Τι σημαίνει το turn to στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης turn to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του turn to στο Αγγλικά.
Η λέξη turn to στο Αγγλικά σημαίνει καταφεύγω, προστρέχω, πηγαίνω, απευθύνομαι, καταφεύγω σε κτ, γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω, στρίβω, γυρίζω προς κτ, γυρίζω, γίνομαι, στροφή, στροφή, περιστροφή, περιστροφή, γύρισμα, εξέλιξη, τροπή, σειρά, αλλαγή, περιστροφή, στριφογύρισμα, γυρίζω, στροφή, μεταβολή, γύρισμα, ύφος, βόλτα, τροπή, στροφή, αδιαθεσία, χάρη, τρομάρα, αγοραπωλησία, γύρισμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, γίνομαι, χαλάω, ξινίζω, αλλάζω, στρίβω, στρίβω, στριφογυρίζω, στρίβω, γίνομαι, μεταμορφώνομαι, στρέφομαι, στρίβω σε κτ, γυρίζω, δίνω σχήμα, ολοκληρώνω, τελειώνω, αναστατώνω, ταράζω, επηρεάζω, γίνομαι, γίνομαι, πουλάω, πουλώ, βγάζω, στρίβω, πηγαίνω, τορνεύω, τορνάρω, διατυπώνω, μεταστρέφω, κάνω, γίνομαι, κάνω, μετατρέπω κτ σε κτ, μεταφράζω, στρέφομαι σε κπ για βοήθεια, πετρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης turn to
καταφεύγω, προστρέχω, πηγαίνω, απευθύνομαιphrasal verb, transitive, inseparable (seek help from) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'm in such a bad situation that I don't know who to turn to. Don't turn to him for help, he can't be trusted. Είμαι σε τόσο άσχημη κατάσταση που δεν ξέρω σε ποιον να καταφύγω. Μην καταφύγεις σε αυτόν για βοήθεια. Δε μπορείς να τον εμπιστευτείς. |
καταφεύγω σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (resort to: a course of action) Josie turned to therapy to deal with her emotional problems. |
γυρίζωintransitive verb (rotate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The man's head turned and he spotted me. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αν γυρίσεις από την άλλη θα δεις το μαγαζί που σου έλεγα. |
γυρίζωintransitive verb (rotate on an axis) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It is amazing how the world keeps on turning. |
γυρίζωintransitive verb (revolve) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vinyl records turn on a turntable. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Καθώς ο δίσκος άρχισε να γυρίζει στο πικάπ, μουσική γέμισε το δωμάτιο. |
στρίβωintransitive verb (right or left) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) At the end of the block, turn left. Στο τέλος του τετραγώνου, στρίψε αριστερά. |
γυρίζω προς κτ(move to face: a direction) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Everyone, turn to your screens. Please turn to the right to see the monument. Γυρίστε όλοι προς τις οθόνες σας. Παρακαλώ γυρίστε προς τα αριστερά για να δείτε το μνημείο. |
γυρίζωtransitive verb (change position of, rotate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He turned the vase to make it face the room. Γύρισε το βάζο ώστε να κοιτάει προς το δωμάτιο. |
γίνομαι(become) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The leaves turned to mush underfoot. Τα φύλλα μετατράπηκαν σε πολτό κάτω από τα πόδια μας. |
στροφήnoun (bend, curve in a road) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The road made a sharp turn to the left. |
στροφήnoun (change of direction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The car shook off its pursuers with a sudden turn to the right. |
περιστροφήnoun (rotation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A few turns of the handle of the vice will give you a good grip. |
περιστροφήnoun (revolution) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Every turn of the wheel provides power to the mill. |
γύρισμαnoun (page: flip) (σελίδας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The novel was over in a turn of the page. |
εξέλιξη, τροπήnoun (figurative (opportunity, change) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This is a fortunate turn, which I am not going to waste. |
σειράnoun (game: go) (παιχνίδια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It is your turn, so roll the dice. Είναι η σειρά σου, ρίξε τα ζάρια. |
αλλαγήnoun (figurative (time, date: change) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) That car is from the turn of the century. |
περιστροφήnoun (single winding) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Another turn and the coil should be all wrapped around the reel. |
στριφογύρισμαnoun (change of position) (στο κρεβάτι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) For all her turns, she just couldn't get comfortable. Παρά τα τόσα στριφογυρίσματα δεν μπορούσε να βολευτεί. |
γυρίζωnoun (turned position) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A turn of that vase would allow us to see the pattern. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μετά το γύρισμα τον μαξιλαριών, ο καναπές φαινόταν λιγότερο φθαρμένος. |
στροφήnoun (trend, direction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A turn in the conversation to political issues caught Dan's interest. Η στροφή της συζήτησης στα πολιτικά κέντρισε το ενδιαφέρον του Νταν. |
μεταβολήnoun (figurative (modification) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The forecast is warning of a turn in the weather next week. |
γύρισμαnoun (twist) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Another two turns of the cable around the pole should be enough. |
ύφοςnoun (figurative (style) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The stylist gave the dress a modern turn. |
βόλταnoun (short trip) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A turn around the block will give us a break from work. |
τροπή, στροφήnoun (shift) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Another strange turn in our lives was when Grandma started seeing fairies at the bottom of the garden. |
αδιαθεσίαnoun (informal, figurative (period of illness) (αίσθημα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The turn left him weak and disoriented. |
χάρηnoun (informal (service or disservice) (για κάτι καλό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His former partner did him a bad turn. |
τρομάραnoun (informal, dated (fright, shock) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It was such a turn to see Bill when we all thought he was dead. |
αγοραπωλησίαnoun (finance: purchase and sale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The trader lives on quick turns of volatile equities. |
γύρισμαnoun (music: embellishment) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You are inserting too many turns. Try to keep it simple. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (military drill: change of position) The squad executed a turn. |
γίνομαιverbal expression (change shape) (κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) With exercise, she turned herself from a couch potato into a honed running machine. |
χαλάω, ξινίζωintransitive verb (sour, ferment) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The milk has turned. Το γάλα έχει χαλάσει (or: ξινίσει). |
αλλάζωintransitive verb (change, become [sth] new) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The leaves have all turned. |
στρίβωintransitive verb (set a course) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We will be heading north after we turn. |
στρίβωintransitive verb (change course) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The boat is starting to turn. |
στριφογυρίζωintransitive verb (change position) (στο κρεβάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She is constantly turning in bed. |
στρίβωintransitive verb (bend, curve) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The road turned. |
γίνομαι(become) (κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She turned into a fine young woman. |
μεταμορφώνομαι(change form) (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The caterpillar will turn into a butterfly. |
στρέφομαι(direct attention toward) (σε κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's turn to the agenda for next week's meeting. |
στρίβω σε κτ(enter by turning) At the end of the road, turn into the driveway. Στο τέλος του δρόμου στρίψε στο δρομάκι του σπιτιού. |
γυρίζωtransitive verb (flip) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She turned the paper so that he couldn't see what was written on it. |
δίνω σχήμαtransitive verb (shape) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) That sculptor turns wood beautifully. |
ολοκληρώνω, τελειώνωtransitive verb (execute, finish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You should be able to turn this job in two hours. |
αναστατώνω, ταράζωtransitive verb (upset) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His words turned her, and she began to cry. |
επηρεάζωtransitive verb (influence) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Are you trying to turn me to your point of view? |
γίνομαιtransitive verb (change colour) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In autumn, the leaves turned brown. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έπεσε μια κόκκινη κάλτσα μέσα στο πλυντήριο και όλα τα άσπρα ρούχα έγιναν ροζ. |
γίνομαιtransitive verb (change temperature) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The day turned hot. |
πουλάω, πουλώtransitive verb (sell) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We can turn thirty cases of that item this week. |
βγάζωtransitive verb (profit: earn) (κέρδος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Our business hopes to turn a profit. |
στρίβωtransitive verb (twist) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Turn the threads to make a rope. |
πηγαίνωtransitive verb (pass: a time) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It's just turned twelve. Μόλις πήγε δώδεκα. |
τορνεύω, τορνάρωtransitive verb (shape on a lathe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The carpenter turned four table legs. |
διατυπώνωtransitive verb (phrase well) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Shakespeare knew how to turn a phrase. |
μεταστρέφωtransitive verb (slang (cause to change allegiance) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A foreign government turned one of our agents. |
κάνωtransitive verb (gymnastics: do, perform) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marla turned somersaults across the lawn. |
γίνομαιtransitive verb (reach an age) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My great-grandmother turned 99 last week. |
κάνω(transform) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You turn my sadness to joy. Κάνεις τη λύπη μου χαρά. |
μετατρέπω κτ σε κτ(render) The brewer turns the grain and hops into beer. |
μεταφράζω(translate) (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please turn the English into French. |
στρέφομαι σε κπ για βοήθειαverbal expression (ask [sb] for assistance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πετρώνωtransitive verb (petrify, make into stone) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The witch waved her wand and the fox turned to stone. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του turn to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του turn to
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.