Τι σημαίνει το tone στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tone στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tone στο Αγγλικά.
Η λέξη tone στο Αγγλικά σημαίνει ήχος, τόνος, προσέγγιση, απόχρωση, τόνος, τόνος, τόνος, τονώνω, μετριάζω, απαλύνω, ρίχνω τους τόνους, τονίζω τους μύες, δυναμώνω, τόνος επιλογής, χρώμα του δέρματος, σήμα κλήσης, βροντερός, δυνατός, δίνω τον τόνο, τόνος του δέρματος, τόνος της επιδερμίδας, απαλός τόνος, χαμηλοί τόνοι, ηχόχρωμα, που δεν διαχωρίζει την τονικότητα, τόνος της φωνής, χροιά ήχου, βραχίονας, με τονικά πλήκτρα, με δύο τόνους, με δύο τόνους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tone
ήχοςnoun (sound) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Each telephone key has its own tone. Το κάθε πλήκτρο του τηλεφώνου έχει το δικό του ήχο. |
τόνοςnoun (attitude expressed in voice) (φωνή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Son, I don't like that tone of voice that you use with me! Γιε μου, δε μ' αρέσει ο τόνος της φωνής σου! |
προσέγγισηnoun (style) (διάθεση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The new boss struck a relaxed tone with his workers. Το νέο αφεντικό είχε μια άνετη προσέγγιση με τους εργάτες του. |
απόχρωσηnoun (color: tint, hue) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We chose a light blue tone for the baby's room. Διαλέξαμε μια σιέλ απόχρωση για το δωμάτιο του μωρού. |
τόνοςnoun (UK (tonal value: relative light or dark) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The addition of darker tones will give your painting depth. |
τόνοςnoun (quality of a sound) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The trumpet had a beautiful tone. |
τόνοςnoun (music: specific sound) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We need to sing half a tone higher. |
τονώνωtransitive verb (fitness) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She does sit-ups to tone her stomach muscles. |
μετριάζω, απαλύνωphrasal verb, transitive, separable (make more subtle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I toned down the photos because they were too bright. Έκανα πιο απαλά τα χρώματα στις φωτογραφίες επειδή ήταν πολύ φωτεινές. |
ρίχνω τους τόνουςphrasal verb, transitive, separable (figurative (subdue) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τονίζω τους μύεςphrasal verb, transitive, separable (muscles: make more defined) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I don't really need to lose weight, I just need to tone up my abs. |
δυναμώνωphrasal verb, intransitive (become more muscular) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Let's go tone up at the gym. |
τόνος επιλογήςnoun (phone signal) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Wait for the dial tone to begin pressing the number keys. |
χρώμα του δέρματοςnoun (colour of human skin) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The girl's flesh tone was darker from the two weeks she'd spent sunbathing in Greece. Το χρώμα του δέρματος του κοριτσιού ήταν πιο σκούρο μετά τις 2 εβδομάδες που πέρασε κάνοντας ηλιοθεραπεία στην Ελλάδα. |
σήμα κλήσηςnoun (phone: sound indicating connection is made) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I got a ringing tone, so the phone wasn't out of order. Άκουσα το σήμα κλήσης. Επομένως, το τηλέφωνο λειτουργούσε. |
βροντερός, δυνατόςnoun (voice: resonant, loud) (φωνή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δίνω τον τόνοverbal expression (figurative (establish pattern) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My disastrous first day at school set the tone for the rest of the semester. |
τόνος του δέρματος, τόνος της επιδερμίδαςnoun (light or dark colour of the complexion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απαλός τόνοςnoun (soft or quiet sound) |
χαμηλοί τόνοιnoun (low-key mood) (μεταφορικά) |
ηχόχρωμαnoun (figurative (music: timber) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
που δεν διαχωρίζει την τονικότηταadjective (pitch differences) (ιατρικό φαινόμενο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τόνος της φωνήςnoun (vocal quality or intonation) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He could sense she was really angry from her tone of voice. |
χροιά ήχουnoun (timbre of musical note) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βραχίοναςnoun (needle arm of a record player) (σε πικάπ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
με τονικά πλήκτραadjective (having tone-dialing system) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με δύο τόνουςadjective (having two colors) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με δύο τόνουςadjective (two sounds) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tone στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του tone
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.