |
εικοστός έκτοςadjective (26th in a series or list) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ο εικοστός έκτοςnoun (in a series, list: 26th item, person) (επιλογή ανάλογα με το γένος) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
η εικοστή έκτηnoun (twenty-sixth day of the month) (του μηνός) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
η εικοστή έκτηnoun (UK (twenty-sixth day of specified month) (ενός μηνός) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) In the UK, we call the twenty-sixth of December "Boxing Day". |
εικοστός τρίτοςadjective (item, person: 23rd in a series or list) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ο εικοστός τρίτοςnoun (in a series, list: 23rd item, person) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στις είκοσι τρειςnoun (twenty-third day of the month) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sorry I missed your birthday; I thought it was the 23rd, not the 21st. |
οι είκοσι τρειςnoun (UK (twenty-third day of specified month) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The 23rd of May marks ten years since we moved into this house. |
είκοσι χιλιάδεςadjective (20,000 of [sth]) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είκοσι τρίαnoun (cardinal number: 23) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Twenty-three is the ninth prime number. |
είκοσι τρειςadjective (23 in number) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The debate was adjourned at twenty-three minutes past ten. |
είκοσι τριώνadjective (23 years of age) (ετών, χρονών) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sue left Canada at the age of twenty-three. When I was 23, I went on a round-the-world trip. Έφυγε από τον Καναδά στα είκοσι τρία της. |
είκοσι τρειςpronoun (people, things: 23 of them) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
20/20adjective (vision: normal) (όραση) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
είκοσι δύοnoun (cardinal number: 22) |
είκοσι δύοadjective (22 in number) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είκοσι δύοadjective (22 years of age) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είκοσι δύοpronoun (people, things: 22 of them) |
είκοσι δύοnoun (US, written (twenty-second day of specified month) I look forward to seeing you on August 22. |
είκοσι δύοnoun (mainly UK, written (twenty-second day of specified month) My children's school breaks up for the summer on 22 July. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του twenty στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του twenty
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.