Τι σημαίνει το toi στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης toi στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του toi στο Γαλλικά.
Η λέξη toi στο Γαλλικά σημαίνει εσύ, ο εαυτός σου, ο εαυτός σου, μόνος σου, εσύ ο ίδιος, ο εαυτός σου, απλά κάν' το!, την κάνω, τσούλα, μοναδικός, σπίτι, τον εαυτό σου, προσωπικά, σπίτι, του, δικός σας, δική σας, δικός σου, δική σου, μεταξύ μας, μόνος σου, Χους ει και εις χουν απελεύσει, απολαμβάνω τη ζωή, συν Αθηνά και χείρα κίνει, όποιος βιάζεται σκοντάφτει, Μακάρι να ήσουν εδώ., ξεκουβάλα, Άρπα την!, Τσίμπα!, μπράβο, Στην υγειά σου!, Άρπα την!, Φα' την!, κοίτα τη δουλειά σου, τσιμουδιά, Σκάσε!, ηρέμησε, χαλάρωσε, άντε, βιάσου, γρήγορα, δεν θεωρώ δεδομένο, ξεκόλλα, κουράγιο, να μη σε νοιάζει, κοίτα τη δουλειά σου, δεν σε αφορά, πάρτο απόφαση, δέξου το, σε θέλω, εσύ αποφασίζεις, ντροπή σου, Να περνάς καλά, Καλά να περνάς, προετοιμάζομαι, βγάλε το σκασμό, κάνε κάτι, τσούλα, ευρύ κοινό, προστατευτική και στοργική συμπεριφορά, είναι τυπική συμπεριφορά κπ, συνέρχομαι γρήγορα, χωρίς βοήθεια, από μόνος μου, Σαν στο σπίτι σου!, συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθε, σπάσε!, δίνε του!, ουστ!, πάρε δρόμο!, ξεκουμπίσου!, Φάε τη σκόνη μου!, κάν' την!, τσακίσου!, πουτανάκι, τσουλάκι, μην μιλάς, αϊ γαμήσου, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, παίρνω όσο θέλω, βάζω όσο θέλω, καλή διασκέδαση, Άντε!, είναι επιλογή κπ, προσωπικά, καλά να πάθεις, βούλωσ' το!, ράψ'το!, Βιάσου!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης toi
εσύ(tutoiement) Toi, là-bas, viens par ici ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εσείς κ. Νίκο θα χρειαστεί να περιμένετε λίγο ακόμα. |
ο εαυτός σου(après prépositions) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Il n'y a personne d'autre que toi ici. Δεν είναι κανείς εδώ εκτός από σένα. |
ο εαυτός σου(avec verbes pronominaux) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Arrête de te regarder tout le temps dans le miroir. Σταμάτα να κοιτάζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη όλη την ώρα. |
μόνος σου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fais tes devoirs toi-même. Σε παρακαλώ κάνε μόνος σου τα μαθήματά σου. |
εσύ ο ίδιοςpronom (pour insister) (εμφατικός τύπος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Toi-même, tu as dit que c'était trop difficile à faire. Εσύ ο ίδιος είπες ότι παραείναι δύσκολο. |
ο εαυτός σουpronom (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Tu n'as pas l'air d'être toi-même aujourd'hui. Qu'est-ce qui se passe ? Δεν είσαι ο εαυτός σου σήμερα. Τι συμβαίνει; |
απλά κάν' το!
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ne t’appesantis pas sur les conséquences et vas-y (or: lance-toi) ! Μην κωλυσιεργείς εξαιτίας των πιθανών συνεπειών, απλά κάν' το! |
την κάνωinterjection (fam) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τσούλα(populaire, péjoratif) (χυδαίο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μοναδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σπίτι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τον εαυτό σουpronom (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσωπικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Η Έλεν παρέδωσε προσωπικά την επιστολή για να εξασφαλίσει ότι θα φτάσει. |
σπίτι(νοικοκυριό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sa maison est toujours pleine de bruit et de bonne humeur. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το σπιτικό του είναι πάντα χαρούμενο και γεμάτο θόρυβο. |
τουpréposition (appartenance) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) C'est une amie de mon voisin. Είναι φίλη του γείτονά μου. |
δικός σας, δική σας, δικός σου, δική σου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ellen, écris-moi dès que tu peux. Amicalement, Maddy Έλεν, γράψε μου σε παρακαλώ όσο πιο σύντομα μπορείς. Φιλικά, Μάντυ. |
μεταξύ μας
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Entre toi et moi, je ne la trouve pas très belle, sa nouvelle robe. |
μόνος σου
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Χους ει και εις χουν απελεύσει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απολαμβάνω τη ζωήlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συν Αθηνά και χείρα κίνει
|
όποιος βιάζεται σκοντάφτει(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Μακάρι να ήσουν εδώ.
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκουβάλα(familier) (αργκό) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Non, je ne te donnerai pas d'argent. Maintenant, dégage ! |
Άρπα την!, Τσίμπα!(καθομιλουμένη) |
μπράβοinterjection (souvent ironique) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Tu as déjà perdu 5 kg ! Tant mieux pour toi |
Στην υγειά σου!(πρόποση) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Chin-chin ! À ta santé ! |
Άρπα την!, Φα' την!(figuré, familier) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Et tu pensais que je ne pouvais pas gagner ? Bah prends-toi ça dans les dents ! |
κοίτα τη δουλειά σου(assez familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τσιμουδιά(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ne répète ça à personne : motus et bouche cousue. |
Σκάσε!(καθομιλουμένη, αγενές) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tais-toi ! Tu dis n'importe quoi ! Oh mais tais-toi ! Tu n'as pas ton mot à dire là. Σκάσε! Αυτά που λες δεν βγάζουν νόημα. |
ηρέμησε, χαλάρωσεinterjection (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Madame, calmez-vous ! Le docteur va s'occuper de votre fils. |
άντε, βιάσου, γρήγορα(familier : en fin de phrase) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
δεν θεωρώ δεδομένοinterjection (familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεκόλλα(αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) D'accord, il t'a larguée. Passe à autre chose ! Il y a plein d'autres hommes mieux que lui de toute façon. Σε άφησε λοιπόν. Ξέχνα το. Έτσι κι αλλιώς υπάρχουν πολλοί καλύτεροι άντρες. |
κουράγιοinterjection (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Κουράγιο Τζον, κοντεύεις! |
να μη σε νοιάζει, κοίτα τη δουλειά σου, δεν σε αφορά(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Combien je gagne ? Ce ne sont pas tes affaires (or: ce ne sont pas vos affaires) ! |
πάρτο απόφαση, δέξου το(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu n'aimes pas ton boulot ? Fais avec ! Tu as besoin de l'argent. Δεν σου αρέσει η δουλειά σου; Πάρ' το απόφαση! Χρειάζεσαι τα λεφτά. |
σε θέλω
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) J'ai envie de toi. On se tire d'ici et on va chez moi. |
εσύ αποφασίζεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On peut manger mexicain ou chinois ce soir, c'est comme tu veux. |
ντροπή σου(familier) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Tu n'as pas honte ? Tu as laissé des traces de boue partout sur mon beau parquet propre. |
Να περνάς καλά, Καλά να περνάςinterjection (ironique) (με ειρωνική έννοια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προετοιμάζομαιinterjection (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βγάλε το σκασμό(familier, vulgaire) (καθομ, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνε κάτι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τσούλα(familier, péjoratif) (προσβλητικό!) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette salope couche avec n'importe qui. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μια παλιογυναίκα είναι που τον ξελόγιασε! |
ευρύ κοινό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On voudrait nous faire croire que les célébrités ne sont pas des gens ordinaires. |
προστατευτική και στοργική συμπεριφορά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είναι τυπική συμπεριφορά κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'est tout Alice d'oublier ses clés dans sa chambre d'hôtel et de rester enfermée dehors. |
συνέρχομαι γρήγορα
Le professeur a surpris James en train de rêvasser, mais il a vite repris ses esprits. Ο δάσκαλος έπιασε τον Τζέιμς να ονειροπολεί, αλλά συνήλθε γρήγορα. |
χωρίς βοήθεια
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Très tôt, il faut apprendre à se débrouiller par soi-même. |
από μόνος μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Σαν στο σπίτι σου!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ici, on ne fait pas de cérémonies, alors fais comme chez toi ! Δεν είμαστε πολύ τυπικοί εδώ πέρα - Σαν στο σπίτι σου! |
συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθε(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce n'est pas la peine de s'inquiéter autant, ressaisis-toi ! Δεν είναι κάτι για το οποίο αξίζει να εκνευριστείς τόσο πολύ. Ξεκόλλα! |
σπάσε!, δίνε του!, ουστ!, πάρε δρόμο!, ξεκουμπίσου!(familier) (μτφ, αργκό, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Φάε τη σκόνη μου!(très familier) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάν' την!, τσακίσου!interjection (αργκό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) J'ai assez entendu tes opinions pour aujourd'hui. Casse-toi ! |
πουτανάκι, τσουλάκι(familier, péjoratif) (μειωτικό, χυδαίο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tina couche avec n'importe qui ; c'est une garce (or: une Marie-couche-toi-là). |
μην μιλάς
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Taisez-vous ! Je n'entends pas ce que dit le prof ! Μην μιλάς! Δεν μπορώ να ακούσω τι λέει ο δάσκαλος! |
αϊ γαμήσου(familier) (χυδαίο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
παίρνω όσο θέλω, βάζω όσο θέλωinterjection (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il y a de la nourriture et des bières dans le frigo. Servez-vous ! Παιδιά, υπάρχει αρκετό φαγητό και ποτά, βάλτε όσο θέλετε. |
καλή διασκέδαση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je viens vous chercher à la fin du film. Amusez-vous bien ! Θα έρθω να σε πάρω όταν τελειώσει η ταινία. Καλή διασκέδαση! |
Άντε!interjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
είναι επιλογή κπverbe transitif indirect (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La suite du programme dépendra d'eux. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν με ενδιαφέρει που θα φάμε, είναι επιλογή σου. |
προσωπικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Pour ma part, j'aime la musique classique, même si ce n'est le cas d'aucun de mes amis. |
καλά να πάθεις
|
βούλωσ' το!, ράψ'το!(très familier) (αγενές) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La ferme ! Je ne veux plus t'entendre ! Βγάλε τον σκασμό! Δε θέλω να ακούσω ούτε λέξη από σένα! |
Βιάσου!(familier) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του toi στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του toi
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.